του Φώτη Κοκοτού*
Έχετε τις ανεμογεννήτριες που στολίζουν την κορυφογραμμή πίσω από την εμβληματική Σπιναλόγκα; Θα τις θαυμάσετε στεκόμενοι στην Ελούντα, στο ύψος των ακριβότερων ξενοδοχείων πολυτελείας, και κοιτώντας προς βορρά. Ένα θέαμα που αποδεικνύει το πώς οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ο τουρισμός πάνε χέρι-χέρι την Κρήτη στο μέλλον.
Δυστυχώς, υπάρχουν αντιδράσεις σε αυτή την προοπτική, καθώς το μαζούτ έχει ισχυρά ερείσματα στην κοινωνία. Είναι δύσκολο να είσαι προοδευτικός σε έναν συντηρητικό τόπο, όπως η Κρήτη, και είναι δύσκολο ν’ αλλάξεις μια κοινωνία που καλόμαθε στην ευκολία του εισαγόμενου καύσιμου. Όσοι έχουμε ασχοληθεί με τα περιβαλλοντικά, από το νερό και το ρεύμα ως την ανακύκλωση και τους καθαρισμούς ακτών, αντιμετωπιζόμαστε εχθρικά από μια ισχυρή μερίδα πληθυσμού που δεν αντιλαμβάνεται πως είναι μονόδρομος η ενεργειακή αυτοτέλεια με ανανεώσιμες πηγές. Μονόδρομος για το νησί μας, για τη χώρα, και τελικά και για την ανθρωπότητα συνολικά.
Όμως, οι ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά και τα φράγματα που τώρα έχουμε είναι πολύ λιγότερα από εκείνα που χρειαζόμαστε για την ενεργειακή ανεξαρτησία μας. Το θέαμα που έχουν συνηθίσει οι ξένοι επισκέπτες μας στις δικές τους χώρες, με τις ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά παντού, κυριολεκτικά παντού, σε ξηρά και θάλασσα, κοντά και οικισμούς και πάνω σε κτήρια, είναι αυτό που χρειαζόμαστε κι εμείς εδώ να συνηθίσουμε. Όπως συνηθίσαμε, για παράδειγμα, τις πόλεις μας με τις πολυόροφες πολυκατοικίες, κι ας μη μας αρέσουν, κι όπως θα χρειαστεί να συνηθίσουμε την εικόνα σύγχρονων υψηλών κτηρίων στα αστικά κέντρα.
Ας μην κρυβόμαστε: οι αντιρρήσεις στις ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά, όταν δεν είναι υποκινούμενες από το λόμπι της βρώμικης ενέργειας, είναι απλώς αισθητικού χαρακτήρα. Δεν αρέσουν. Τίποτε παραπάνω. Δεν υπάρχουν ουσιαστικά επιχειρήματα εναντίον τους. Αυτά που ακούτε περί διάνοιξης οδών στο δάσος και «τσιμεντώματος» των κορυφογραμμών είναι μόνο αφελή τσιτάτα που απευθύνονται στο θυμικό. Και προέρχονται από ανθρώπους που έχουν για δεκαετίες βολευτεί με τα εργοστάσια ορυκτών καυσίμων πάνω στη θάλασσα, τα εκατομμύρια τόνους τσιμέντου που αυτά απαιτούν, τις πανάσχημες δεξαμενές και τα φουγάρα, αλλά και τη μόλυνση που προκαλούν. Τα θεωρούσαν ανέκαθεν ως «αναγκαία κακά».
Το ειρωνικό είναι πως το ξέρουν καλά ότι τα επιχειρήματά τους είναι αδύναμα, κι αυτό φαίνεται από τον τρόπο που διαλέγονται: με ύβρεις, με απειλές, με τραμπουκισμούς και με συκοφαντία. Αυτά είναι προσωπικά βιώματα καθενός περιβαλλοντολόγου που, όπως εγώ, προσπαθεί να εξηγήσει τα αυτονόητα στην κοινωνία της Κρήτης. Όπως και σε τόσα άλλα πράγματα, η Ελλάδα χρειάζεται μια επανάσταση του αυτονόητου.
* Ο Φώτης Κοκοτός είναι μηχανικός περιβάλλοντος, MSc, επιχειρηματίας του τουρισμού