(Εκδόσεις SELOUDA, ΚΡΗΤΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, 2024, σχ. 8ο (21Χ14), σσ. 400)
Ο Γιώργος Γρηγορίου Σταματάκης, ιστορικός ερευνητής και αρχισυντάκτης επί σειρά ετών του γνωστού περιοδικού «Κρητικό Πανόραμα», σε ένα σημαντικό για τα Κρητικά, και όχι μόνο, γράμματα έργο του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, υπό τον τίτλο «Γράμματα από τα Καπετανιανά», κατάφερε και ζωντάνεψε είκοσι σουρεαλιστικά διηγήματα, γραμμένα στην αυθεντική κρητική διάλεκτο που μιλιόταν στο χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε, τα Καπετανιανά των Αστερουσίων, μέχρι τη δεκαετία του 1970. Στο ορεινό, λοιπόν, και παντελώς απομονωμένο από τον λοιπό κόσμο χωριό του, τα Καπετανιανά, πολύ μακριά από τη θάλασσα, ψηλά στα 750 μ. υψόμετρο και 71 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο, βρίσκεται ο σπόρος των ιστοριών αυτών.
Ο συγγραφέας τα διηγήματά του αυτά τα αναφέρει ως σουρεαλιστικά, δηλαδή υπερρεαλιστικά. Σουρεαλισμός είναι ένας τρόπος έκφρασης στον καλλιτεχνικό τομέα, που ο καλλιτέχνης είτε αντιδρά, είτε βρίσκεται αντιμέτωπος με μη πραγματικές καταστάσεις που χαρακτηρίζονται ως παράλογες ή υπερβολικές. Και είναι αλήθεια ότι κάτι τέτοιο εκπηδά αβίαστα μέσα από τα διηγήματα του φίλου Γ. Σταματάκη και που, τελικά, θεωρώ ότι, και με τη βοήθεια της καταπληκτικής κρητικής διαλέκτου που χρησιμοποιεί, καταλήγει μάλλον στο κωμικό, όσο και αν, όπως και ο ίδιος σημειώνει, για κάποιους άλλους μπορούν να θεωρηθούν και ως δραματικά κείμενα. Το παράλογο, πάντως, και υπερβολικό μαζί με το θαυμάσιο και μοναδικό στην έκφρασή του τοπικό κρητικό ιδίωμα με το οποίο ο συγγραφέας τόσο πετυχημένα ντύνει τα διηγήματά του, όλα μαζί μπορούν, θεωρώ, με την πρώτη ανάγνωσή των να δώσουν την εντύπωση του κωμικού, ενώ και βέβαια αφήνουν περιθώρια και για το δραματικό, αφού- όπως λέγει και ο ίδιος ο συγγραφέας και το αποδέχεται και η φιλοσοφική επιστήμη- τα όρια ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό παραμένουν όλως θολά και αδιευκρίνιστα. Γιατί ναι! Οι άνθρωποι αυτοί φαίνονται, πραγματικά, ότι ζουν μια έντονη εσωτερική και εξωτερική σύγκρουση, μια τραγικότητα που μόνο σαν βρεθούμε στη δική τους θέση μπορούμε να την αντιληφθούμε! Γιατί αντί να καταφέρουν να ενταχθούν, όπως θα ήταν φυσικό, αυτοί στα νέα δεδομένα της εποχής τους, επιδίωξαν να εντάξουν τα δεδομένα αυτά στη δική τους λογική!
Πρόκειται για καθημερινές απλές ιστορίες των ταπεινών κατοίκων του χωριού του συγγραφέα, που μεγεθύνονταν στην παιδική φαντασία μικρών και μεγάλων ελλείψει μέτρου σύγκρισης. Η λογοτεχνική, λαογραφική και γλωσσολογική αξία τους είναι γεγονός ότι έχει, ήδη, αναγνωριστεί από πολλούς ειδικούς στο είδος (λογοτέχνες, λαογράφους και γλωσσολόγους), ενώ με πολλή επιτυχία αρκετά από αυτά έχουν ανεβεί και στη θεατρική σκηνή τόσο από ερασιτεχνικές ομάδες, όσο και από επαγγελματικούς θιάσους σε διάφορα μέρη της Κρήτης.
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί πρόσωπα, στήνει σκηνικά δράσης και γενικά φωτίζει την αφήγησή του με ποικίλες άμεσες ή έμμεσες και συχνά προκλητικές, με χαριτωμένο τρόπο δοσμένες, ιστορίες. Ασήμαντα γεγονότα τα εστιάζει επιτυχώς με την παράταση της χρονικής διάρκειας και δημιουργεί ευτράπελες και πρωτότυπες διηγήσεις με λεπτό πνεύμα και άφθονο χιούμορ, με εύθυμη αντιμετώπιση των καταστάσεων, δυνατή ειρωνεία και ενδεχομένως και σάτιρα.
Ο συγγραφέας, περαιτέρω, πετυχαίνει ομαλή μετάβαση από το ένα αφηγηματικό μέρος στο άλλο, προκαλεί αγωνία και αναμονή στον αναγνώστη με τεχνητές επιβραδύνσεις της δράσης, όταν και όπου αυτές χρειάζονται, ενώ με τη μοναδική καλλιέπεια και κομψότητα του τοπικού κρητικού ιδιώματος που τόσο άνετα γνωρίζει να χρησιμοποιεί προσφέρει στον αναγνώστη γενναιόδωρα μια πρωτόγνωρη και ασύγκριτη αισθητική απόλαυση. Και είναι γεγονός ότι ως προς αυτό το τελευταίο, το κρητικό ιδίωμα, το πόνημα αυτό του Γιώργου Σταματάκη, αποτελεί, μπορώ να πω, τω όντι, μια περισπούδαστη και κεφαλαιώδους σημασίας μελέτη για την Κρητική μας διάλεκτο.
Διερωτήθηκα, πάντως, εξ αρχής, διαβάζοντας το βιβλίο, γιατί, αλήθεια, ο συγγραφέας να μην είχε παραθέσει στο τέλος ένα λεπτομερές λεξιλόγιο της κρητικής διαλέκτου, όπως συνηθίζεται στα βιβλία του είδους αυτού, δεδομένου, μάλιστα, ότι χρησιμοποιεί ένα προχωρημένο και αρκετά απαιτητικό τοπικό, του χωριού του, λεξιλόγιο. Λέγει, λοιπόν, ότι δεν το έκανε, γιατί αυτό θα καθιστούσε την Κρητική Διάλεκτο ξένη γλώσσα, ενώ είναι τόσο ελληνική, ώστε να μη χρειάζεται η μετάφρασή της. Τελικά, ναι! την άποψή του αυτήν, διαβάζοντας το βιβλίο, τη βρίσκω να είναι αρκούντως ισχυρή όσον αφορά στους Κρήτες αναγνώστες, από όποιο μέρος της Κρήτης και αν προέρχονται, διατηρώ, όμως, τις επιφυλάξεις μου για τους μη Κρήτες αλλά και τα σύγχρονα κρητικόπουλα που έχουν μεγαλώσει σε πόλεις. Όμως, όπως και αν έχει το πράγμα εντυπωσιάζει- και από άλλες γλωσσολογικές οπτικές- ο σεβασμός του συγγραφέα προς την ελληνική γλώσσα.
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα έργο που εστιάζει πρωταρχικά, θεωρώ, στη γλωσσική ευωδία και το λεκτικό κάλλος, μέσω του οποίου ο συγγραφέας επιδιώκει να δώσει στα κείμενά του το ακριβές νόημα που αυτός επιθυμεί με τη μεγαλύτερη ακρίβεια και δύναμη, αλλά εξίσου το έργο ξεχωρίζει και για την αξιόλογη λογοτεχνική γλαφυρότητά του που, οπωσδήποτε, απ’ όλες τις πλευρές εντυπωσιάζει. Να σημειώσουμε ακόμα ότι την εν λόγω εργασία προλογίζει με λόγο μεστό, άρτιο και γλαφυρό ο Γιώργος Στ. Πατρουδάκης, ο οποίος είχε και τη Γενική Επιμέλεια του βιβλίου.
Για όλα αυτά, ο αγαπητός συγγραφέας Γιώργος Σταματάκης αξίζει πολλών συγχαρητηρίων και θερμών ευχαριστιών και γι’ αυτήν τη νέα και αξιοσημείωτη περί τον χώρο της γλωσσικής – διαλεκτολογικής, λαογραφικής και λογοτεχνικής επιστήμης εργασία του, αλλά και για την πολύχρονη εν γένει προσφορά του περί τα Κρητικά Γράμματα.
www.ret-anadromes.blogspot.com