Με τη μόνιμη φιλοξενία που δέχθηκε το χωριό Καπεδιανά από τους Μικρασιάτες εκτός από την εργατικότητά τους – την νοικοκυροσύνη τους είχαμε φέρει μαζί τους και τις πολλές παραδοσιακές συνήθειες του τόπου που κατοικούσανε. Μέσα σε αυτές ήτανε και ο εορτασμός των εορτών Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς και όλων των Αγίων.
Τους διέκρινε το χριστιανικό πιστεύω που είχανε και το εκδηλώνανε εις την εκκλησία του χωριού τους «Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού».
Η κάθε οικογένεια πριν τις γιορτές έκανε τις απαραίτητες προετοιμασίες εντός και εκτός του σπιτιού της όπως: καθαριότητα, άσπρισμα εντός και εκτός του σπιτιού, του τζακιού κ.λπ. για να δεχθεί με χαρές τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Το ίδιο έκανε και για την διατροφή με το χοιρινό ή το αρνί που είχε.
Φέτος θα περιγράψουμε τη συνήθεια που είχανε για τον εορτασμό της πρωτοχρονιάς για το ποδαρικό με την αλλαγή του χρόνου.
Η κάθε οικογένεια πάντα κοντά στο σπίτι ή στο περιβόλι της είχε μια ή δυο ροδιές για εποχιακό φρούτο αλλά και για άλλες ανάγκες.
Στο τέλος του φθινόπωρου που ήτανε σε πλήρη ωρίμανση τα ρόδια τα κόβανε και τα κρεμούσανε σε τοίχο του σπιτιού για να αποφύγουν την απώλειά τους από τυχόν καιρικές συνθήκες ή από την κλοπή.
Τα Χριστούγεννα που στολίζανε το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δέντρο από κλαδιά ελιάς – του βάζανε γύρω και επάνω του τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς: σύκα, κάστανα, αμύγδαλα, καρύδια, ρόδια και δημητριακούς καρπούς καθώς και φιαλίδια από λάδι και μέλι ως ένδειξη ευχαριστίας εις τον θεό για τον χρόνο που πέρασε και με την παράκληση η ευφορία αυτών να συνεχιστεί και το επόμενο έτος.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων περνούσανε τα παιδιά του χωριού να πούνε τα μικρασιάτικα κάλαντα και παίρνανε το φιλοδώρημά τους από την νοικοκυρά του σπιτιού και τα επαναλαμβάνανε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς με τα πρωτοχρονιάτικα και των Φώτων.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μόλις πατούσε το πόδι του ο νέος χρόνος είχανε την συνήθεια να γευτεί όλη η οικογένεια τα γλυκά «σαρίκια – φινίκια» που είχε φτιάξει η οικοδέσποινα του σπιτιού και κόβανε την βασιλόπιτα να βρεθεί ο τυχερός και να φάνε το κομμάτι τους. Αμέσως μετά όλοι για ύπνο για να καλωσορίσουνε το πρωί επίσημα τον καινούριο χρόνο.
Το πρωί πριν ο ήλιος ανατείλει ήτανε έτοιμος ο οικοδεσπότης να πάρει τη στάμνα και ένα ρόδι στην τσέπη του και να αναχωρήσει για τη βρύση του χωριού να τη γεμίσει νερό.
Πηγαίνοντας και γυρίζοντας αν συναντούσε χωριανό του δεν του μιλούσε για να μην κάνει το ποδαρικό εις το δρόμο γιατί το θεωρούσανε πολύ κακό σημάδι για το νέο χρόνο.
Φθάνοντας στο σπίτι παίρνει με το δεξί χέρι το ρόδι από την τσέπη και με δύναμη το χτυπά μπροστά στην πόρτα όπου οι καρποί του σκορπούν γύρω της. Στην συνέχεια ανοίγει την πόρτα να μπει με το δεξί πόδι μέσα για να εκφράσει τα χρόνια πολλά στην οικογένειά του.
Μετά από λίγες ώρες έφθανε και ένα μικρό αγόρι που είχανε από πριν ζητήσει από το συγγενικό τους περιβάλλον να μπει να κάνει το επόμενο ποδαρικό για να μην προλάβει αργότερα να το κάνει άτομο που ήτανε ανεπιθύμητο προς την οικογένεια με πολλούς άσχημους χαρακτηρισμούς.
Το μεσημέρι η Μικρασιάτισσα μαγείρισσα μαγείρευε μπόλικο βραστό χοιρινό στο πήλινο τσικάλι και στο ζουμί του πάντοτε με τα χειροποίητα μακαρόνια με μπόλικο τριμμένο τυρί από τα μαρτυρικά τους. Δεν έλειπε από τον σοφρά (στρογγυλό τραπέζι) και η φλάσκα – κανάτα γεμάτη από το κρασί τους. Πάντα προέβλεπε περισσότερο φαγητό για περαστική παρέα για τα χρόνια πολλά ή ακόμα αν είχανε να γιορτάζει Βασίλης ή Βασιλεία.
Έτσι ήτανε όλη την ημέρα το σπίτι τους χαρούμενο να απολαμβάνουν τους κόπους τους με χαρές και Μικρασιάτικα τραγούδια και τα παιδιά με παιχνίδια στην αυλή τους αν δεν έβρεχε.
Εκτός από το προηγούμενο ποδαρικό με το ρόδι είχανε και άλλη παρόμοια συνήθεια, όταν παντρευότανε το ζευγάρι. Η μάνα του γαμβρού το περίμενε στην πόρτα του σπιτιού τους και έσπαγε πρώτα το ρόδι έξω από την πόρτα και έπειτα τους έδινε το μελοκάρυδο. Μετά μπαίνανε μέσα με πρώτο το δεξί τους πόδι.
Και στις δυο περιπτώσεις του ποδαρικού λέγανε ότι όσοι είναι οι σπόροι του ροδιού τόσα αγαθά να μπούνε στα σπίτια τους.
Όλες αυτές τις Άγιες ημέρες τις γιορτάζανε με πάθος με τα δικά τους έθιμα για να ξεχνούν τα όσα βιώσανε στο Μικρασιάτικο πόλεμο που φύγανε από τα σπίτια τους και αφήσανε πίσω τους όλα τα πλούσια αγαθά τους.
Τέλος, όλες αυτές τις συνήθειες και τα έθιμά τους τα συνεχίζανε επί πολλά χρόνια μαζί με τα παιδιά τους μέχρι να μεγαλώσουν να τα αποκαταστήσουν καλύτερα και για ένα ελπιδοφόρο μέλλον – να τα βλέπουν και να χαίρονται.
Σήμερα το χωριό Καπεδιανά πριν αρκετά χρόνια έχει ερημωθεί από την εγκατάλειψή του καθότι οι κληρονόμοι των 42 οικογενειών που υπήρχανε φύγανε τα παιδιά τους σε διάφορα επαγγέλματα και έχουν δημιουργηθεί μακριά από αυτό.
Υπ’ όψιν ότι το 1947 στο Δημοτικό σχολείο Ρουσσοσπιτίου από τα Καπεδιανά πηγαίνανε 22 παιδιά.
Οι λίγοι ηλικιωμένοι που κατοικούν σήμερα εις την πόλη και μακριά αυτής -το επισκέπτονται σταδιακά και φεύγουν άρρωστοι που βλέπουν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους να χάνονται. Επίσης μαζί τους να έχουν την ίδια τύχη οι κόποι τους – τα παραδοσιακά τους έθιμα και οι συνήθειές τους.