Άνεμοι βόρειοι θα σαρώνουν τα πελάγη και η θερμοκρασία σε πτώση, με τα κύματα της θάλασσας να σε γεμίζουν συνειρμούς.
Χειμώνας. Ακόμα και στην Κρήτη, σ’ αυτό τον παράδεισο, φαντάσου χειμωνιάζει. Οι σταγόνες της βροχής θα θαμπώσουν τα τζάμια. Στα καφενεία τα γεροντάκια θα πίνουν ζεστά βραστάρια και κονιακάκι για να ζεσταθούν, αναπολώντας ιστορίες άλλων εποχών.
Για τους Έλληνες, αυτός ο χειμώνας θα σημαίνει πολλά, θα κρυώνουν όχι μόνο τα κορμιά αλλά και οι ψυχές των ανθρώπων. Αυτός θα είναι ένας χειμώνας βαρύς και δύσκολος, σ’ αυτό συμφωνούμε όλοι.
Το τζάμι κλειστό, ο σπουργίτης απ’ έξω. Μου θύμισε το παλιό σχολικό αναγνωστικό που έλεγε: «…σε μια ρόγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτες, και τρωγόπιναν οι φίλοι, τσίρι τίρι τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό»!
Τα σπουργίτια πάντα μου θύμιζαν χειμώνα, τα παρατηρούσα από τα παιδικά μου χρόνια, έξω απ’ το τζάμι να ψάχνουν για κανένα ψίχουλο.
– Μα πως δεν κρυώνουνε, σκεφτόμουν. Τώρα ξέρω καλά πως δεν είναι μόνο τα σπουργίτια, αλλά και οι άνθρωποι που κρυώνουν το χειμώνα, ιδιαίτερα αυτό το χειμώνα. Αυτοί που κρυώνουν χωρίς θέρμανση και χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Μέσα απ’ τα παγωμένα σπίτια τους κάτι λαμπυρίζει και φουντώνει σαν φλόγα. Τι να ναι άραγε αυτό, Θωμά;
– Μην το κουράζεις το πράγμα, είπε ο Θωμάς, πολύ στο μελαγχολικό το ρίχνεις, ο κόσμος έχει κουραστεί.
– Οκέι, απάντησα εγώ, να το ελαφρύνω αμέσως. (Σκοτιστήκαμε τώρα για την ελληνική γλώσσα, ας ρίξουμε και κανένα οκέι αμερικάνικο, εδώ καράβια χάνονται…).
– Οκέι φίλε μου, έχεις δίκιο. Κανένας δεν θ’ αγαπήσει ένα μάντη κακών. Είναι κι αυτές οι ανεκδιήγητες προβλέψεις για …χειμώνα βαρύ και τα παρόμοια. Τι θα ‘λεγες Θωμά, να διοργανώσουμε κι εμείς μια …πολιτιστική εκδήλωση;
Ο Θωμάς με κοίταξε με βλέμμα χαζό:
– Τι εκδήλωση; Με τραγουδάκια από παιδική χορωδία;
– Παιδάκια, τραγουδάκια ποιηματάκια. Ίσως και κάτι πιο σοβαρό, πιο «ταρατατζούμ» ας πούμε, που λέει κι ο Σαββόπουλος.
– Όπως;
– Όπως ας πούμε για τη δόξα, για το «κλέος»!
– Άλλο κλέος, άλλο χρέος. Κάγχασε ο Θωμάς πανηγυρίζοντας για την ομοιοκαταληξία του.
– Υπάρχουν κάτι «πιασάρικοι» τίτλοι ρε παιδί μου, που αρέσουν, πώς να το κάνομε!
– Και την πείνα; Την απελπισία; Έτσι ξεπερνιούνται αυτά; Δεν το ‘ξερα!
– Έλα τώρα καημένε, όποιος πεινά ας πάει στα συσσίτια. Δεν υπάρχει πρόβλημα.
– Άκουσα πάντως ότι ο φετινός χειμώνας θα ‘ναι μακρύς και βαρύς.
– Και που το ξέρεις εσύ, κύριε, πως ο χειμώνας θα είναι βαρύς; Μάγος είσαι ή καζαμίας; Όλες αυτές οι βαρύγδουπες «προβλέψεις» με κάνουν να βγαίνω απ’ τα ρούχα μου!
– Βαρύς για τους Έλληνες μωρέ, ξέρω τι λέω. Ένας ακόμη βαρύς μνημονιακός χειμώνας.
– Ξέρεις, είδα σήμερα την Μαριγώ, την παλιά σου άρρωστη. Σου στέλνει κουλουράκια με κανέλα, που έφτιαξε με τα χεράκια της. «Πες στο γιατρό μου πως τα στέλνει η Μαριγώ, που τη γιάτρευε κάποτε, ξέρει εκείνος».
– Βρε τη Μαριγώ! Τι μου θύμισες τώρα! Παλιές εποχές με το ΙΚΑ και το ΤΕΒΕ! Τότε που το χέρι μου πονούσε απ’ τις πολλές συνταγές που έγραφα κάθε μέρα. Το είχα δέσει με επίδεσμο ελαστικό, και όλοι νόμιζαν πως το είχα σπάσει!
Χειμώνας. Μια εποχή για περισυλλογή και σκέψη. Πολλή σκέψη, φίλοι και συμπατριώτες μου!