Είναι απόλαυση οι παλιές ιστορίες που αναφέρονται στο Ρέθυμνο. Ευτυχώς για τους νεότερους βρέθηκαν κάποιοι και τις διέσωσαν με τη δημοσίευσή τους στον τοπικό τύπο. Η παρακάτω ιστορία που επιλέξαμε για σήμερα δεν φέρει δυστυχώς καμιά υπογραφή. Είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό «Οικογένεια» τεύχος 29 Δεκεμβρίου 1929 κι έχει το χάζι της.
Ας γυρίσουμε λοιπόν το χρόνο πίσω, κι ας βρεθούμε σε ένα Ρέθυμνο τόσο μακρινό και τόσο αλλιώτικο από αυτό που ξέρουμε και αγαπάμε. Σ’ αυτό ζούσε ο Μωυσής. Από τους ελληνόφωνους Εβραίους του Ρεθύμνου.
Ένας σύγχρονος Σκρουτζ
Είχε μεγάλη περιουσία ο Μωυσής Βαρούχ, όπως ήταν το όνομά του. Ήταν όμως ένας Σκρουτζ της εποχής του από τους πιο ονομαστούς.
Οι Ρεθεμνιώτες περήφανοι από την κούνια τους και φιλότιμοι όσο φτωχοί κι αν ήταν, σιχαίνονταν τους τσιγκούνηδες. Και ιδιαίτερα τον Βαρούχ, που φαίνεται ότι πίκραινε κόσμο και με άλλες του δραστηριότητες. Αυτές που κάνουν, σε περίοδο κρίσης, πάμπλουτους ορισμένους ανάλγητους υπανθρώπους που εκμεταλλεύονται την ανάγκη του άλλου, για να επωφεληθούν οικονομικά. Είχαν βάλει, λοιπόν ,στο κοινωνικό περιθώριο και τον Βαρούχ εξαιτίας κυρίως της τσιγγουνιάς του. Έτσι, έγινε κι αυτός με τον καιρό μισάνθρωπος.
Εκδίκηση επί σκηνής
Κάποια Χριστούγεννα, μετά τη Θεία Λειτουργία, μαζεύτηκαν οι Ρεθεμνιώτες να δουν ένα δράμα που παρουσίασε ομάδα νέων με τίτλο «Η αναίρεσις των εν Βηθλεέμ νηπίων».
Στο ρόλο του Ηρώδη, ήταν ένας νέος από ξεπεσμένη πλούσια οικογένεια, για την καταστροφή της οποίας δεν ήταν άμοιρος ευθυνών ο Βαρούχ.
Έτσι, από μια ενδόμυχη επιθυμία εκδίκησης, ο νεαρός ερμήνευσε το ρόλο του μιμούμενος τη φωνή και τις κινήσεις του Βαρούχ, στον οποίο είχε περιέλθει η περιουσία της οικογένειας του νέου μετά από κατάσχεση. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος εκτόνωσης αναμφίβολα.
Από υπερβάλλοντα ζήλο μάλιστα, άρχισε να βάζει και δικά του λόγια στο κείμενο βρίζοντας το νεογέννητο Χριστό -τι Ηρώδης θα ήταν άλλωστε- με αποτέλεσμα να ξεσηκώσει το κοινό εναντίον του Βαρούχ, που έξαλλο κατευθύνθηκε στο σπίτι του ανεπιθύμητου τσιγκούνη.
Εκείνη την ώρα ο Εβραίος με την οικογένειά του καθόταν στο τραπέζι για φαγητό.
Ο όχλος απ’ έξω άρχισε να φωνάζει , να τον βρίζει και να του ζητά επίμονα να βαπτιστεί.
Εκείνος για να προστατεύσει την οικογένειά, από καμιά ανεπιθύμητη έφοδο με απρόβλεπτες συνέπειες, πήρε κουράγιο και βγήκε ν’ αντιμετωπίσει μόνος του το έξαλλο πλήθος.
«Μα τι σας έκανα βρε παιδιά», φώναζε. «Εγώ έσφαξα τα παιδιά; Μήπως ζούσα τότε;».
Μάταια ικέτευε να τον λυπηθούν. Αν δεν βαφτιζόταν χριστιανός «την είχε βάψει». Φαίνεται πως δεν είχε βρει άλλο τρόπο το μανιασμένο πλήθος, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Τι να κάνει; Προκειμένου να λυντσαριστεί αποφάσισε να τους κάνει το χατίρι. Σάμπως τι είχε να χάσει;
Μόλις όμως ανακοίνωσε την απόφασή του, νέα αφορμή για γκρίνια δόθηκε ανάμεσα σε ορθόδοξους και καθολικούς, αυτή τη φορά για το όνομα. Τι όνομα θα έπρεπε να του δώσουν;
Έπεσαν πολλές προτάσεις αλλά κανένας δεν ήταν ευχαριστημένος.
Και μπροστά στον κίνδυνο νέας ταραχής ο Εβραίος, που «έβλεπε το χάρο με τα μάτια του» πρότεινε να συναντηθεί μόνος στο σπίτι με δυο ιερείς, έναν από κάθε δόγμα και να συναποφασίσουν για το όνομα.
Σε αναδημοσίευση της ιστορίας αρκετά χρόνια αργότερα στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» (9 Ιανουαρίου 1972) από το περιοδικό «Οικογένεια – 29/12/1929» και πάλι χωρίς υπογραφή, αναφέρονται και μερικές πιπεράτες λεπτομέρειες, ως προς τα επακολουθήσαντα στο δρόμο μέχρι να δοθεί τέλος στο ζήτημα. Επειδή φαίνονται όμως λίγο «τραβηγμένα» για τα ήθη της εποχής, είπαμε να τα παραλείψουμε και να πάμε παρακάτω.
Η κακοτυχία συνεχίζεται
Δεν ξέρουμε τι έγινε και τι αποφασίστηκε μέσα στο σπίτι του Εβραίου. Φαίνεται όμως, ότι κάπου τα βρήκαν. Και όπως ενημέρωσαν οι παπάδες αργότερα, όταν τέλειωσε η συνάντηση είχαν συμφωνήσει να λέει ο Βαρούχ τρεις μήνες το «Σύμβολο της Πίστης» κι άλλους τρείς μήνες το «Πιστεύω» στα Λατινικά.
Κι αυτό μέχρι να ρίξουν κλήρο και ν’ αφήσουν στην τύχη το δόγμα, που θα έπρεπε να ακολουθήσει ο Βαρούχ για να παραμείνει στην πόλη.
Δίκαιη τιμωρία
Όπως ήταν φυσικό ο Εβραίος δεν είχε καμιά όρεξη να εκχριστιανιστεί. Μόλις βρήκε λοιπόν ευκαιρία κατέφυγε σε κάποιον υποτακτικό του, που έμενε έξω από το Ρέθυμνο μήπως και τον ξεχάσουν. Μάταια όμως. Και μάλλον πως δεν έφταιγε το θρήσκευμα, που τα έβαλε ολόκληρη πόλη με τον Βαρούχ.
Όπως αντιλαμβάνεται και ο κοινός νους, καθένας έπαιρνε εκδίκηση για το τίμημα κάθε «διευκόλυνσης», που έκανε κατά καιρούς ο Εβραίος σε δυστυχείς Ρεθεμνιώτες, που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες και η ανάγκη τους έφερνε στην πόρτα του.
Μια και βρήκαν ευκαιρία δεν τον άφησαν «ούτε ν’ αγιάσει». Απελπισμένος αυτός κατέφυγε στα Χανιά που είχε δυο σπίτια. Φυσικά δεν μπορούσε να πάρει μαζί του τίποτα από την περιουσία του. Και στη γειτονική πόλη όμως, τον περίμενε νέα συμφορά. Επειδή κάποιος νόμος απαγόρευε την εποχή εκείνη στους Εβραίους να διαθέτουν ακίνητα, τα σπίτια φέρονταν ως ιδιοκτησία ενός Ελβετού, που είχε στο μεταξύ πεθάνει, χωρίς να προλάβει ο Βαρούχ να επανακτήσει την κυριότητά τους. Έτσι βρέθηκε στο νοίκι και μάλιστα όχι για πολύ. Σύντομα δεν είχε χρήματα ούτε για φαγητό. Ο νοικοκύρης τον πέταξε στο δρόμο κι έτσι, ο άλλοτε πάμπλουτος Εβραίος, ο Θεός ξέρει με τα λεφτά πόσων δυστυχισμένων, κατάλαβε τι θα πει εξαθλίωση και να βρίσκεσαι σε μεγάλη ανάγκη. Αναγκάστηκε να καταφύγει σ’ ένα καμαράκι της πιο πτωχής συνοικίας των Χανίων με την οικογένειά του που πεινούσε.
Κι ήρθε χειμώνας βαρύς
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά έπεσε κι ένας βαρύς χειμώνας -καλή ώρα- και για την τύχη του Βαρούχ χιόνισε και στα Χανιά.
Έφτασαν τα Χριστούγεννα και οι καμινάδες άρχισαν να γίνονται βασανιστήριο, για την οικογένεια που πεινούσε και κρύωνε. Έκλαιγαν τα παιδιά, ανακαλώντας μνήμες μεγαλείου τέτοιες γιορτινές μέρες, που εύρισκαν στο σπίτι τους το τραπέζι στρωμένο με τόσα καλούδια.
Καρτερικά, η μάνα τους παρακαλούσε να κάνουν υπομονή. Ήταν κι αυτή σε δύσκολη θέση, καθώς έβλεπε το στερνοπούλι της να ουρλιάζει από την πείνα κι αυτή δεν είχε σταλιά γάλα να το θηλάσει.
