(2η συνέχεια)
Ο Αχιλλέας Παράσχος (1838-1895) γεννήθηκε στο Ναύπλιο και ήταν 28 ετών όταν συνέβησαν τα γεγονότα στο Αρκάδι. Υπήρξε στην ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων μοναδικό φαινόμενο ποιητή που έζησε αποκλειστικά και μόνο από την πένα του. Τον Παράσχο στην εποχή του τον θεωρούσαν εθνικό ποιητή. Η φήμη του έφτανε και στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας και όταν απάγγελλε τα ποιήματά του, από την ιστορική αίθουσα του φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», της Αθήνας, η είσοδος του κοινού γινόταν πάντοτε με εισιτήριο, τα δε κέρδη που αποκόμιζε ήταν πάντοτε μεγάλα, γιατί η δημοσιότητα του ποιητή δημιουργούσε καταπληκτική κοσμοσυρροή. Ή επιτυχία του οφείλεται στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας ρευστής εποχής την οποία χαρακτήριζαν έντονες προσδοκίες και απογοητεύσεις, δημιουργώντας ένα κλίμα πρόσφορο στις υπερβολές του Ρομαντισμού. Ωστόσο, η άκρως ρομαντική ποίησή του, τα μετέπειτα χρόνια παρωδήθηκε και άρχισε να λησμονείται.
Το 1859 εντάχθηκε στην αντιοθωνική οργάνωση «Χρυσή Νεολαία», διώχτηκε και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε με παρέμβαση του αδελφού του Γεωργίου, αλλά εξακολούθησε την αντιδυναστική δράση του, γράφοντας ποιήματα κατά του Όθωνα. Έλαβε μέρος και στην εξέγερση του 1862, η οποία οδήγησε στην πτώση της βασιλείας. Μετά το θάνατό του έγραψε το «Ελεγείον εις τον Όθωνα», ποίημα που φανέρωνε μεταμέλεια για την προηγούμενη δράση του και τον κατέστησε ακόμη δημοφιλέστερο στο αθηναϊκό κοινό.
Η γλώσσα του ήταν μικτή, κυρίως καθαρεύουσα, αλλά κάποιες φορές γινόταν και γνήσια δημοτική, όπως στα λυρικότατα ποιήματά του για το Αρκάδι, που θα μελετήσουμε στην παρούσα σειρά των επετειακών αυτών δημοσιεύσεών μας.
* * *
Το τροχήλατο καταδρομικό «Αρκάδι» ήταν αδελφό πλοίο με τα Κρήτη, Ένωσις και Πανελλήνιον. Είχε ταχύτητα 10 κόμβων και ήταν εξοπλισμένο με τέσσερα πυροβόλα armstrong, ενώ το πλήρωμά του αποτελούνταν από υπαξιωματικούς και ναύτες του Πολεμικού Ναυτικού. Πραγματοποίησε εικοσιτρία, συνολικά, ταξίδια και έγινε θρυλικό για τα κατορθώματά του, ώστε απέκτησε το όνομα του «άτρωτου» από τους Έλληνες και του «Διαβολοβάπορου» και «Σεϊτάν βαπόρ» – όπως σημείωνε ο Σκίννερ, ανταποκριτής τότε των Τάιμς του Λονδίνου- από τους Τούρκους.
* * *
Υπό τον τίτλο: «Ο ΙΓ’ πλους» εννοούμε έναν από τους 23 «πλόες» (ταξίδια) του γνωστού τροχήλατου καταδρομικού «Αρκάδι» (φωτ. 1), που με πλοίαρχό του τον ατρόμητο Νικόλαο Αγγελικάρα (φωτ. 2) τροφοδοτούσε με όπλα, τρόφιμα και εθελοντές την επαναστατημένη Κρήτη του 1866-69.
Κατά το επεισοδιακό αυτό 13ο ταξίδι του το «Αρκάδι», ενώ απομακρυνόταν από τον όρμο αποβίβασης των εφοδίων, επισημάνθηκε και καταδιώχθηκε από τα τουρκικά καταδρομικά «Ιτζεδδίν» και «Τάλια» και αναγκάστηκε να καταφύγει στο λιμάνι των Αντικυθήρων με τα τουρκικά πλοία να πολιορκούν το νησί. Το νέο πανικόβαλε την κυβέρνηση Κουμουνδούρου, που έστειλε διπλωματική διακοίνωση στις Μεγάλες Δυνάμεις, αναφέροντας πως οι Τούρκοι απειλούσαν ελληνικό έδαφος. Τη λύση του δράματος έδωσε ο πλοίαρχος του «Αρκαδίου» Αγγελικάρας, που διέταξε επίθεση ολοταχώς κατά των πάνοπλων καταδρομικών με ταυτόχρονα εύστοχα πυρά. Τα τουρκικά καταδρομικά αιφνιδιάστηκαν, ενώ είχαν και σημαντικές απώλειες στα πληρώματά τους και έτσι δεν μπόρεσαν να καταδιώξουν το «Αρκάδι», το οποίο γύρισε στη Σύρο, επισκεύασε τις φθορές από την ναυμαχία και έφυγε για νέο ταξίδι.
