Με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου «Βίος και Λόγος Γιάννη Γ. Κουμεντάκη», που θα πραγματοποιηθεί αύριο Τετάρτη, 1 Νοεμβρίου στο Ωδείο Ρεθύμνης, ο συνθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Γιώργος Γ. Κουμεντάκη, βρίσκεται στην γενέθλιά του πόλη μας.
Αδράξαμε την ευκαιρία αυτή για να συναντήσουμε τον καταξιωμένο συμπολίτη μας και να μας μιλήσει για το ξεκίνημα και τα βιώματά του στην πόλη του κοινού μας έρωτα, το Ρέθυμνο και για την οικογένειά του.
- Γιώργο, ο θάνατος του Ιωάννη Γ. Κουμεντάκη στις 13 Απριλίου 2015 έδωσε το έναυσμα σε ένα ασυνήθιστα μεγάλο πλήθος κόσμου να εκφράσει τον αμέριστο θαυμασμό και την εκτίμησή του στο πρόσωπο και το έργο του. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί εκπροσωπούν όλες τις κατηγορίες της κοινωνίας του Ρεθύμνου. Χωρικοί, αγρότες, αστοί, απλοί άνθρωποι του λαού, εγγράμματοι ή ολιγογράμματοι, μαθητές (προπάντων μαθητές!), γονείς μαθητών, συνάδελφοί του στα σχολεία που υπηρέτησαν κλπ. Εσύ, που τον έζησες από πρώτο χέρι, πώς εξηγείς αυτή την τεράστια απήχηση του έργου του;
Τον πατέρα μου τον έζησα εκτός από το σπίτι και με την ιδιότητα του δασκάλου στο σχολείο ως καθηγητή. Την αξία που δεν καταλαβαίνει ένα παιδί της ηλικίας του, την αντιλήφθηκα μετά από χρόνια όταν ερχόμενος το καλοκαίρι με σταματούσαν οι μαθητές του στο δρόμο νιώθοντας την ανάγκη να μου μεταφέρουν το θαυμασμό τους για τις εκπαιδευτικές ικανότητες του πατέρα μου, κάτι που συμβαίνει μέχρι σήμερα. Η απόλυτη έκφραση αυτού του φαινομένου της επιδοκιμασίας και θαυμασμού έγινε την ημέρα της κηδείας του.
- Μεγάλωσες σε μια οικογένεια με έντονες τις κρητικές της καταβολές από τη μεριά του πατέρα σου και εξίσου έντονες τις μικρασιατικές της από τη μεριά της μητέρας σου και ιδιαίτερα της γιαγιάς σου Κατίνας, που έμενε στο σπίτι σας. Πώς λειτούργησαν οι δύο αυτές ανόμοιες ρίζες στο οικογενειακό σου περιβάλλον; Τι επιδράσεις άφησαν πάνω σου και στην τέχνη σου;
Η επιρροή της γιαγιάς μου Κατίνας Χατζάκη ήταν η πιο καθοριστική για τη διαμόρφωση της δικής μου προσωπικότητας. Τα στοιχεία της κρητικής παράδοσης ήλθαν πολύ αργότερα στη ζωή μου. Η κοινότητα που έφτιαξαν οι Μικρασιάτες στην πόλη μας, ανάμεσά τους και η γιαγιά μου η Κατίνα, αποτύπωσε μέσα μου εξαρχής όλα τα χαρακτηριστικά της κουλτούρας τους. Πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορέσω να αφομοιώσω τα στοιχεία και της κρητικής μου υπόστασης. Αυτή τη στιγμή είμαι πια ήσυχος στη συνείδησή μου, γιατί τα δύο αυτά στοιχεία οσμώθηκαν μέσα μου σε μια ενιαία οντότητα, χωρίς να με διχάζουν.
- Πόσο σοβαρά έπαιρνε ο Γιάννης Γ. Κουμεντάκης τη σχέση του με την Εκκλησία. Τι σήμαινε γι’ αυτόν η Εκκλησία;
Ο πατέρας μου πέρασε διάφορες φάσεις στη μεγάλη αυτή υπόθεση της σχέσης του με την Εκκλησία. Αυτό που μου άρεσε πολύ στο χαρακτήρα του πατέρα μου ήταν ότι δεν ήταν άτεγκτος και δογματικός τηρητής του νόμου. Ο πυρήνας του χαρακτήρα του δημιουργήθηκε στον Άη Γιάννη, ένα παραδοσιακό κρητικό χωριό, και, παρ’ όλα αυτά, οι απόψεις του ήταν πολύ σύγχρονες για μια κοινωνία όπως η δική του. Παρ’ όλο δηλαδή που μεγάλωσε σε χωριό, η συνείδησή του ήταν αστική. Γι’ αυτό κι όταν μετακόμισε στην πόλη μετά το γάμο του, δεν έφερε το χωριό στην πόλη. Ήταν καθοριστικό αυτό και επηρέασε και τη δική μου διαμόρφωση. Η μνήμη μου απ’ αυτήν την πόλη είναι ότι την περίοδο εκείνη η κοινότητά μας παρήγαγε πολιτιστικό έργο. Όταν το χωριό μεταφέρθηκε στην πόλη, εγώ έχασα πια την επαφή.
- Ο ΓΓΚ θήτευσε στο ψαλτήρι του Αγίου Παντελεήμονα στον Άη-Γιάννη δίπλα στον συνονόματό σου πατέρα του και τον παπά Μανώλη Χαλκιαδάκη. Πόσο σε άγγιξε η πλευρά εκείνη των προγόνων σου;
Οι πιο έντονες μνήμες της βυζαντινής μουσικής έρχονται από την Κυρία των Αγγέλων, την ενοριακή μας εκκλησία, και από τον Άη Γιάννη, από τη φωνή του παππού μου. Ενώ δεν ήταν καλλίφωνος, ήξερε σε βάθος τη βυζαντινή γλώσσα. Ενώ δεν ήταν εγγράμματος, είχε βαθιά καλλιέργεια. Φαντάζομαι ότι ήταν κοινά στοιχεία με την αντίστοιχη εκπαίδευση του πατέρα μου, γιατί τον θυμάμαι να ψάλλει ακολουθώντας την παράδοση του δικού του πατέρα.
- Διαιρούν συνήθως τους ανθρώπους σε συντηρητικούς και προοδευτικούς. Σε ποια από τις δύο κατηγορίες θα τοποθετούσες τον Γιάννη Γ. Κουμεντάκη.
Είναι δύο έννοιες που προσωπικά με αφήνουν εντελώς αδιάφορο. Πολλές φορές ανακαλύπτω συντηρητισμό σε προοδευτικές τάσεις και το αντίθετο. Άρα η ουσία μάλλον μετατοπίζεται σε άλλες έννοιες πολύ πιο ουσιαστικές και ζωτικές για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Αν θέλομε να αναφερθούμε στο τι σημαίνει, τι είναι αυτό για μένα, θα έλεγα ότι είναι η εκάστοτε γνήσια, τίμια και αυθεντική έκφραση της σκέψης και των απόψεών μας χωρίς δογματικές κατηγορηματοποιήσεις. Δεν με ενδιαφέρουν οι σχέσεις και οι ιδέες που μεταλλάσσονται αντίστοιχα με το περιβάλλον για να φαίνονται προοδευτικές.