Ο Βαρούχ σε πλήρη απόγνωση, καθόταν στα σκαλοπάτια του χαμόσπιτου αδιαφορώντας για το κρύο, κι είχε το κεφάλι σκυμμένο στα γόνατα. Θα ‘θελε ν’ ανοίξει η γης να τον καταπιεί. Να σκεπτόταν εκείνη την ώρα, πως δίκαια έπασχε μετά από όσα είχε κάνει σε βάρος δυστυχισμένων ανθρώπων, τον καιρό της οικονομικής του παντοδυναμίας; Ποιος ξέρει;
Τα μάτια του έτρεχαν ασταμάτητα, ακούγοντας το κλάμα των παιδιών του, που εκλιπαρούσαν για λίγο ψωμί. Και κείνη την ώρα της απόγνωσης, μια κότα κυνηγημένη από ένα σκύλο, τρύπωσε στην κάμαρα και χώθηκε κάτω από το κρεβάτι. Αυτό ήταν «μάνα» εξ ουρανού. Θα έλυνε το πρόβλημα της πείνας τη μέρα εκείνη τουλάχιστον.
Το περίεργο είναι, ότι ο Βαρούχ βρέθηκε ξαφνικά προ ηθικού διλήμματος! Φαίνεται πως η περιπέτειά του τον είχε βοηθήσει να σκεφτεί. Η κότα θα χόρταινε τα παιδιά του. Είχε όμως δικαίωμα να την κρατήσει; Αυτό θα ήταν κλοπή. Αλλά πάλι ν’ αφήσει τα μικρά να κλαίνε; Αυτό πήγαινε πολύ.
Σηκώθηκε από τα σκαλοπάτια αποφασισμένος και σε χρόνο ρεκόρ η κότα προοριζόταν για το τραπέζι, προς μεγάλη ευτυχία των παιδιών.
Μόλις χόρτασαν όλοι, έπιασαν και πάλι τον Εβραίο, τύψεις συνείδησης. Τελικά αποφάσισε να ξαναπάρει τη ζωή στα χέρια του και σκεπτόμενος πρακτικά αποφάσισε να γίνει χριστιανός, για να πάρει επιτέλους πίσω τα σπίτια του.
Έπεσε στην περίπτωση. Επειδή εκείνο τον καιρό εύρισκαν διάφορα δεινά την Κρήτη. κυρίως σεισμοί, ο κόσμος είχε βυθιστεί στη δεισιδαιμονία. Και θεωρούσε θεία ευλογία να γίνεται χριστιανός κάποιος Εβραίος, είτε Τούρκος. Βρήκε την ευκαιρία ο Βαρούχ και πηγαίνοντας στη Μονή Τσαγκαρόλων, δήλωσε την απόφασή του να γίνει χριστιανός. Αμέσως άλλαξε η τύχη του.
Η τοπική κοινωνία δεν ήξερε πώς να εκδηλώσει τη χαρά της. Έντυσε με ζεστά ρούχα όλη την οικογένεια και τους κουβαλούσε ότι είχε στο σπίτι, για να φάνε καλά και να συνέλθουν από την ανέχεια.
Όλοι στο σπίτι καλοπερνούσαν πλην του Βαρούχ, που ήταν υποχρεωμένος να κάνει τις νηστείες του για τον πλήρη εξαγνισμό του.
Κι ήρθε η μέρα της βάπτισης. Όλοι έσπευσαν να παραστούν στο μεγάλο μυστήριο. Κάποιος ανέλαβε κι είπε το «Πιστεύω», αντί για τον Εβραίο, που σίγουρα θα του άλλαζε τα φώτα. Κι εκεί που ήταν ο Βαρούχ στην κολυμπήθρα κι όλοι του φώναζαν «Χιλιόχρονος, χιλιόχρονος» « Να μας ζήσει ο Γοβδελεά» (ωραίο όνομα του βρήκαν) «Καλορίζικος» ένας τρομερός σεισμός αναστάτωσε την πόλη. Άδειασε στο λεπτό η εκκλησία, κι έμεινε ο νεοφώτιστος μέσα στο πιθάρι, που χρησίμευσε για κολυμπήθρα τρέμοντας από το κρύο. Και πώς να βγει από κει μέσα αφού δεν είχε ρούχο να φορέσει;
Μετά από κάμποση ώρα απελπίστηκε και βγαίνοντας από το πιθάρι, τυλίχτηκε σε ένα σεντόνι και τράβηξε μισοπαγωμένος σαν το φάντασμα για το σπίτι του.
Αν τελικά βρήκε το δρόμο του ο Βαρούχ, δεν μας λέει η παράξενη ιστορία που ανασύραμε από το μακρινό παρελθόν. Το επιμύθιον πάντως, ένα θα πρέπει να ήταν και μοναδικό «Όλα εδώ πληρώνονται…».