Ηρωική πράξη πατριωτικής μεγαλοσύνης στον Πρινέ Μυλοποτάμου – Ατμόσφαιρα πανηγυριού στ’ Ανώγεια – Συγκλονιστικές εικόνες στην Πηγή
Απάνθισμα μεγαλείου είναι οι μνήμες από τη Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο. Και αποκτούν μεγαλύτερη αξία επειδή πέρασαν με επιτυχία την αξιολόγηση της ιστορικής έρευνας χάρις στον Μάρκο Πολιουδάκη χωρίς κανένας να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των αναφορών του.
Μέσα από αυτές τεκμηριώνεται και η μοναδικότητα της Μάχης της Κρήτης στο Ρέθυμνο που χάρισε και την πρώτη νίκη στις συμμαχικές δυνάμεις αλλά έγινε και ο πρώτος βωμός μαρτύρων με τις μαζικές εκτελέσεις ομήρων μεσούσης της Μάχης, κάτι που δεν έγινε σε άλλες περιοχές του νησιού.
Ο επιφανής συγγραφέας Μαρίνος Γαλανάκης ακόμα συγκινείται στην ανάμνηση των γεγονότων που έζησε.

«Πριν από τη Μάχη» μας λέει, «κυκλοφορούσαν Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στην Πηγή. Από τον Νοέμβρη – Δεκέμβρη του ΄40. Και τούτο διότι προετοίμαζαν το βοηθητικό αεροδρόμιο Πηγής που ήταν το αεροδρόμιο του Ρεθύμνου.
Τότε το προετοίμαζαν. Και επειδή εργαζόταν στο αεροδρόμιο της Πηγής, ανέβαιναν συχνά στο χωριό. Έκαναν παρέα και με ντόπιους και οι ντόπιοι είχαν στον πόλεμο ανθρώπους δικούς τους.
Οι γέροι που τους έβλεπαν νόμιζαν ότι μπορούσαν να μάθουν από αυτούς νέα για τους δικούς τους γιους που έμειναν πίσω στο μέτωπο. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που κάποιος γιος για να παρηγορήσει τον πατέρα του που είχε αρρωστήσει από τον καημό του για το άλλο του παιδί που ήταν στο μέτωπο βρήκε έναν στρατιώτη από αυτούς που περιφέρονταν στην Πηγή του έδωσε ένα πακέτο τσιγάρα και τον παρακάλεσε να το δώσει στον κατάκοιτο πατέρα με δήθεν χαιρετίσματα από το παιδί του».
Ο καναπές στο καμπαναριό
Νέος της εποχής αυτής ήταν ο Λεωνίδας Καούνης που θυμάται το θέαμα μετά τους βομβαρδισμούς που είχαν προηγηθεί της πτώσης των αλεξιπτωτιστών Ιδιαίτερα τον είχε εντυπωσιάσει ο καναπές στο καμπαναριό Μας είχε πει σχετικά: «Όταν ήρθα από το χωριό μετά τους βομβαρδισμούς, ο καναπές είχε καρφώσει στο αλεξικέραυνο. Το κάτω μέρος, οι σούστες, είχαν καρφώσει και ήταν ο καναπές λοξά. Ήταν της οικογένειας Πετυχάκη και από το σπίτι αυτό με τα αέρια πέταξε εκεί απάνω τον καναπέ.
Οι βόμβες έπεσαν μπουλούκι στο σπίτι εκείνο. Ύστερα μου φαίνεται ο Τσίχλης έκανε συνεργείο και κατάφεραν και βγήκαν από πάνω και έκαναν μια στέψη γιατί είχε ραγίσει από πάνω ο θόλος του καμπαναριού και το έδεσαν με έναν σταυρό από τσιμέντο».
Πανηγύρι στ΄ Ανώγεια
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στην πόλη, ατμόσφαιρα πανηγυριού επικρατούσε στα Ανώγεια. Αναφέρει σχετικά ο πρώην δήμαρχος Γιώργης Σμπώκος: «Ενώ οι Ανωγιανοί βρίσκονται στον Λατζιμά, κατεβαίνουν από το βουνό κάτι παλικαράκια και μόλις μπήκαν στο χωριό φώναζαν «αλεξιπτωτιστές έπεσαν στα πάνω αμπέλια». Κρεμαστήκαν στις καμπάνες, έπαιζαν οι καμπάνες, δηλαδή ήταν μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές που έζησα σαν παιδί.
Παίζουν τις καμπάνες και μαζεύονται όλοι στο Αρμί. Και αφού μίλησαν εκεί, εγώ δεν ήμουν – ήμουν ξαπλωμένος σε ένα δώμα στο σπίτι – και μόλις τελείωσαν αυτό επήραν απάνω με βήμα βιαστικό ανθρώπους που έβλεπες μόνο μια δεκαριά γέροι, ηλικιωμένοι, παλιοί κρητικοί που κρατούσαν τις γκράδες που είχαν από τη Μικρά Ασία, και προχωρούσαν ανάμεσα στο πλήθος. Άλλους έβλεπες να κρατούν ένα τσεκούρι, άλλος ένα δρεπάνι, ό,τι έβρισκε ο καθένας. Και έβλεπες όλον αυτόν τον κόσμο, να ξεκινάει να ανεβαίνει για να πάει να αντιμετωπίσει τους αλεξιπτωτιστές. Αυτό δεν έγινε μόνο στα Ανώγεια. Αυτό έγινε παντού στην Κρήτη…».

Σημαντική και η μαρτυρία του πρώην δημάρχου Δημήτρη Αρχοντάκη: «Ο πατέρας μου, μου έλεγε μέρες πριν από την εισβολή μάθαιναν στους επιστρατευμένους πολίτες πως να σημαδεύουν, όσοι είχαν όπλο, αλλά χωρίς πυρά γιατί δεν είχαν σφαίρες. Οι σφαίρες ήταν σε μια σιτιοδόχη που την είχε προσκέφαλο όταν κοιμόταν ο πατέρας μου. Με αυτές τις συνθήκες πάλεψαν και κράτησαν μέρες τον εχθρό μακριά, κατελήφθη η Κρήτη…».
Εικόνες εθνικού μεγαλείου στην Πηγή
Για τα γεγονότα της πρώτης μέρας, έχει σημαντικά να θυμηθεί ο κ. Κώστας Μυγιάκης:
«Και φθάνει η 19 Μαΐου ημέρα Δευτέρα. Οι βομβαρδισμοί που είχαν ξεκινήσει στο Μάλεμε Χανιά και Σούδα επεκτείνονται και στο Ρέθυμνο καθώς και την επομένη με μεγαλύτερη σφοδρότητα εκτός από την πόλη βομβαρδίζονται όλες οι παράκτιες περιοχές και κύρια, ο τομέας τους αεροδρομίου Πηγής, καθώς και οι τρεις ανεπιτυχείς προσπάθειες βομβαρδισμού της εκκλησίας (Ιερού Ναού) του Αγίου Νικολάου Πηγής.
Οι βομβαρδισμοί αυτοί της 19ης Μαΐου 1941 προεμύνηαν πως την επομένη 20 του Μαΐου 1941 θα άρχιζε η επιχείρηση ΕΡΜΗΣ με τη ρίψη των Αλεξιπτωτιστών του ΧΙ αεροπορικού Σώματος του Αντιπτεράρχου Στουτεντ Οπερ και εγένετο! Με έναρξη τις πρωινές ώρες την περιοχή του αεροδρομίου του Μάλεμε Χανίων.
Τις απογευματινές άρχισε η ρίψη των Αλεξιπτωτιστών στην περιοχή της πόλης του Ρεθύμνου – Περιβόλια – Πλατανιάς – Αεροδρόμιο Πηγής – Σταυρωμένο – Λατζιμά.
Ο Διονύσιος Ψαρουδάκης πληροφορείται όλα τα συμβαίνοντα στην περιοχή των Χανίων από ένα αγγελιοφόρο χωροφύλακα του Σταθμού χωροφυλακής Αμνάτου. Και παίρνει αμέσως την απόφαση. Να κατέβει και να περάσει απ’όλα τα χωριά (το Κατωμέρι) του Δήμου Αρκαδίου. Να πάρει από κάθε χωριό την ομάδα που είχε οργανώσει από κοινού με τον Νίκο Γιαπιντζάκη και να κατέβουν στον τομέα του αεροδρομίου Πηγής.
Βγαίνει όμως πρώτα στην κορυφή του Τιμίου Σταυρού στον Κορρέ που ξέρει πως κάθε πρωί βγαίνουν εκεί ο Επίσκοπος Αθανάσιος Αποστολάκης και ο τέως Γενικός Διοικητής Κρήτης βουλευτής και υπουργός Νίκος Ασκούτσης προσωπικός φίλος. Νοιώθει την ανάγκη πως πρέπει να τους ειπεί το σκοπό που κρύβει στο νου και την καρδιά του, και να τους αποχαιρετίσει.
Μόλις φτάνει τρέχει φιλεί το χέρι του Δεσπότη του, αγκαλιάζει και φιλεί και τον γκαρδιακό του φίλο Νίκο Ασκούτση και τους λέγει, το μυστικό του.
«Αποφάσισα να πάω να πολεμήσω στον τομέα το αεροδρομίου Πηγής, παίρνοντας μαζί μου, τους άνδρες Κρητικού πολεμιστές της ομάδας του κάθε χωριού που είναι πρόθυμοι και το αίμα τους να χύσουν, σαν κι εμένα, για τη λευτεριά της Κρήτης μας. Δώστε μου την ευχή σας. Και επίσκοπος Αθανάσιος του απαντά: «Όχι Διονύσιε μου. Δεν στου το επιτρέπει η ηλικία σου 60 χρόνων τώρα». Και συμπληρώνει από δίπλα και ο γκαρδιακός του φίλος Νίκος Ασκούτσης: «Διονύσιε μου στη φιλιά μας σε εξορκίζω μην κάνεις αυτό που προλίγου ξεστόμισες και μας είπες»!
«Σεβαστέ μου Δεσπότη, μπορεί όπως μου είπες, δεν μου το επιτρέπει η ηλικία μου. Μου το επιβάλλει όμως η καρδιά μου. Το πατριωτικό καθήκον. Δώστε μου την ευχή σας για τη Νίκη. Εγώ το αποφάσισα και φέγγω»!
Και τότε σηκώνεται ο επίσκοπος Αθανάσιος, τον αγκαλιάζει, τον φιλεί και του λέγει: «Διονύσιε πρόσεχε, και με τη νίκη».
Σηκώνεται και με κλάματα τον αγκαλιάζει και γκαρδιακός του φίλος Νίκος Ασκούτσης και του εύχεται και αυτός το ίδιο. Ο Διονύσιος ανταποδίδει τις αγκαλιές και τα φιλιά και κατεβαίνει στο κελί του, παίρνει το όπλο του, ειδοποιεί τους άλλους καλογήρους και με αγωνία φτάνει πρώτα στην Αμνάτο. Βρίσκει έτοιμη την ομάδα των Κρητών αγωνιστών και μαζί τους χωροφύλακες του Σταθμού χωροφυλακής της Αμνάτου. Ένας δε να μοιράζει τα πέντε όπλα που διέθετα. Και ο Διονύσιος παρακλητικά του λέγει: «Δώσε μου κι εμένα ένα, γιατί τούτο που κρατώ είναι παλιό και δύσκολα παίρνει φωτιά». Και μόλις παίρνει το όπλο ξεκινά μαζί με την ομάδα για την Πηγή. Περνά και τα επόμενα χωριά Κυριάννα και Λούτρα που οι ομάδες τους τον καλωσορίζουν με χειροκροτήματα και όλοι μαζί τώρα φτάνουν στην πλατεία της Πηγής, όπου περιμένουν και οι ομάδες Άδελε – Αγίου Δημητρίου – Μέσης και Χαρκίων. Ο Διονύσιος ενθουσιάζεται. Το ίδιο και ο Ενωμοτάρχης του Σταθμού Χωροφυλακής Πηγής ο αείμνηστος Νίκος Γιαπιτζάκης.
Ο ενθουσιασμός και των δύο μεγιστοποιείται παρακολουθώντας το τι γίνεται στην πλατεία! Γυναίκες της Πηγής να φέρνουν και να κερνούν από ξηρούς καρπούς μέχρι και ζεστές τυρόπιτες.
Ο Γρηγόρης ο Κουτσός (του Παντελή Πρεβελάκη) να βγαίνει στην πόρτα του καφενείου και να φωνάζει: Ελάτε πάρετε όλα τα κιβώτια τις γκαζόζες ν’ ανοίξετε να τις πιείτε. Ο Βογιατζόγλου ο Κυριάκος που διατηρούσε κατάστημα με είδη ζαχαροπλαστείου να μεταφέρει μια μια κούτα και να κερνά τους σε λίγο μαχητές για τη λευτεριά της Κρήτης, μέχρι να τις διαθέσει όλες.
Δεν υστέρησε δε ούτε ο Αλκιβιάδης Σπανδάγος που διατηρούσε ολόκληρο Σούπερ Μάρκετ της εποχής. Δινει εντολή στο Φούρναρη που είχε τον Γιάννη από τη Μέση, να πάρει ότι γλυκαντικό, ξηρούς καρπούς, ακόμα και αρτουλάκια να πάει να τα μοιράσει στους μαζωμένους στην πλατεία, έτοιμους για τη μάχη του αεροδρομίου της Πηγής.
Τελειώνοντας τα κεράσματα, βγαίνει επάνω στη Χαβούζα της βρύσης ο ηγούμενος Τ’ Αρκαδίου Διονύσιος Ψαρουδάκης και βγάζει ένα πύρινο Πατριωτικό λόγο, που τους μεν άνδρες ενθουσίασε τα μέγιστα και άρχισαν να χειροκροτούν και δύο που κρατούσαν πιστόλια να ρίξουν μια πιστολιά. Ενώ αντίθετα οι γυναίκες του χωριού που παρέμειναν μετά το κέρασμά τους έβαλαν τα κλάματα στο άκουσμα της φράσης του Διονυσίου «Αγαπητοί μου χωριανοί και λοιποί συνδημότες του δήμου Αρκαδίου, ξεκινάμε σε λίγο για τη μάχη στον τομέα του Αεροδρομίου Πηγής και στη συνέχεια αμα εξασφαλίσομε το αεροδρόμιο, πηγαίνομε στον Σταυρομένο. Πιθανόν πολλοί από εμάς να μη γυρίσομε στο σπίτι μας και στις οικογένειές μας. Χαλάλι στο αίμα που θα χύσουμε για την αγαπημένη μας Κρήτη».
Και σε λίγο αρχίζει η πτώση των Αλεξιπτωτιστών…».
Σημείο που έπεσαν χωροφύλακες
Ματωμένες μνήμες είχε από την περίοδο αυτή και ο Μιχάλης Πριναράκης.
Πηγαινοερχόταν πεζός στο χωριό προκειμένου να μη χάσει μέρα από το σχολείο. Αυτές οι διαδρομές που έκανε καθημερινά, ακολουθώντας το μονοπάτι που τον οδηγούσε στο Ρέθυμνο από την παπούρα του Τσουρλάκη, έγινε αφορμή να παρατηρήσει κάτι περίεργο. Ήταν τα στάχυα που η ανάπτυξή τους σε σύγκριση με άλλη παραπέρα περιοχή ήταν περίεργα υψηλή. Και όπως διαπίστωσε αργότερα ήταν το σημείο που είχαν ταφεί οι 17 νεαροί χωροφύλακες που είχαν υπερασπιστεί με τη ζωή τους το Ρέθυμνο κατά τη Μάχη της Κρήτης. Μια άλλη όμως δυσάρεστη εμπειρία σημάδεψε τη ζωή του και ανέπτυξε το αγωνιστικό του φρόνημα. Ήταν τότε που οι κατακτητές βλέποντας τη σωματική του διάπλαση αν και παιδί ακόμα τον έβαζαν σε αγγαρεία.
Ένας ακόμα εθνομάρτυρας
Την τραγική μοίρα του ήρωα παππού του είχε πληροφορηθεί τυχαία ο αξέχαστος Παττακοστελής. Μας είχε αφηγηθεί σχετικά: «Σε μια συζήτηση που είχαν στο καφενείο του Αγγελοβασίλη στη οδό Αρκαδίου, ο πατέρας μου με κάποιους φίλου, μεταξύ τυριού άρτου και κρασιού, ένας απόστρατος χωροφύλακας τότε – τώρα μιλάμε για εποχή 56 -57-, του λέει «Βρε συ Γιώργη, εσύ είσαι γιος του Παττακοστελή;». Λέει «Ναι». «Ε τον κακομοίτση, με πέντε – έξι χωροφυλακάκια αναβάστα και τον έδειχνε τον δρόμο να φύγουν ίσα πέρα γιατί έμπαιναν στο Ρέθυμνο οι Γερμανοί να ταμπουρωθούν προς τα Περιβόλια από εκεί να πολεμήσουν και εκεί τον τραυμάτισαν και τον επιάσανε». Μια ιστορία ανθρώπινη και που συμβαδίζει με τα γεγονότα, διότι όντως η σχολή Χωροφυλακής είχε παιδιά τα οποία δεν γνώριζαν τα κατατόπια στο Ρέθυμνο έστω για να ξεφύγουν. Στην περίπτωση αυτή λοιπόν, και με τα γεγονότα τα οποία άντλησα μετά από προσωπικές μαρτυρίες, όπως είναι ο Τζίτζικας, ο πρόεδρος της Μύρθιου, ο οποίος τον είδε να κατεβαίνει στη μάχη, να επιστρέφει για να δώσει εντολές στα κοπέλια, να τον αρμέξει, και την άλλη μέρα ξανά κατέβηκε, δείχνει ότι ο παππούς σαφώς ήταν στη μάχη των Περιβολίων.

Από τα ηρωικά κατορθώματα εκείνων των ανυπεράσπιστων αγωνιστών και η κατάρριψη εχθρικών αεροπλάνων. Αφηγείται ο ήρωας Ανδρέας Μανουράς: «Κατά τη διαδρομή από Ρέθυμνο προς τη ΒΙΟ για να τοποθετήσουμε ένα πολυβόλο προσκολλήθηκε μαζί μας ένας πιτσιρίκος γύρω στα 12- 13 ετών. Αφού τοποθετήσαμε το πολυβόλο και ο σιτιστής μαζί με τον στρατιώτη πήγαν σε άλλες αποστολές, μαζί μου έμεινε ο πιτσιρίκος στον οποίο είχα δείξει πως να μου γεμίζει ταινίες, αφού μας είχαν στείλει πυρομαχικά στο μεταξύ. Και τα αποτελέσματα που ήρθαν εν πολλοίς οφείλονται στην τροφοδοσία του πολυβόλου από τον πιτσιρίκο ο οποίος με πολλή δραστηριότητα και ταχύτητα τροφοδοτούσε το πολυβόλο το οποίο διαρκώς λειτουργούσε.

Στη διάρκεια αυτή εμφανίζεται ο Μανώλης (Μανουράς) ο μικρότερος αδερφός μου από τους τέσσερις, ο οποίος γνώριζα ότι ήταν άοπλος, κρατούσε ένα παλιοντούφεκο. Περνούσε κατά σύμπτωση εκείνη την ώρα ένα υδροπλάνο πολύ χαμηλά από την ανατολή προς τη δύση, κατευθυνόμενο προς την πόλη του Ρεθέμνου, του άδειασα μια ταινία, κάνει μια βόλτα πάνω από την πόλη του Ρεθέμνου και επιστρέφοντας του ρίχνω και δεύτερη ταινία. Έχασε την ευστάθιά του και έπεσε με τα μούτρα στα ρηχά της αμμουδιάς στη θάλασσα στα Περβόλια».
Παρόμοιο κατόρθωμα δικό του αυτή τη φορά μας είχε διηγηθεί ο σπουδαίος ήρωας και αντιστασιακός στη συνέχεια Γιώργος Τζίτζικας, (Μπαχρής): «Από την ειδικότητά μου, στοΝ στρατό, ήξερα πως να χτυπήσω αεροπλάνο. Όταν βρέθηκα στη μάχη στα Περβόλια, στον Άϊ Γιώργη, στου Κόρακα την Καμάρα, με έναν χωριανό μου Αντώνη Κατσαντώνη, ο οποίος είχε ένα όπλο πολυβόλο, προσέξαμε ένα αεροπλάνο που γύριζε γύρω – γύρω δυτικά από τα Καστελλάκια και πολυβολούσε όπου κινούνταν κανείς, όπου έβρισκε στρατιώτες. Ο Κατσαντώνης και εγώ καταφύγαμε σε έναν ρίζωμα για να αποφύγουμε τις σφαίρες του αεροπλάνου. Στο δεύτερο – τρίτο γύρισμα του αεροπλάνου είπα στου Κατσαντώνη δώσε μου το πολυβόλο και θα το ρίξω. Ο Κατσαντώνης μου λέει «μόνο δύο γεμιστήρες έχω», και του λέω «δεν χρειάζομαι εγώ, παρά μόνο τη μια».