- Δεσπόζουσα μορφή στην οικογένεια της Κατίνας Χατζάκη το γένος Κουκουβάγια και του αδελφού της Αντώνη Κουκουβάγια, υπήρξε ο παπά-Γρηγόρης Βοριαδάκης από τα Σώκια της Μικράς Ασίας. Ήταν αυτός που, μετά τον θάνατο του παππού σου Νίκου Χατζάκη, σήκωσε όλο το βάρος της οικογένειας της Κατίνας και του αδελφού της Αντώνη. Ο παπα-Γρηγόρης πέθανε το 1947. Ο ερχομός και το πέρασμα αυτού του ιερέα από την εκκλησία του Ρεθύμνου άφησε βαθύ αποτύπωμα. Πόσο αισθητή ήταν η παρουσία του παπα-Γρηγόρη στο σπίτι σας τα παιδικά και νεανικά σου χρόνια;
Ο παπα-Γρηγόρης για εμάς ήταν ένα μυθικό πρόσωπο. Ιδιαίτερα στο στόμα της γιαγιάς Κατίνας, της μητέρας της και του θείου μου του Αντώνη και όλης της γειτονιάς. Ο μύθος αυτού του προσώπου δεν έσβησε ποτέ και από τον πατέρα μου. Το πρόσωπο που έδενε την οικογένειά μας ήταν ο παπα-Γρηγόρης. Όλοι τους αναφέρονταν σ’ αυτόν με δέος.
Η φωνή στον άνθρωπο δεν είναι ασήμαντο πράγμα. Φανερώνει όλο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Εκείνος ήταν μια φωνή μπάσου, που στο Ρέθυμνο είχε πάρει μυθικές διαστάσεις. Ο Νίκος Μαμαγκάκης μου είχε πει χαρακτηριστικά: «Εσύ δεν ξέρεις τι φωνή είχε αυτός ο άνθρωπος. Όταν τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ έβγαζε το Σταυρωμένο από το ιερό και άρχιζε το Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, τα τζάμια του Ναού έτριζαν, ένα δυνατό ρίγος διαπερνούσε τους πιστούς. Το μυστήριο πραγματωνόταν εκείνη τη στιγμή σε πραγματικό χρόνο». Όλα αυτά που προέρχονταν από το άμεσο περιβάλλον μου, χαράχθηκαν από τότε στη σφραγίδα της μουσικής μου ταυτότητας και συνδέθηκαν αργότερα με τη δουλειά μου στην Όπερα.
- Ο αδελφός της γιαγιάς σου Αντώνης Κουκουβάγιας ήταν εργάτης σαπωνοποιίας στο Ρέθυμνο και συγχρόνως ενεργό και μαχητικό μέλος του ΚΚΕ της πόλης μας. Πώς και πόσο επηρεάστηκε η σχέση του θεολόγου Γιάννη Γ. Κουμεντάκη με τον στρατευμένο και καταδιωκόμενο από το καθεστώς αριστερό στενό συγγενή του, Αντώνη Κουκουβάγια; Πώς έβλεπε η γιαγιά, ένθερμη χριστιανή αυτή, την αριστεροσύνη και τη μαχόμενη επαναστατική ορμή του αδελφού της Αντώνη;
Ο θείος μου ο Αντώνης Κουκουβάγιας πίστευε με την ίδια θέρμη σε δύο εκ πρώτης όψεως αντιτιθέμενες τάσεις. Η μία ήταν ο κομμουνισμός και η άλλη η ορθοδοξία. Έτρεφε απέραντο σεβασμό στον θείο του τον παπά Γρηγόρη. Πιστεύω ότι ο κομμουνισμός του θείου Αντώνη βρίσκει σημείο έκφρασης στην πίστη του στο πρόσωπο του Χριστού. Τον πλήγωνε η κοινωνική αδικία και η αναλγησία των πλουσίων.
