Φέτος, συμπληρώνονται 566 χρόνια από το Μάιο που σημάδεψε την Ελληνική Ιστορία. Στις 29.05.1453, η Κωνσταντινούπολη και το εναπομείναν στα μέσα του 15ου αιώνα Βυζαντινό κράτος πέφτει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων.
Με αφορμή τη συγκεκριμένη επέτειο, η οποία αποτέλεσε κομβικό σημείο στην πορεία του Ελληνισμού, ας θυμηθούμε με λίγα λόγια τη Βυζαντινή Τέχνη στα ύστερα, δύσκολα, χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά τον 15ο αιώνα.
Πρώτ’ απ’ όλα, να θυμίσουμε ότι τα χρόνια που εξετάζουμε κυβερνούν τρεις αυτοκράτορες προερχόμενοι από τη δυναστεία των Παλαιολόγων, ο Μανουήλ ο 2ος (1391 – 1425), ο Ιωάννης ο 8ος (1425 – 1448) και ο Κωνσταντίνος ο 11ος (1449 – 1453). Παρά τις εμφύλιες έριδες που συχνά σπάραζαν στα χρόνια τους το κράτος, οι Παλαιολόγοι, από το 1261 που ανέκτησαν την Πόλη από τους Φράγκους και ανέλαβαν την εξουσία, είναι η μακροβιότερη δυναστεία στην πάροδο των βυζαντινών αιώνων, εφόσον παρέμεινε στην εξουσία μέχρι την οριστική διάλυση του βυζαντινού κράτους το 1453, δηλαδή 192 χρόνια.
Οι Παλαιολόγοι είχαν, όπως προαναφέρθηκε, από την πρώτη στιγμή, να αντιμετωπίσουν πολλούς εσωτερικούς πολιτικούς κλυδωνισμούς. Είχαν να αντιπαλέψουν και εξωτερικές απειλές στα μικρασιατικά, στα ελληνικά και τα βαλκανικά εδάφη της αυτοκρατορίας. Είχαν, όμως, μπροστά τους και τις προσπάθειες για επανένωση των Εκκλησιών, της Ρωμαιοκαθολικής Παπικής Δύσης με το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες άλλοτε φέρνοντας πιο κοντά τα δύο μέρη και άλλοτε απομακρύνοντάς τα, είχαν και σημαντικό πολιτικό αντίκτυπο στην Βυζαντινή Αυλή κατά τον 15ο αιώνα.
Παρά τα διάφορα εμπόδια, λοιπόν, η φιλομάθεια των Παλαιολόγων ήταν αυτή που αφύπνισε την κλασική παιδεία στο Βυζάντιο και συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας, των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών, η οποία προσέφερε έτσι σημαντικότατη πνευματική και εικαστική κληρονομιά στις νεότερες γενιές.
Κατά την Παλαιολόγεια, λοιπόν, αναλαμπή των τεχνών, έχουμε μεγάλη άνθηση της θρησκευτικής τέχνης. Και μάλιστα, παρατηρούμε αριστουργήματα ζωγραφικής, τόσο στις τοιχογραφίες, όσο και στην εικονογραφία. Αψευδείς μάρτυρες τούτων τα υστεροβυζαντινά μνημεία στο Μυστρά, αλλά και οι διασωζόμενες φορητές εικόνες και τα ψηφιδωτά, αλλά και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα.
Σε σχέση με τα αμέσως προ της Φραγκοκρατίας χρόνια (11ος και 12ος αιώνες), στην Παλαιολόγεια ζωγραφική έχουμε και προοδευτική θεματική προσθήκη από την παιδική ηλικία και τα πάθη του Χριστού και τον βίο της Παναγίας, απεικονίσεις από την Παλαιά Διαθήκη και τα Απόκρυφα Ευαγγέλια, αλλά και αλληλεπιδράσεις μεταξύ Βυζαντινών και Ιταλιωτών ζωγράφων.
Η βυζαντινή ζωγραφική, όμως, εκδηλώνεται και ακμάζει, πέραν του Μυστρά, και σε διάφορες άλλες πρώην σημαντικές βυζαντινές περιοχές στον ελλαδικό χώρο, όπως η Θεσσαλονίκη, η Βέροια, η Καστοριά και η Κρήτη και, εκτός απ’ αυτό, ας σημειωθεί και το ότι η απήχηση της Βυζαντινής τέχνης του 15ου αιώνα υπερέβη τελικά τα περιορισμένα εδαφικά όρια του Βυζαντίου («έφτασε» σε Σερβία και Βουλγαρία από Βαλκάνια, στη Ρωσσία, αλλά στα ιταλικά κράτη τα μετά το 1453 χρόνια).
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
– Χατζηδάκης, M. 1979. «Τέχνη», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 9, Aθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σσ. 394-458.
– Βαφειάδης, Κ. M. 2015. Ύστερη Βυζαντινή Ζωγραφική: Χώρος και Μορφή στην Τέχνη της Κωνσταντινουπόλεως, 1150-1450. Aθήνα.
– Μπούρας, Χ. 2001. Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα. Aθήνα: Μέλισσα.
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος