Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών που πραγματοποιήθηκαν στην Τουρκία αλλάζει την οικονομική, κοινωνική και πολιτική δυναμική της γειτονικής χώρας, η οποία μετατράπηκε κατά τη διάρκεια της 12ετούς πρωθυπουργίας του κ. Ερντογάν σε σημαντική περιφερειακή δύναμη.
Φραγμός στις υπερεξουσίες
Οι ψηφοφόροι έστειλαν μήνυμα ότι δεν επιθυμούν τη μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρευόμενη δημοκρατία, με τον κ. Ερντογάν να έχει προεδρικές υπερεξουσίες. Το Κόμμα Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη, το οποίο ίδρυσε και εξακολουθεί να ελέγχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Ερντογάν, είδε το ποσοστό του να πέφτει από κάτι λιγότερο από 50% που ήταν στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές σε κάτι λιγότερο από 41% στις βουλευτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής. Το Κόμμα Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη παραμένει κυρίαρχη πολιτική δύναμη, δεν μπορεί όμως να στηρίξει τις πολιτικές φιλοδοξίες του ιδρυτή του. Ο κ. Ερντογάν επιθυμεί μία ειδική κοινοβουλευτική πλειοψηφία 3/5 για να ανοίξει διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης και διενέργειας δημοψηφίσματος με το οποίο θα εξασφαλίσει προεδρικές υπερεξουσίες.
Με το ποσοστό της τάξης του 41% το κόμμα που αποτελεί την πολιτική βάση του κ. Ερντογάν δεν εξασφάλισε ούτε απλή πλειοψηφία. Ο πρωθυπουργός κ. Νταβούτογλου υπέβαλε ήδη την παραίτησή του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και μετατράπηκε σε υπηρεσιακό πρωθυπουργό. Άρχισε η αναζήτηση κυβερνητικού εταίρου, η οποία αν δεν καταλήξει σε θετικό αποτέλεσμα εντός των επόμενων 45 ημερών θα ανοίξει ο δρόμος για τη διενέργεια νέων βουλευτικών εκλογών.
Αν και δεν πρέπει να αποκλείονται οι εκπλήξεις, τα άλλα κόμματα απορρίπτουν την όποια συνεργασία με το πρώτο κόμμα, ενώ οι Εθνικιστές, οι οποίοι αναδείχθηκαν σε τρίτη δύναμη με το 16% των ψήφων, θέτουν σαν βασική προϋπόθεση για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση την εγκατάλειψη των σχεδίων Ερντογάν για έλεγχο της κυβέρνησης και εξασφάλιση προεδρικών υπερεξουσιών.
Κοινωνική άνοιξη
Ο παράγοντας που άλλαξε τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων ήταν το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα που ελέγχεται από τους Κούρδους αλλά αυτή τη φορά μπόρεσε να εκφράσει ένα ευρύτερο κίνημα κοινωνικής διαμαρτυρίας σε βάρος του «εξουσιαστή» κ. Ερντογάν.
Τα σχέδια της τουρκικής κυβέρνησης για οικιστική, εμπορική ανάπτυξη στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης σε βάρος του πρασίνου οδήγησαν, το καλοκαίρι του 2013, στην ανάπτυξη ενός δυναμικού κινήματος διαμαρτυρίας, τα μέλη του οποίου βρέθηκαν αντιμέτωπα με τον κρατικό μηχανισμό καταστολής. Επικράτησε η άποψη, σε ένα σημαντικό τμήμα της νεολαίας, ότι το μοντέλο ισλαμικής δημοκρατίας που προωθεί ο κ. Ερντογάν περιορίζει τα ανθρώπινα και τα κοινωνικά δικαιώματα και δεν επιτρέπει στους νέους να αποφασίσουν πώς θα διασκεδάσουν, πώς θα αξιοποιήσουν το ίντερνετ, πώς θα οργανώσουν το μέλλον τους. Το κίνημα των Κούρδων, που διεκδικούν την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους και ένα είδος αυτονομίας ενισχύθηκε από το κίνημα κοινωνικής διαμαρτυρίας και έτσι το κόμμα που τα εξέφραζε πλησίασε το 13%, περνώντας με άνεση το όριο του 10% που εξασφαλίζει την εκπροσώπηση στο τουρκικό Κοινοβούλιο. Το όριο αυτό είχε τεθεί σκόπιμα σε διψήφιο ποσοστό για να μην μπορούν οι Κούρδοι να εξασφαλίζουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Από τη στιγμή που άλλαξε η πολιτική γεωγραφία της χώρας ήταν αδύνατον να επιτύχει ο Ερντογάν την ειδική κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα του εξασφάλιζε προεδρικές υπερεξουσίες.
Κίνδυνος αστάθειας
Η δύσκολη αναζήτηση νέου κυβερνητικού σχήματος που θα βασίζεται στη συνεργασία των κομμάτων αλλάζει τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού στην Τουρκία, ταυτόχρονα όμως μεγαλώνει τον κίνδυνο της οικονομικής και πολιτικής αστάθειας.
Η οικονομία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και το παραδοσιακό αναπτυξιακό μοντέλο του κ. Ερντογάν, το οποίο βασίζεται στην οικοδομή, στα δημόσια έργα και στις εξαγωγές με μικρή προστιθέμενη αξία αρχίζει να μοιάζει ξεπερασμένο από τις εξελίξεις. Το εθνικό νόμισμα διολισθαίνει με ανησυχητικό ρυθμό, η Κεντρική Τράπεζα επείγεται να αυξήσει κι άλλο τα επιτόκια για να σταθεροποιήσει την κατάσταση και η Τουρκία δείχνει να αφήνει πίσω της μια περίοδο εξαιρετικά δυναμικής ανάπτυξης, ενώ η ανεργία έχει σκαρφαλώσει ήδη στο 11% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Η πολιτική μετάβαση συμπίπτει χρονικά και με την εμφάνιση νέων διεθνοπολιτικών προκλήσεων. Η Τουρκία δοκιμάζεται από τις επιτυχίες των ισλαμιστών στη Συρία και στο Ιράκ, έχει ήδη υποδεχθεί στα εδάφη της πάνω από 2.000.000 πρόσφυγες, ενώ οι επιλογές του κ. Ερντογάν είναι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνες σε ό,τι αφορά στις σχέσεις της με τη Ρωσία και το Ιράν. Η οικονομική ολιγαρχία της γειτονικής χώρας έχει εξασφαλίσει αμύθητα πλούτη σπάζοντας τα εμπάργκο προς τη Ρωσία και το Ιράν, με τη βοήθεια της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν το πολιτικό σύστημα θα μπορέσει να εξελιχθεί σύμφωνα με την εκφρασμένη θέληση του τουρκικού λαού ή αν θα επιστρέψει η Τουρκία, με δική του ευθύνη, σε περίοδο οικονομικής και πολιτικής αστάθειας, που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά και τις σχέσεις με την Ελλάδα.
*Ο Γιώργος Κύρτσος είναι ευρωβουλευτής της Ν.Δ.