Ο άνθρωπος υπέστη πολλές δοκιμασίες προκειμένου να διατηρηθεί στη ζωή, διαφορετική για κάθε είδος από αυτά που είχε ανάγκη να διαβιώσει.
Είχε όμως υπομονή και επιμονή να βρει τον καλύτερο τρόπο για να αποκτήσει αυτό που ήταν χρήσιμο να επωφεληθεί για να συμβάλλει εκεί που το ήθελε να χρησιμοποιηθεί.
Πάντα στη σκέψη του είχε το πώς θα κατασκευάσει κάποιο αυτοσχέδιο μέσον για να αποκτήσει το περισσότερο και το καλύτερο που να συμβάλλουν για να φύγει από τις στερήσεις που υπήρχαν άφθονες εκείνη την εποχή.
Τον προβλημάτιζε πολύ, αφού είχε στη διάθεσή του, τα ελαιόδεντρα με τον καρπό τους, το πώς θα αποκτήσει το λάδι, μια από τις βασικές τροφές για τη διατροφή του. Έκανε πολλές δοκιμασίες αλλά δεν είχανε το αποτέλεσμα που επιθυμούσε.
Το κάθε σπίτι είχε κατασκευάσει ένα δικό του χώρο που εκεί, πολτοποιούσε τον καρπό με τα χέρια και με τη βοήθεια ορισμένων αντικειμένων για να πάρει λίγο λάδι που το είχε ανάγκη. Αυτός ο τρόπος ήτανε μαρτυρικός και χωρίς καλό αποτέλεσμα.
Αυτό τον υποχρέωσε, αφού είχανε περάσει αρκετά χρόνια, να κάνει καλύτερη καλλιέργεια των σκέψεών του και να φθάσει σε πολύ καλύτερη κατασκευή και αυτή ήτανε ο μύλος «λιοτρίβι».
Αυτό αποτελείτο από δυο μεγάλες κυλινδρικές πέτρες τοποθετημένες μέσα σε μια πέτρινη ή μεταλλική στρογγυλή κατασκευή συνδεδεμένες στο κέντρο μ’ ένα άξονα. Εντός του χώρου αδειάζανε τον ελαιόκαρπο και περιστρεφόμενες πρώτα με την ανθρώπινη δύναμη και αργότερα με τον γάιδαρο τον πολτοποιούσανε.
Δίπλα υπήρχε άλλο συγκρότημα, η πρέσα που είχε και αυτή στο μέσον ένα άξονα. Παίρνανε τη ζύμη με ένα δοχείο και την βάζανε μέσα σε στρογγυλούς ντορβάδες «ντορμπάδια».
Αυτοί ήτανε κατασκευασμένοι από χονδρό σπάγκο ή από το τρίχωμα κατσικιών και στο μέσον είχανε μια στρογγυλή τρύπα για να τον τοποθετούν μαζί με τη ζύμη στον άξονα.
Αφού βάζανε αρκετούς ντορβάδες στην πρέσα (πιεστήριο), άρχιζε η πίεση από επάνω προς τα κάτω με την ανθρώπινη δύναμη. Με τη βοήθεια ενός ξύλου στρογγυλού που το είχανε κόψει από το καλοκαίρι για να έχει ξηρανθεί, με το ένα άκρο του στον άξονα και το άλλο στον ώμο του Μυλωνά, περιστρέφοντας δεχότανε την πίεση τα ντορμπάδια μέχρι να φύγει το λάδι και το νερό από τη ζύμη για να οδηγηθούν στην γούρνα.
Απαιτούσε πολύ χρόνο. Είχε πολύ κούραση. Στο τέλος πιάνανε το ξύλο δυο ή και τρεις μυλωνάδες μαζί για να φθάσει στο τέλος η πίεση, αφού είχανε διαπιστώσει ότι δεν είχανε άλλο λάδι οι ντορβάδες. Το σπίτι που έβγαζε το λάδι, η νοικοκυρά του, το μεσημέρι και το βράδυ, ετοίμαζε φαγητό και κρασί στους μυλωνάδες, να τρώνε για να έχουνε δύναμη να εργάζονται. Αυτό είχε συνέχεια μέχρι να τελειώσει ο ελαιόκαρπος του παραγωγού.
Από πριν είχανε ζεστάνει νερό στο καζάνι και το βάζανε στη γούρνα, το ανακατεύανε για να τους διευκολύνει αργότερα στο διαχωρισμό του λαδιού από τον κατσίγαρο.
Μετά άρχιζε η διαδικασία διαχωρισμού του λαδιού από τον κατσίγαρο, από τον έμπειρο αρχημυλωνά, βοηθούμενος πάντοτε και από έτερο μυλωνά.
Είχε στη διάθεσή του το ασκί, το χωνί συνήθως από φλάσκα, μια διαμορφωμένη κανάτα από λαμαρίνα ή από φλάσκα διαμορφωμένη και ένα μικρό δοχείο που έβαζε το λάδι που έπαιρνε από την γούρνα και το άδειαζε μετά με το χωνί στο ασκί, βοηθούμενος πάντα από τον άλλο μυλωνά.
Συνέχιζε σιγά – σιγά να παίρνει το λάδι μέχρι να φθάσει στην επιφάνεια του νερού.
