Πολύ τον πόνεσε, τον πίκρανε, που ο δάσκαλος, λίγο πριχού ξεψυχήσει, τα κλειδιά της Ακαδημίας έδωσε στο Σπεύσιππο, τον ανεψιό του και όχι σ’ εκείνον.
Απ’ αύριο, ο οξύθυμος, φίλαυτος, κακότροπος, φιλήδονος, φιλάργυρος γιος της Πωτώνης σχολάρχης μέγας θα ‘ταν μέσα στην Αθήνα…
Και σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια, εκείνος, ο γιος του Νικομάχου, ο Αριστοτέλης από τα Στάγειρα, ο μειλίχιος, ο ήρεμος, ο καλός, ο άδολος, ο αδέκαστος, ξαναθυμήθηκε τις λογομαχίες στα λαμπρά χρόνια της Ακαδημίας με το σοφό του δάσκαλο, τον Πλάτωνα, και τη γεμάτη αγάπη υπόσχεσή του πως θα τον διαδεχτεί στη Σχολή…
Μα λέτε ο Σπεύσιππος να ‘ταν που με φαρμακωμένα λόγια έκανε το γηραιό θείο του γνώμη ν’ αλλάξει και να παραβλέψει τον άριστο μαθητή του, τον Σταγειρίτη, αν και πάντοτε όλα του εκείνος τα θελήματα πρόσχαρος έκανε;
«Θάρρει και έρρωσο, Αριστοτέλη, πλήρης ο βίος εστίν χαρών τε και ευφροσύνης, βρες τες και ζήσε τες μ’ όλη σου την ψυχή, όσα αγκάθια κι αν σ’ εμποδίσουν και να σε ματώνουν θα ορέγονταν…», μια φωνή σαν του Σωκράτους το δαιμόνιο τού ψέλλισε στοργικά!
Κι εκείνος, χωρίς χάσιμο χρόνου και πειθήνια, την υπακούει…
* O Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος