Η απόφαση του ΔΣ της ΟΛΜΕ, που υποστηρίζει την άρνηση της ΕΛΜΕ Μαγνησίας να αποδεχθεί την προσφορά του ιδρύματος Μποδοσάκη για τον εξοπλισμό των σχολείων του νομού και «επιβεβαιώνει την αντίθεσή του στη λογική των χορηγιών από εταιρείες», προκαλεί χαμόγελα από τη μια και οργή από την άλλη.
Δεδομένου ότι το 2016 οι Έλληνες πλήρωσαν 1,5 δισ. ευρώ για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση των παιδιών τους, η αντίθεση της ΟΛΜΕ προς «την οποιαδήποτε προσπάθεια εμπορευματοποίησης της παιδείας» σκορπίζει καταρχήν χαμόγελα. Μήπως το φροντιστήριο και τα ιδιαίτερα, που έχουν υποκαταστήσει τη δημόσια εκπαίδευση, δεν συνιστούν «εμπορευματοποίηση» της παιδείας; Συνεπώς, είτε η ιδεοληψία έχει επηρεάσει ανεπανόρθωτα την όραση των μελών του ΔΣ είτε μας περιγελούν.
Προκαλεί όμως και οργή, διότι η ΟΛΜΕ με την πάγια θέση της κατά της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών φέρει βαριές ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Λόγω της επικυριαρχίας που ασκεί η φροντιστηριακή εκπαίδευση στο δημόσιο σχολείο, πολλοί καθηγητές έχουν απολέσει το κύρος τους και οι περισσότεροι έχουν αποκοπεί από την επιστήμη τους και συμβουλεύονται φροντιστηριακά εγχειρίδια. Αντί λοιπόν η ΟΛΜΕ να καλεί σε κινητοποιήσεις για χορηγίες που ακόμη δεν είδαμε, δεν θα ήταν καλύτερα να κινητοποιηθεί για την ακύρωση της υπαρκτής και μείζονος «εμπορευματοποίησης» της παιδείας, που φέρει πολλά και γνωστά ονοματεπώνυμα;
Το ποιος προσφέρει τον εξοπλισμό και τις υποδομές ενός σχολείου είναι δευτερεύον, εφόσον το σχολείο επιτελεί τον ρόλο του και οι μαθητές δεν σκέφτονται το φροντιστήριο την ώρα του μαθήματος. Όσο για την υποστελέχωση των σχολικών μονάδων, μήπως πρέπει κάποτε να ασχοληθούμε και με την ποιότητα και όχι μόνο με τους αριθμούς;
* O Μιχαήλ Πασχάλης είναι ομότιμος καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Κρήτης