Η αφορμή για το άρθρο αυτό, δόθηκε με την είδηση, ότι το εμφιαλωμένο νερό «Ζαρός», από τους Ανατολικούς πρόποδες του Ψηλορείτη, βραβεύτηκε σε διαγωνισμό γευσιγνωσίας στη Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών τον Φεβρουάριο που μας πέρασε.
Στον διαγωνισμό αυτό συμμετείχαν 600 νερά από όλο τον κόσμο, και το «Ζαρός» πήρε το Α’ βραβείο, για τα χαρακτηριστικά, γεύση, επίγευση, οσμή, όψη και υφή.
Το Β’ βραβείο το πήρε το νερό «Artesia» από τους καταρράκτες Crystal του Μίσιγκαν των ΗΠΑ, και το Γ’ το Νορβηγικό νερό «Svalbαroi Polar Iceberg Water» το επονομαζόμενο και ως «το νερό των 100 ευρώ».
Ωστόσο και τον Απρίλιο του 2016 το «Ζαρός» είχε βραβευτεί και στις Βρυξέλες σε παρόμοιο διαγωνισμό με το βραβείο «Ανώτερης Γεύσης».
Στο νησί μας εμφιαλώνονται περίπου 20 νερά στο σύνολό τους.
Όλα τα νερά αυτά προέρχονται από πηγές ή γεωτρήσεις που η τροφοδοσία τους, είναι από τις 5 μεγάλες οροσειρές της Κρήτης: Τα Λευκά Όρη, τον Ψηλορείτη, το όρος Δίκτη, τα όρη της Σητείας και τα Αστερούσια στα νότια του Ν. Ηρακλείου.
Το κοινό χαρακτηριστικό και των 5 αυτών οροσειρών είναι το ότι δομούνται από πετρώματα όμοιας ορυκτολογικής σύστασης όπου κυριαρχούν οι Ασβεστόλιθοι και Δολομίτες.
Όλα αυτά τα νερά συγκρινόμενα μεταξύ τους, έχουν πολύ μεγάλη ομοιότητα, ως προς την περιεκτικότητά τους στα βασικά τους ιχνοστοιχεία που συνθέτουν τη ταυτότητά τους και καθορίζουν τα ίδια χαρακτηριστικά τους ως προς τη γεύση, την οσμή και την υφή τους.
Όλα δηλαδή, στην πρωτογενή τους κατάσταση, είναι Άριστης Ποιότητας, όσον αφορά την περιεκτικότητα και τον συνδυασμό των βασικών ευεργετικών ιχνοστοιχείων τους, και πιο συγκεκριμένα του Ασβεστίου, του Μαγνησίου, του Νατρίου, των Όξινων ανθρακικών ιόντων κ.ά.
Συγχρόνως διαθέτουν απειροελάχιστες περιεκτικότητες σε επιβαρυντικά ιχνοστοιχεία όπως τα Νιτρικά ιόντα, τα Νιτρώδη ιόντα, τα θειϊκά ιόντα, τα χλωριόντα, τα Αμμωνιακά ιόντα και τα ιόντα των βαρέων μετάλλων.
Αναζητώντας την αιτιολογία της ποιοτικής αυτής υπεροχής των νερών της Κρήτης, θα πρέπει να αναλογιστούμε και να παραδεχτούμε συγχρόνως, το πόσο ευλογημένος τόπος είναι το νησί μας και η γεωγραφική του θέση με τις εξαίσιες κλιματολογικές του συνθήκες, για την ανθρώπινη διαβίωση.
Κατ’ αρχήν είναι ένα μεγάλο νησί και το μέγεθός του, όσον αφορά την ύπαρξη νερού, του εξασφαλίζει την δυνατότητα επάρκειας σε νερό, όπως συμβαίνει και στα άλλα μεγάλα νησιά της Μεσογείου, την Σικελία, την Σαρδηνία, και την Κορσική.
Εξαίρεση αποτελεί η Μεγαλόνησος της Κύπρου, η οποία λόγω της γεωγραφικής της θέσης, στα πολύ Ανατολικά της Μεσογειακής Λεκάνης στερείται ικανοποιητικών βροχοπτώσεων και αυτό, έχει σαν αποτέλεσμα να μην διαθέτει επάρκεια νερού.