Σ’ αυτό, ακριβώς, το επεισοδιακό 13ο ταξίδι του «Αρκαδιού» αναφέρεται ο Αχιλλέας Παράσχος στο μακροσκελέστατο ποίημά του «Ο ΙΓ’ πλους» (1867), το α’ μέρος του οποίου αρχίζει ως εξής:
Πού είσαι και δε φαίνεσαι, αγαπημένο Αρκάδι;
Το μεσημέρι πέρασε, εδιάβηκε το βράδυ,
Κι ακόμη δεν εφάνηκαν τα κάτασπρα πανιά σου…
Στην Κρήτη μην απόμεινες μαζί με τα παιδιά σου;
Μην πολεμάς με το βοριά, μην παίζης στη γαλήνη,
Γεράκι της Αμερικής, Ελληνικό δελφίνι;
Αχ! είδησι μας έφεραν πικρή, φαρμακωμένη,
Και στ’ ακρογιάλια τρέχομε για σένα τρομασμένοι!(sic)
και το ποίημα τελειώνει με το γνωστότατο και γλυκύτατο εκείνο απόσπασμα, χαρακτηριστικό της πνευματώδους και υψηλής ποίησης του Αχιλλέα Παράσχου και της μεγάλης αγάπης που όλοι έτρεφαν προς το πλοίο αυτό για τη μεγάλη προσφορά του προς τους κατατρεγμένους Κρητικούς:
Τ’ Αρκάδι!… Ξέρετε, παιδιά, τι είναι το Αρκάδι;
Είναι το γλυκοχάραγμα στης Κρήτης το σκοτάδι
Είναι το μάνα τ’ ουρανού που τρέφει τα παιδιά μας,
Είναι η (sic) Σπέτσαις, τα Ψαρά, η Ύδρα, η καρδιά μας.
Είναι τής Κρήτης η ζωή, το άγιο φυλαχτό της,
Είν’ η Ελλάς ολόκληρη μαζή (sic) με τ’ όνειρό της…!
Άρα, κάτω από τη λέξη «Αρκάδι», στην αριστουργηματική αυτή στροφή τού Αχιλλέα Παράσχου, δεν εννοείται, φυσικά, το μέγα και ηρωικό Μοναστήρι της Κρήτης, αλλά το καταδρομικό «Αρκάδι», που γινόταν, πραγματικά, σε κάθε ταξίδι του το «γλυκοχάραμα» στης επαναστατημένης Κρήτης το σκοτάδι, με την τροφοδότησή της σε όπλα, τρόφιμα και εθελοντές από την ελεύθερη Ελλάδα. Ωστόσο, το απόσπασμα αυτό επιτυχέστατα, μέχρι σήμερα, κυριολεκτείται και πιστεύεται από τους περισσότερους ότι υμνεί και τραγουδά το θρυλικό Μοναστήρι του Ρεθύμνου και έτσι όλοι μας, από μικρά παιδιά, το νιώθαμε, όταν το απαγγέλναμε στις εορταστικές εκδηλώσεις αυτών των ημερών στο σχολείο. Με την έννοια αυτήν, εξάλλου- όχι, βέβαια, χωρίς να γνωρίζουν και την ακριβή σημασία τού περιεχομένου του και την ποιητική πένα από την οποία προέρχεται- έχουν χρησιμοποιήσει το απόσπασμα και στην περίφημη τετράτομη «Ιστορία της Κρήτης» (μεταγλωττισμένη έκδοση «Αρκάδι», Αθήναι χ.χ.) ο Βασίλειος Ψιλάκης, καθώς και ο Τιμόθεος Βενέρης, στο γνωστό και περισπούδαστο έργο του: «Το Αρκάδι διά των αιώνων».
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην εφημερίδα Κρητική Επιθεώρηση, βλ. (2η συνέχεια)
Η δράση του καταδρομικού Αρκάδι στις νότιες ακτές του νομού Ρεθύμνου).