- Σε συνέντευξή σου («Ματίνα Καλτάκη: O Γιώργος Κουμεντάκης μας εξηγεί πώς μεταμόρφωσε σε όπερα τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, 12.11.2014) είχες πει: «Η παραδοσιακή μουσική αφορά ένα κομμάτι της ζωής μου πολύ ζωντανό, επειδή έχω μεγαλώσει στην Κρήτη. Κουβαλούσα την κρητική μουσική, το βυζαντινό μέλος, τα λαϊκά ακούσματα μιας γειτονιάς στο Ρέθυμνο, αλλά ήταν μια παρακαταθήκη που είχα καταπιέσει, ακολουθώντας τη γραμμή του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, με τις συγκεκριμένες εγκεφαλικές επιταγές του. Έπρεπε να ωριμάσουν διάφορα μέσα μου ώστε να μπορέσω να ελευθερώσω το μεσογειακό ταπεραμέντο και να ανταποκριθώ στην πρόκληση της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής χωρίς συμπλέγματα και δισταγμούς». Όμως για τον Γιάννη Γ. Κουμεντάκη η παράδοση ως τρόπος ζωής ενσωματώνει και εμπεριέχει ένα ολοκληρωμένο σύνολο βιωμάτων, εμπειριών και συμπεριφορών. Η μουσική και τα ακούσματά της είναι μονάχα ένα κομμάτι, αναπόσπαστο όμως, αυτής της αδιαίρετης συλλογικής παράδοσης. Πώς τη βίωσες αυτή την ολοκληρωμένη αυτή παράδοση στο σπίτι σας, στην Κάνεβο του Άη Γιάννη και στην Πάνου Κορωναίου του Ρεθύμνου;
Η επιλογή της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη και η μεταφορά της στην όπερα δεν ήταν τυχαία. Για αρκετά χρόνια έψαχνα να βρω ένα κείμενο, μέσω του οποίου θα μπορούσα να μετουσιώσω τις μουσικές μου ιδέες στην οπερατική τους διάσταση, ως γλώσσα, ως ήθος, ως περιεχόμενο, ως ταυτότητα. Αυτό που με προκαλεί στον Παπαδιαμάντη είναι η πολυσύνθετη δομή της σκέψης του και ο τρόπος με τον οποίο μετουσιώνει την ελληνική μας παράδοση στον γραπτό του λόγο. Αυτός ο λόγος μετακόμισε στη δική μου παρτιτούρα χωρίς να αλλοιώνεται η υπόστασή του, αλλά να δημιουργώντας μια μουσική γραφή σημαδεμένη με τα στοιχεία της σημερινής μας ταυτότητας. Αυτό που συνειδητοποίησα, όλα αυτά τα χρόνια που ασχολούμαι με την παραδοσιακή ελληνική μουσική, είναι ότι, αν την μεταφέρεις ατόφια στη δυτική της γραφή, το τελικό αποτέλεσμα μεταμορφώνεται σε ένα ανούσιο, άτεχνο φολκλόρ. Ο πιο ασφαλής τρόπος, βάσει της δικής μου αισθητικής, ήταν να περάσει στην παρτιτούρα ως μια γλώσσα ανάμνησης που έρχεται ατόφια από το παρελθόν του λαού μας, κρατώντας όλα τα παραδοσιακά στοιχεία, χωρίς όμως να συνιστά μια μιμητική πράξη, αλλά να μεταμορφώνεται σε μια νέα δημιουργία που να αφορά και να απευθύνεται στον άνθρωπο του σήμερα. Όλα αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά αναβλύζουν με τη διαδικασία της ανάμνησης από τα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας στο Ρέθυμνο, αφού όμως, προηγουμένως, χρειάστηκε να γραφούν τουλάχιστο 20 έργα ως άσκηση, ώστε να μπορέσουν να μετουσιωθούν στη φόρμα της δραματικής γλώσσας που απαιτεί η όπερα. Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι η άσκηση αυτή ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία και έφτασε μέχρι την ωριμότητα. Τα πρώτα ερεθίσματα παπαδιαμαντικής υφής τα πήρα από τον πατέρα μου, οι κοινωνικοί προβληματισμοί του οποίου, όπως και η συμπόνια του για τα βάσανα και τα πάθη των ανθρώπων του λαού, βρισκόταν πολύ κοντά τους αντίστοιχους του Παπαδιαμάντη.
Το βιβλίο «Βίος και Λόγος Γιάννη Γ. Κουμεντάκη», σε επιμέλεια Μιχάλη Ν. Τζεκάκη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Γραφοτεχνική», με την υποστήριξη της Ι.Μ. Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου.