Ήταν 28 Μαρτίου του 1969 όταν ο νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) αποφασίζει να λύσει τη σιωπή του και να μιλήσει ανοιχτά κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Σε μια κασέτα μαγνητοφωνεί μια δήλωσή του, η οποία φτάνει στο Λονδίνο λαθραία και επισημαίνει τους κινδύνους από το στρατιωτικό καθεστώς και την επερχόμενη τραγωδία που μαθηματικά οδηγούσε την Ελλάδα. Η δήλωσή του την ίδια κιόλας μέρα μεταδίδεται από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC και αναμεταδίδεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την «Ντόιτσε Βέλε».
Το στρατιωτικό καθεστώς, λόγω της παγκόσμιας απήχησης που είχε ο Σεφέρης με το νόμπελ, μη μπορώντας να τον φυλακίσει, περιορίζεται στο να του αφαιρέσει τον τίτλο του πρέσβεως επί τιμή και το δικαίωμα χρήσης του διπλωματικού διαβατηρίου του. Δικαιολογεί αυτή του την πράξη, με το επιχείρημα ότι η δήλωσή του μεταδόθηκε από τη ραδιοφωνία της Σοβιετικής Ένωσης και άρα είναι αντεθνική προπαγάνδα. Παράλληλα ο κατευθυνόμενος τύπος της εποχής τον χαρακτηρίζει κρυφοκομμουνιστή και πληρωμένο όργανο ξένων κυβερνήσεων.
Ας ξαναθυμηθούμε τη δήλωση του Σεφέρη όπως είναι καταγεγραμμένη στο διαδίκτυο.
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα: Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».
Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971 ο Σεφέρης αφήνει το δικό μας υλικό κόσμο και περνά στην αθανασία. Δυο μέρες μετά ο απλός κόσμος αψηφώντας το στυγνό στρατιωτικό καθεστώς, όπως είχε κάνει περίπου 30 χρόνια πριν στην κηδεία του Κωστή Παλαμά με τους Γερμανούς κατακτητές, τιμά έτσι όπως του πρέπει το νομπελίστα ποιητή του. Πλήθος λαού, ακλουθώντας τη νεκρική πομπή, αβίαστα και χωρίς απολύτως καμιά συνεννόηση, μετατρέπει το λυρικό ερωτικό ποίημα του «Άρνηση» σε παιάνα, τραγουδώντας το ανατριχιαστικά και κάνοντας το αντιστασιακό σύνθημα στα χείλη του, συνοδεύοντας το μεγάλο νεκρό στην τελευταία του κατοικία, δίνοντας έτσι κοφτερή μαχαιριά, στο κορμί της στρατιωτικής χούντας, μαντεύοντας τα εθνικά γεγονότα που θα ακολουθούσαν στη συνέχεια…
«Στο περιγιάλι το κρυφό / κι άσπρο σαν περιστέρι / διψάσαμε το μεσημέρι / μα το νερό γλυφό. Με τι καρδιά, με τι πνοή / τι πόθους και τι πάθος / πήραμε τη ζωή μας∙ λάθος! / κι αλλάξαμε ζωή».
Στην Ελλάδα του σήμερα, με τις καταστάσεις που ζούμε καθημερινά και που σίγουρα δεν είναι οι καλύτερες. Τα δέκα σχεδόν χρόνια μνημονίων που έχουν γονατίσει το εμπόριο, την παραγωγικότητα την εξέλιξη, τη δημιουργία και τους πολίτες. Με τα τόσα εθνικά προβλήματα που καθημερινά άλλα επιδεινώνονται και νέα αναδεικνύονται, όπως το Μακεδονικό, τα ελληνοτουρκικά, οι σχέσεις με τους γείτονες, οι λαθρομετανάστες, η βία, η αθρόα και χωρίς τέλος μετανάστευση των καλύτερων νέων μυαλών και του καλύτερου εργατικού δυναμικού της χώρας στο εξωτερικό και πολλά άλλα, ένα μεγάλο ερώτημα που πλανάται στον περισσότερο κόσμο είναι για τον πνευματικό κόσμο της χώρας. Αυτός που σε κρίσιμες στιγμές της χώρας, χωρίς φόβο και με περίσσιο πάθος σήκωνε το ανάστημά του και τόνωνε, συμβούλευε, πρότεινε, προειδοποιούσε, ήταν η ελπίδα και το καμάρι των πολιτών και ακούγονταν περισσότερο από τον οποιονδήποτε ενώνοντας του πάντες, που είναι άραγε; Γιατί σιωπά; Μήπως κι αυτός, μέσα στη δίνη των καιρών, έχει πάρει τη ζωή του λάθος και άλλαξε ζωή…
* Ο Βαγγέλης Παπαδάκις είναι καθηγητής Φυσικής Αγωγής