Το δεύτερο πλεονέκτημα του νησιού μας είναι η πετρολογική και ορυκτολογική του δομή, η οποία συνδυασμένη με τους πολύ μεγάλους ορεινούς του όγκους, τόσον σε ύψος όσον και σε έκταση, του εξασφαλίζει τη δυνατότητα ώστε να μπορούν να αποθηκευτούν μεγάλες ποσότητες νερού των βροχών και του χιονιού στις υπόγειες φυσικές δεξαμενές του υπεδάφους του και οι οποίες στη συνέχεια είτε θα αναβλύσουν από τις φυσικές πηγές ή θα αντληθούν από γεωτρήσεις.
Το τρίτο πλεονέκτημά του είναι η συγκεκριμένη γεωγραφική του θέση που του εξασφαλίζει σπουδαίες κλιματολογικές συνθήκες.
Και αυτό, καθόσον βρίσκεται περίπου σε ίδια απόσταση ανάμεσα σε δύο ηπειρωτικές περιοχές με σοβαρή διαφορά κλίματος, δηλαδή της Ηπειρωτικής μας χώρας προς το Βορά και της Αφρικανικής Ηπείρου προς το Νότο, που του προσδίδει το πλεονέκτημα της βελτιστοποίησης προς το άριστον των κλιματικών του συνθηκών.
Αλλά ακόμη και ως προς την οριζόντια διεύθυνση η Κρήτη βρίσκεται περίπου στη μέση της Μεσογειακής Λεκάνης επωφελούμενη αφενός των υγρών αέριων μαζών που έρχονται από την Δυτική Μεσόγειο και που έχουν επηρεαστεί από την γειτνίαση με το Ατλαντικό Ωκεανό αλλά και αφετέρου από την ξηρότητα των ανέμων της Ανατολικής Μεσογείου.
Το κλίμα της Κρήτης προκύπτει λοιπόν από την ισορροπία των τεσσάρων αυτών παραμέτρων.
Το τέταρτο είναι η γειτνίαση του νησιού μας προς Βορά με το τόξο της ενεργού ή ανενεργού ηφαιστειακής ζώνης της Σαντορίνης, της Μήλου και της Νισσύρου, που του εξασφαλίζει πλεονεκτήματα όπως η θετική θερμοκρασιακή επίδραση στο υπέδαφος, καθώς και η ύπαρξη θετικών μεταλλικών ιχνοστοιχείων στα πετρώματά του.
Συγχρόνως όμως αποφεύγονται οι αρνητικές επιπτώσεις που υπάρχουν στις ηφαιστειακές περιοχές όπως η ύπαρξη ατμίδων υδρόθειου, η ύπαρξη σημαντικών ενστρώσεων ορυκτού θείου ανάμεσα στα πετρώματα, ή ακόμη και η αυξημένη περιεκτικότητα των πετρωμάτων σε βαρέα μέταλλα.
Μία περισσότερο επιστημονική εξήγηση της παραπάνω φυσικής κατάστασης σε σχέση με την ηφαιστειακή ζώνη Βόρεια του Κρητικού Πελάγους, είναι η θεώρηση της θέσης της Κρήτης με βάση τη θεωρία των τεκτονικών πλακών, όπου οι δύο μεγάλες πλάκες, η Αφρικανική αφενός και η Ευρασιατική αφετέρου, συναντώνται με διεύθυνση Ανατολή – Δύση περίπου, στο Λυβικό Πέλαγος, η δε ζώνη συνάντησής τους έρχεται σε άμεση επαφή με τα διάπυρα παχύρευστα υλικά του μάγματος από τον πυρήνα της γης.
Έτσι λοιπόν με βάση τα παραπάνω μπορεί να δοθεί κάποια εξήγηση στο γιατί τα νερά της Κρήτης που αναβλύζουν από τις φυσικές πηγές της στις πλαγιές των Κρητικών βουνών ή αντλούνται από γεωτρήσεις στα πετρώματα αυτά, έχουν ποιοτική υπεροχή, καθόσον τα ιχνοστοιχεία που περιέχουν, βρίσκονται σε τέτοια αρμονική αναλογία, ώστε δίκαια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως τα «διαμάντια» της Κρητικής γης.
* Ο Γιώργος Ουρανός είναι υδρογεωλόγος