Τον Οκτώβριο του 1940, οι Έλληνες ανέβηκαν στα βουνά της Ηπείρου, για να πολεμήσουν. Για να πολεμήσουν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας μας. Τον αγώνα τους εναντίον του Ιταλικού φασισμού ενέπνεαν η αγάπη για τα πατρικά χώματα και ο σεβασμός στις αξίες και τα ιδανικά που τους κληροδότησαν οι προηγούμενες γενιές.
Με αφορμή, λοιπόν, την φετινή επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και την κληρονομιά που έχουν αφήσει στους μεταγενέστερούς τους οι γνωστοί και οι άγνωστοι, οι φανεροί και αφανείς ήρωες του ελληνοϊταλικού πολέμου και η οποία πρέπει να μας οδηγεί καθημερινά ως πυξίδα και φανοστάτης στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή μας, στο παρόν αρθρίδιο θα αναδημοσιεύσουμε δύο αποσπάσματα από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Επιλέχθηκαν αποσπάσματα που μαρτυρούν ολοφάνερα πως από τα αρχαία χρόνια, σε ό,τι αφορά τον ελληνισμό, η ακεραιότητα του ήθους οδηγεί τους ανθρώπους να θυσιάζουν ακόμη και τη ζωή τους την ίδια για την ελευθερία και το κοινό καλό.
Έτσι, ο Γοργίας ο Λεοντίνος, ο διάσημος ρήτορας του 5ου αι. π.Χ., στον «Επιτάφιό» του γράφει τι διέκρινε, όσο ζούσαν στον καιρό της ειρήνης, κάποιους Αθηναίους που έπεσαν στα πεδία των μαχών του Πελοποννησιακού πολέμου και μεταφράζει ο Ν. Σκουτερόπουλος: «[…] από τα πρέποντα καλλιέργησαν προπαντός δύο πράγματα: την κρίση και τη δύναμη, τη μια με το να βουλεύονται, την άλλη με το να πράττουν[…] Με τη δικαιοσύνη τους γεμάτοι δέος απέναντι στους θεούς, με τη φροντίδα τους γεμάτοι σεβασμό στους γονείς, με την τήρηση της ισότητας γεμάτοι δικαιοσύνη απέναντι στους συμπολίτες τους, με την πίστη τους γεμάτοι αφοσίωση στους φίλους. Για τούτο ο θάνατός τους δεν έσβησε και τον πόθο γι’ αυτούς, αλλά αθάνατος μέσα σε θνητά σώματα ζει ο πόθος γι’ αυτούς που δεν ζουν…».
Λίγα χρόνια αργότερα, στον 4ο αιώνα πλέον π.Χ., ο γνωστός σε όλους μας Ισοκράτης σημειώνει στον «Πανηγυρικό» του και μεταφράζει η Στέλλα Μπαζάκου – Μαραγκουδάκη για τις προηγούμενες του αθηναϊκές γενιές και τι είχε ωθήσει να μεγαλουργήσουν σε ειρηνικές μα και σε εμπόλεμες περιόδους: «[…] δεν έδειχναν αδιαφορία για τα δημόσια πράγματα, δεν τα εκμεταλλεύονταν σαν να ήταν προσωπικό τους βιος αδιαφορώντας σύγκαιρα γι’ αυτά, σαν να ήταν ξένα. Αντίθετα τα νοιάζονταν με την καρδιά τους, σαν να ήταν δικό τους χτήμα, μα απομάκρυναν κάθε προσωπικό συμφέρον από αυτά, όπως είναι σωστό να γίνεται πάντα για πράγματα που δεν μας ανήκουν. Ούτε και μετρούσαν την ευτυχία με βάση τη χρηματική περιουσία του καθενός· πλούτη σπουδαία και άξια πίστευαν πως έχει αυτός μονάχα που κάνει όσα είναι για να του εξασφαλίσουν το πιο έντιμο όνομα και για να αφήσει στα παιδιά του κληρονομιά την πιο μεγάλη δόξα […]».
Για να μη σας κουράζω, όμως, περισσότερο, κλείνοντας το σημερινό σημείωμα, σας παρακαλώ να θυμάστε αυτό εδώ, όταν θα μας λένε κάποιοι σύγχρονοί μας κρατούντες ή πολιτικοί εν γένει ότι θέλουν να τιμήσουν τους ένδοξους προγόνους μας και τους ήρωες του 1940: Εξετάστε όχι τι και πώς το λένε, αλλά τη ζωή τους και σκεφτείτε καλά πριν τους πιστέψετε και τους εμπιστευτείτε όχι ποιοι ισχυρίζονται ότι είναι, αλλά ποιοι πραγματικά είναι και πώς μας φέρονται.