Στην Ελλάδα των μνημονίων, των τούρκικων σίριαλ, του «συνωστισμού της Σμύρνης» και τόσων άλλων, θυμόμαστε όμως; Μπορεί να γίνομαι γραφικός, αλλά φαίνεται πως η Ελλάδα όσο βαθιά και να τη θάψουν, τελικά είναι μάλλον ένας καλός και δυνατός σπόρος, που βρίσκει πάντα τον τρόπο να ανθίζει.
Στις 25 Μαρτίου γιορτάζουμε και το 1821. Ας δούμε ένα από τους σημαντικότερους αγωνιστές του, τον στρατηγό Μακρυγιάννη τι ακριβώς σκεφτόταν τότε… στον γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ στη μάχη των Μύλων λέει πως… «Η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε τρώνε από μας και μένει και μαγιά».
Πραγματικά απίστευτα λόγια από ένα αμόρφωτο αγωνιστή του 21, που όμως ήξερε πολύ καλά ιστορία, τι έκανε, τι πίστευε, γιατί και ποιον πολεμούσε. Λόγια ενός Έλληνα αγωνιστή, όπως και τόσων άλλων ανθρώπων που έβαλαν την αγάπη για την Πατρίδα και όσα αυτή πρεσβεύει, πάνω και από την ίδια τους τη ζωή. Λόγια που όσο κι αν δεν αρέσει σε κάποιους, συνεχίζουν πάντα να φωτίζουν και να οδηγούν τον Ελληνισμό στο διαχρονικό ταξίδι του στο χώρο και το χρόνο. Πολλές φορές Ο Έλληνας κλήθηκε να γράψει σελίδες δόξας, αλλά κυρίως να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο του εχθρό, τους εφιάλτες του. Το πιθανότερο είναι πως άντεξε γιατί οι ρίζες του δέντρου της ιστορίας του είναι πολύ βαθιές και ποτισμένες με αίμα. Ρίζες που καθένας μας μπορεί να δει σήμερα, πως πριονίζονται με μεγαλύτερη ένταση και μανία από ποτέ, από εξωτερικούς, αλλά και από εσωτερικούς εχθρούς. Γεωπολιτικά συμφέροντα της περιοχής δίνουν κίνητρα σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς της χώρας μας, που προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεράνουν το δέντρο που από τα βάθη της ιστορίας έδινε τους πιο γλυκούς καρπούς, από τις τρεις αναμφισβήτητα ελληνίδες θεές, την Δημοκρατία, την Ελευθερία και την Τιμή, …. για να βλέπει, να μαθαίνει, να αντιγράφει και να συνεχίζει το ταξίδι της προς το μέλλον, και η υπόλοιπη ανθρωπότητα.
«Είχα δυο αγάλματα», λέει ο Μακρυγιάννης, «περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τά ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν […]. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε» (Β’ 303). Καταλαβαίνετε. Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, ούτε ο λογιότατος, ούτε ο αρχαιολόγος· μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές από τα τουρκικά βόλια και σπαθιά. «Γι’ αυτά πολεμήσαμε». Σε πια πολεμική ακαδημία; Σε ποιο πανεπιστήμιο μπορεί κανείς να διδάξει κάτι τέτοιο και να το καταλάβουν οι ακροατές; Κανένα πανεπιστήμιο και καμιά σχολή δεν αξίζουν όσο η συγκεκριμένη ατάκα αυτού του αγωνιστή.
Ο τελευταίος ήχος της φωνής του -ο τελευταίος που ξέρουμε και που θα διαβάσετε τώρα- έρχεται από μακριά, πολύ μακριά. Σε πιάνει ανατριχίλα! Είναι απίστευτα προφητικά και διαχρονικά τα λόγια του! Έχει κανείς την εντύπωση, πως μια ολόκληρη φυλή πάει να ξεψυχήσει:
«Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερο στα χέρια τους» γράφει κατά το 1851 «όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, τό ‘χουν σε δόξα, τό ‘χουν σε τιμή, το ‘χουν σε ικανότη το να τους ειπείς ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά στην πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας» (Β’ 463). Θυμίζουν μήπως κάτι όλα αυτά σε σχέση με το σήμερα; Οποιαδήποτε ομοιότητα με το σήμερα είναι εντελώς συμπτωματική!
Και κάπου αλλού: «Φανήκετε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε στην πατρίδα, αρχή και τέλος. Σας θεωρούσαν οι μέσα και οι έξω πως κάτι ήσασταν. Κι είστε ό,τι είστε. Ήσασταν ό,τι θεωρούσαν οι Ευρωπαίοι το Σουλτάνο και δεν τολμούσαν να του αφαιρέσουν τον τίτλο του «Γκρανσινιόρη». Όσο έβλεπαν το τζαμί στη Βιένα σκιάζονταν κι έτρεμαν να μην πάγει και παραμέσα και φκιάσει κι άλλα τζαμιά. Κι από αυτό το φόβο κάποτε του πλέρωναν και φόρο. Κι όταν βγήκαν μια χούφτα άνθρωποι και τους απόδειξαν ότι δεν έχει πλέον ο Γκρανσινιόρης μαστόρους να χτίσει τζαμιά· ότι θα πέσουν κι αυτά που έχει, από τότε τον λένε «ο Τούρκος». Και γι’ αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τα φώτα τους να μας προκόψουν. Όμως και χωρίς κανένας από αυτούς να μας πειράξει μ’ έργα, ας είστε καλά εσείς, που δεν αφήσατε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους που είμαστε» (Β’ 462).
Στο ξέσπασμα της επανάστασης, στην Άρτα, ο Μακρυγιάννης ακούει έναν μπέη να μιλά στους φίλους του αυτά τα λόγια, που σημειώνει: «Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε! Θα χαθούμε! […] Ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το Μόσκοβο, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντσέζο.
Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. Και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε το ντουφέκι. Κι ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται· τον γελάνε εκείνοι που τον τριγυρίζουν…».
Ο ραγιάς σήμερα είναι ο ίδιος; Έχει γυαλίσει το μάτι του με τις αδικίες που γίνονται σε βάρος του; Ο Εγγλέζος και ο Φραντζέζος είναι το ίδιο; Ο Σουλτάνος είναι ο ίδιος; Η αδικία από πλούτη και τιμή που έχουμε υποστεί οι έλληνες, από συμμάχους και εχθρούς σήμερα, είναι η ίδια; Έχω την εντύπωση, από τη μια πως ο σημερινός πόλεμος, που κάνουμε σαν χώρα, είναι κυρίως με τον εαυτό μας, από την άλλη πάλι νομίζω πως αν σήμερα βάλουμε στη θέση του Σουλτάνου το Γερμανό, θα έχουμε ένα μάλλον.. καλό αποτέλεσμα. Ένα μικρό, αλλά μεγάλο κομμάτι του ελληνισμού, η Κύπρος, έδειξε το δρόμο… οι εξελίξεις θα μας δείξουν τα υπόλοιπα… Τώρα για το πότε θα μαυρίσει το μάτι του ραγιά σήμερα, για να το πάρει απόφαση και να τολμήσει να σηκώσει «το ντουφέκι», όπως το έκανε ο Πορτογάλος και ο Ισπανός πρόσφατα, στις τεράστιες διαδηλώσεις κατά της φτώχειας και της ακρίβειας, κατά των μνημονίων και του ΔΝΤ, κανένας μας δεν ξέρει!
* Ο Βαγγέλης Παπαδάκις είναι καθηγητής Φυσικής Αγωγής