Η κάθε μια έπαιρνε 25 σφαίρες. Τον έπεισα να μου δώσει το ταχυβόλο και στο τρίτο γύρισμα του αεροπλάνου ήταν ακριβώς στο ίδιο επίπεδο με εμάς και σε κοντινή απόσταση έβλεπα τον πιλότο. Εξάμωσα λοιπόν στο αεροπλάνο, του τράβηξα ολόκληρη τη ριπή και αμέσως άρχιξε να χαμηλώνει και να αφήνει μιαν ουρά από καπνό, και μου λέει μάλιστα ο Κατσαντώνης «άμε στο διάολο αν δεν το έριξες». Τελικά ο πιλότος δεν έπεσε, ίσως επειδή είχε σκοτωθεί ή επειδή ήταν πολύ χαμηλή η απόσταση για να πηδήξει με το αλεξίπτωτο γιατί δεν θα προλάβαινε να ανοίξει. Τελικά το αεροπλάνο έπεσε…».
Μια μοναδική πράξη πατριωτισμού και αυτοθυσίας
Εκείνο το πρωί της 20ης Μαΐου, γύρω στις 10, έντεκα αεροπλάνα πέρασαν από τον Πρινέ Μυλοποτάμου τρομάζοντας τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους με τον εκκωφαντικό τους θόρυβο. Οι συζητήσεις είχαν φουντώσει όσο περνούσε η μέρα και οι άνδρες αναρωτιόντουσαν τι να κάνουν όταν φάνηκε ο Γεώργιος Αποστολάκης και τους είπε ότι εκεί στον Κάμπο του Λατζιμά έπεφταν αλεξιπτωτιστές.
– Πρέπει να πάμε, ήταν η απόφαση, αλλά πώς να πάνε χωρίς όπλα. Άρχισαν να κοιτάζουν από δω κι από κει αλλά εκτός από μερικούς τσιφτέδες δεν εύρισκαν τίποτα.
Ο μόνος που είχε ένα όπλο πιο εύχρηστο ήταν ο Νικόλαος Ζαχαριουδάκης. Ήταν ένα Λεμπέλ που το κρατούσε λάφυρο από τον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Όταν τον είδαν οι δικοί του να παίρνει το όπλο και να ετοιμάζεται να τους αποχαιρετήσει έπεσαν πάνω του να τον σταματήσουν.
Είχε γυναίκα ετοιμόγεννη. Ποιος θα έφερνε τη μαμή από τις Μαργαρίτες ή από την Αλφά αν χρειαζόταν; Δεν μπορούσε να πάει πουθενά.
Ο Νικόλας ήρθε σε δύσκολη θέση. Το δίλημμα ήταν τρομερό. Και το όπλο να πάει χαμένο.
– Δώσε μου το όπλο να πάω εγώ άκουσε μια φωνή.
Ήταν ο πρώτος του ξάδελφος ο Μανόλης Ζαχαράκης. Και χωρίς να περιμένει πήρε το όπλο, πήγε στο σπίτι του, φίλησε το έξι μηνών αγόρι του τον Χρήστο που κοιμόταν αμέριμνο κι έφυγε με τους άλλους για τον Λατζιμά.
Ο Μανόλης Ζαχαράκης είχε βρει μια καλή θέση και χρησιμοποιούσε το όπλο του με εξαιρετική ευστοχία δημιουργώντας πρόβλημα στον εχθρό. Για κακή του τύχη όμως το όπλο αυτό έβγαζε καπνό και εύκολα έδινε το στίγμα του. Έτσι τον πήρε χαμπάρι ένας πολυβολητής και τον «γάζωσε» με μια ριπή. Ο ηρωικός άνδρας σωριάστηκε νεκρός.
Και πόσα ακόμα γεγονότα δεν έχουν να αφηγηθούν αυτόπτες μάρτυρες μιας συγκλονιστικής μάχης που υποκλίνεται στο μεγαλείο της η ανθρωπότητα ολόκληρη.