Οι αλλαγές στο σκηνικό του καιρού είναι πια σχεδόν καθημερινές. Οι ημέρες έχουν λιγοστέψει το φως τους σημαντικά και από την περασμένη Τετάρτη, η φθινοπωρινή ισημερία είναι γεγονός. Η γράφουσα είναι από εκείνα τα άτομα που μπορούν να απολαμβάνουν όλες τις εποχές του χρόνου, αφού έχει μάθει να ανακαλύπτει σε κάθε μια από αυτές, αρκετούς λόγους για να χαίρεται που υπάρχουν αυτές οι εναλλαγές, στη διαδρομή της ζωής της. Ούτως ή άλλως τίποτα δε μένει σταθερό για πολύ. Όλα αλλάζουν, όλα μεταβάλλονται. Για τίποτα κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος, ούτε ακόμη και για τον ίδιο του τον εαυτό με τις τόσες μεταπτώσεις στις διαθέσεις, τις επιθυμίες ή τις ανάγκες του.
Στους περισσότερους από εμάς το φθινόπωρο φέρνει μια γλυκιά μελαγχολία. Σε άλλους φέρνει ακόμα και κατάθλιψη. Γιατί είναι λογικό όταν μέσα σου δεν είσαι καλά, να παρασύρεσαι εύκολα από τις διαθέσεις και τη μουντή διάθεση των φθινοπωρινών ημερών ή απόβραδων.
Κάποτε ομολογώ είχα την ίδια καταθλιπτική διάθεση. Ιδιαίτερα όταν παρατηρούσα την όμορφη παραλία μας να ερημώνει και τα άλλοτε γεμάτα κόσμο καταστήματα να αδειάζουν. Όμως τώρα είναι τελείως διαφορετικά. Τώρα έχω μάθει να εστιάζω στην ομορφιά και όχι στο καταθλιπτικό κομμάτι της πόλης μας. Και είναι απίστευτα όμορφα τα συννεφιασμένα δειλινά του Ρεθύμνου. Οι πινελιές του Δημιουργού είναι διαφορετικής διάθεσης, πάντα όμως με την μαγεία του καινούργιου, του διαφορετικού… Χρώματα και αρώματα της φύσης, δροσιές και ανάσες οξυγόνου, κυριαρχούν στους φθινοπωρινούς αυτούς μήνες.
Οι φοίνικες φρεσκοπλυμένοι και δροσεροί αναδύουν τη μαγεία αυτή που με καθηλώνει κάθε φορά που αφήνω τη ματιά μου να ξεκουράζεται επάνω τους και να χάνομαι μέσα στα εξωτικά τους φυλλώματα.
Τα άλλοτε γκρίζα και άλλοτε φωσφοριζέ σύννεφα νωρίς το απόγευμα διατηρούν αυτή τη μοναδική λάμψη που μόνο στον τόπο μας νομίζω ότι υπάρχει τόσο έντονη. Έτσι και χθες παρατηρώντας τα από το μπαλκόνι μου και αισθανόμενη αυτή τη φθινοπωρινή ανάταση που μου πρόσφερε η αγαπημένη φύση με εκείνο το άρωμα του φρεσκοβρεμένου χώματος, η ματιά έπεσε επάνω σε ένα μακρινό σμήνος από πουλιά, χελιδόνια πρέπει να ήταν. Μου έκανε εντύπωση η προσπάθειά τους να ανασυνταχθούν και να σχηματίσουν εκείνο το V που σχηματίζουν όταν πια αναχωρούν για μέρη πιο θερμά και προσφιλή στις ανάγκες της φύσης τους. Όλο γύριζαν και ξαναγύριζαν, κάποια ξέφευγαν τελείως… Ήταν σαν να μην ήθελαν να εγκαταλείψουν την όμορφη πατρίδα που τα φιλοξένησε όλους εκείνους τους θερινούς μήνες. Μάταια προσπαθούσε εκείνο το πρώτο, ο αρχηγός τους να τα οργανώσει… Πραγματικά δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ανταρσία σκέφτηκα χαριτολογώντας με τον εαυτό μου. Κι ενώ πίστευα ότι τίποτε πια φθινοπωρινό, δε θα άφηνα να με μελαγχολήσει, η εικόνα αυτή του αθέλητου φευγιού του σμήνους αυτού μου έφερε μια γλυκιά θλίψη. Ήταν άλλο ένα αντίο από εκείνα τα αντίο που υποχρεωνόμαστε να πούμε τόσες και τόσες φορές στη διάρκεια της ζωής μας… Άλλα αντίο κρατούν για λίγο και άλλα είναι για πάντα. Είναι φυσικό να φέρνουν θλίψη. Είναι ένας κύκλος που κάποτε κλείνει και ναι, μπορεί να ανοίγει ένας άλλος, αλλά ένα κομμάτι μέσα μας θρηνεί για εκείνο το κάτι μικρό ή μεγάλο που έχασε.
Το απόβραδο έπεσε για τα καλά και το σμήνος χάθηκε παλεύοντας και στριφογυρίζοντας ανάμεσα από τα μολυβί σύννεφα. Πορευτείτε ελεύθερα προς το ΦΩΣ τους ευχήθηκα. Εκείνο που σας κρατάει υγιή και χαρούμενα. Και εμείς εδώ πάντα θα σας περιμένουμε. Ούτως ή άλλως κι εσείς πάντα επιστρέφετε. Τουλάχιστον τα περισσότερα από εσάς. Γιατί υπάρχουν και τα άλλα… Όσα από εσάς δεν τα καταφέρουν. Στην πάλη με τις καταιγίδες και τους δυνατούς ανέμους επάνω από τα πελάγη και τις ερήμους… Είναι κι εκείνα τα αρπακτικά που καραδοκούν. Η κόπωση και η πείνα. Όμως εσείς θα έρθετε και πάλι. Μου το υποσχεθήκατε… Και το χαρούμενο τιτίβισμα σύντομα θ’ ακουστεί στους ουρανούς και τις ταράτσες μας. Σφάλισα την μπαλκονόπορτα βιαστικά. Μια ξαφνική ψύχρα είχε απλωθεί μέσα και έξω μου…
Και έπειτα ήρθε η εκλογίκευση. Ίσως να φταίει η εσωτερική ταύτιση του ατίθασου εκείνου σμήνους με όλα εκείνα τα παιδιά μας που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν χωρίς να το θέλουν σε χώρες μακρινές. Ίσως…