Αυτό απαιτούσε πολύ χρόνο μέχρι να φθάσει η αρχή του επόμενου παραγωγού. Στο διάστημα αυτό που δεν εκτελούσε εργασία ο γάιδαρος του βάζανε στο κοφίνι άχυρα να τρώει και δίπλα νερό. Τελειώνοντας μεταφέρανε οι μυλωνάδες το λάδι στο σπίτι, το αδειάζανε στο πιθάρι και λίγο βιαστικά πίνανε μια κούπα κρασί και ένα μεζέ στο χέρι για να ευχηθούν την καλή κατανάλωση του λαδιού στην οικογένεια και να πάνε γρήγορα στο λιοτρίβι για να βάλουνε μπροστά τον επόμενο παραγωγό.
Το λιοτρίβι δούλευε μέρα και νύχτα μέχρι να τελειώσουν τον καρπό όλων των χωριανών.
Όσο για ύπνο, κοιμότανε στη μέσα μεριά του μύλου, πάνω σε παλιές κουρελούδες ή σε παλιά τσουβάλια με βάρδιες και για λίγο χρόνο.
Ο τελευταίος παραγωγός είχε πολλές ελιές (καρπό) και δουλεύανε δυο ημέρες και δυο νύχτες συνέχεια να τον τελειώσουν. Η γούρνα είχε γεμίσει λάδι.
Ο κάτοχος του ελαιοτριβείου και ο αρχημυλωνάς ήτανε κουμπάροι. Κάνανε συνεννόηση μεταξύ τους να πάνε να κοιμηθούμε στα σπίτια τους όλοι, δήθεν ότι είναι κουρασμένοι και άυπνοι για να πάνε τη νύχτα να πάρουνε (κλέψουν) από ένα ασκί λάδι. Είπανε στο αφεντικό το πρόγραμμά τους. Κλείσανε την πόρτα του μύλου και φύγανε όλοι τους. Ο παραγωγός όμως υποψιάστηκε μήπως πάνε και του πάρουνε λάδι; Μετά από τρεις ώρες πήγε στο μύλο και τους βρήκε μέσα να έχουν γεμίσει δυο ασκιά. Τους υποχρέωσε να το πάνε στο σπίτι του και μετά συνεχίσανε για το υπόλοιπο. Από τότε τα άλλα χρόνια, οι χωριανοί τους προσέχανε να μην πάθουν και αυτοί το ίδιο.
Τον κατσίγαρο αδειάζανε σε γειτονικό χωράφι ή στο δρόμο για να πάει στο ποτάμι του χωριού.
Τα υπόλοιπα της ζύμης «πυρήνα» την μετέφερε ο κάθε παραγωγός με τα γαϊδούρια και τα μουλάρια στην πόλη προς πώληση.
Αυτή ήτανε η δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία για να αποκτήσει ο άνθρωπος την πλέον υγιεινή τροφή του, που την είχε απόλυτη ανάγκη για την οικογένειά του.
Συγχρόνως είχανε και πολλές απώλειες στον καρπό από τις καιρικές συνθήκες, οπότε η μειωμένη πολλές φορές παραγωγή δεν επαρκούσε ν’ αντιμετωπίσουν τις ανάγκες τους.
Παρά τις πολλές δυσκολίες δεν υποχωρούσαν. Πίστευαν στο θεό, ότι θα τους βοηθήσει να γνωρίσουν καλύτερη εποχή σε όλα.
Πράγματι, μετά από χρόνια, υπήρξαν πολλές αλλαγές. Τα αυτοσχέδια μέσα με την ανθρώπινη και των ζώων δύναμη αντικαταστάθηκαν με τη μηχανική επεξεργασία, οπότε δέχθηκε μεγάλη ανακούφιση που έφυγε από την προηγούμενη μακροχρόνια μαρτυρική διαδικασία και με τη νέα εποχή να έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί.
Το λιοτρίβι με τις μυλόπετρες, η πρέσα, οι ντορβάδες, η γούρνα, ο πρόχειρος διαχωρισμός του λαδιού, το χωνί της φλάσκας, η ειδική κανάτα και το ασκί, δεν υπάρχουν σήμερα σε ενεργό κατάσταση.
Ορισμένα βρίσκονται σε μουσεία ή έχουν καταστραφεί από την αδιαφορία των κατόχων τους.
Ο καρπός της ελιάς, σήμερα, πλυμένος, εισέρχεται στον σπαστήρα που τον πολτοποιεί και εξερχόμενος εισέρχεται αμέσως στη σκάφη και μετά στο διαχωριστήρα ο οποίος στέλνει τον κατσίγαρο και την πυρήνα σε εξωτερικούς χώρους, το δε λάδι καθαρό πλέον εισέρχεται σε δοχεία για να το πάρει ο παραγωγός στο σπίτι του.
Σήμερα εμείς οι ηλικιωμένοι που ζήσαμε και τις δύο εποχές, περιγράφουμε στους νεώτερούς μας με κάθε λεπτομέρεια τα όσα βιώσαμε για να διατηρηθούμε στη ζωή.
Όμως δεν μας πιστεύουν, νομίζουν ότι υπερβάλουμε και τα τοποθετούν ως μια συνηθισμένη ιστορία χωρίς νόημα. Ίσως να έχουν δίκαιο γιατί το ενδιαφέρον της πολιτείας δεν υπήρξε, ούτε υπάρχει, να τα προβάλλει στα σχολεία για να γίνουν περισσότερο πιστευτά και κατανοητά. Πιστεύουν μόνο στη σημερινή ραγδαία εξέλιξη που τους παραπλανεί τις σκέψεις και αγνοούν τις θυσίες που έχουν κάνει οι πρόγονοί τους για να φθάσουμε στο καλύτερο σήμερα.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός