Οι χάντρες του κομπολογιού χτυπούσαν ρυθμικά, τακ-τακ, κι οι χτύποι έμοιαζαν με τους χτύπους της καρδιάς του μπάρμπα – Νικόλα, που χτυπούσε απόψε παράξενα.
-Παράξενοι καιροί, μουρμούρισε ανάμεσα απ’ τα δόντια του. Ανάθεμά με αν καταλαβαίνω τίποτα…
Ο μπάρμπα Νικόλας ήταν ένας ήρεμος ανεξίκακος άνθρωπος, ένας απλός Έλληνας, με λεβέντικη κρητική ψυχή. Αυτός είναι ο τύπος ανθρώπου που θαυμάζω περισσότερο. Δεν σου παρίστανε τον πολύξερο. Αντίθετα, ρωτούσε τους άλλους για να μαθαίνει.
Δεν είχε μάθει πολλά γράμματα, μα είχε δει πολλά στη ζωή και δεν τον γελούσες εύκολα. Μπορούσε εύκολα να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από τα λόγια των πολιτικών, γιατί ήξερε καλά πως οι πολιτικοί όταν λένε κάτι, πάντα κάτι άλλο προσπαθούν να σου κρύψουν, ή να σου το περάσουν πιο μαλακά. Το μακρύ, στριφτό, ασπρισμένο μουστάκι του συμβόλιζε τη στωικότητα την φιλοσοφική διάθεση και την υπομονή του. Δεν τον συγκινούσαν τα λεφτά, ούτε τα αξιώματα. Τον συγκινούσαν η ευθύτητα, η ντομπροσύνη, η ειλικρίνεια. Μπορούσε να σου απαγγείλει δεκάδες στίχους από τον Ερωτόκριτο, και μαντινάδες, ατελείωτες.
– Ανάθεμά με αν καταλαβαίνω τίποτα… ξανάπε μονολογώντας.
Νάτο, βγήκε το φεγγάρι. Λαχταρούσε τα βράδια να κάθεται στο μπαλκόνι του – κάπου στις παρυφές της πόλης – και να παρατηρεί το φεγγάρι. Τον μάγευε το φεγγάρι, το Νικόλα. Τον έκανε να ονειροπολεί, να θυμάται τα μικράτα του. Τα νιάτα, αχ αυτά τα νιάτα! Η μισή μας ζωή μας -μη σας φαίνεται παράξενο- είναι φωλιασμένη μέσα στις νεανικές αναμνήσεις και στα παιδικά όνειρα.
Κάθε βράδυ, το φεγγάρι του φαινόταν διαφορετικό. Ανάλογα με τη δική του διάθεση το φεγγάρι γινόταν χαρούμενο ή λυπημένο, αισιόδοξο ή κατσουφιασμένο και μελαγχολικό.
Μα μόλις έβγαινε απ’ το ρεμβασμό και την ονειροπόληση του άρεσε να καταπιάνεται με την επικαιρότητα, με τα καθημερινά που τον έκαναν ν’ απορεί.
Άνοιξε την εφημερίδα στις μέσα σελίδες. «Απογοητευμένοι είναι οι Έλληνες. Επιχειρήσεις κλείνουν και οι άνθρωποι μπαίνουν στην ανεργία. Η ανεργία αυξάνει, ξεπέρασε κιόλας το 30 τοις εκατό. Περικοπές μισθών και συντάξεων, περικοπές στην υγεία, στην παιδεία. Οι μισοί Ρεθεμνιώτες δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, ρεύμα και νερό.
– Όλα μπορεί να τ’ αντέξει ο άνθρωπος μονολόγησε ο Νικόλας αλλά τη φτώχεια… εμένα μου λες; Συνέχισε να διαβάζει πιο κάτω:
– Οι εκλογές που έρχονται το Μάιο θα είναι μια πρώτη συνολική αναμέτρηση των Ελλήνων πολιτών με μια πολιτική φτωχοποίησης μιας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας που πρέπει επιτέλους να τελειώσει.
Ο μπάρμπα Νικόλας έβγαλε το κομπολόι του. Ο γιατρός τον είχε υποχρεώσει να κόψει το τσιγάρο και να κάνει και δίαιτα, γιατί η καρδιά του δεν τα πήγαινε τόσο καλά. Υποτάχτηκε, τι άλλο μπορούσε να κάνει.
– Όλα μπορεί να τ’ αντέξει ο άνθρωπος, έλεγε και ξανάλεγε αλλά την ανεργία και τη φτώχεια, όχι!
Θυμήθηκε τα δυο ανίψια του ετοιμαζόταν να ξενιτευτούν στην Αυστραλία.
– Εδώ στη χώρα μας δεν βρίσκομε δουλειά θείε, του είχανε πει. Δουλειές δεν υπάρχουν, η αγορά μαραζώνει, μήπως εμείς το θέλουμε να ξενιτευτούμε; Μα δεν γίνεται αλλιώς.
– Η Ελλάδα διώχνει τα παιδιά της. Και η ζωή δεν περιμένει. Οι νέοι πρέπει να ζήσουν. Δεν καταλαβαίνω τίποτα…
Το μυαλό του ήταν γεμάτο απορίες. Έπρεπε, ήταν ανάγκη μεγάλη να σκεφτεί πολύ καλά που θα έδινε την ψήφο του σ’ αυτές τις εκλογές. Δεν έπρεπε να κάνει πια λάθος. Ο φίλος του ο Ηλίας έλεγε πως «φτάνει πια, σ’ αυτές τις εκλογές πρέπει να δώσομε ένα μήνυμα κι ένα σύνθημα. Ότι δεν αντέχομε άλλο».
Το ολόγιομο φεγγάρι συνέχιζε το ταξίδι του μέσα στην όμορφη κρητική νύχτα. Απόψε ήταν ένα φεγγάρι ιδιαίτερα μελαγχολικό. Ένα από τα πιο κατσούφικα και μελαγχολικά του φεγγάρια!
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός