«….του Νικηφόρου οι Σταυραητοί εις τσ’ ουρανους χαθήκαν …»
Από τις μεγάλες χαρές της νιότης μου ήταν να κάθομαι απέναντι από τον Χριστόφορο Σταυρουλάκη, στη μεγάλη σάλα του σπιτιού του, πλάι στο Λύκειο των Ελληνίδων και να τον ακούω να μου μιλεί για τους ήρωες των επαναστάσεων.
Πόσα ήξερε Θεέ μου! Και τα διάνθιζε με αποσπάσματα από τη λαϊκή μούσα που απήγγειλε με κείνη τη δωρική επιβλητική φωνή του.
Μια μέρα το ‘φερε η κουβέντα στον Βογιατζάκη, τον συγγενή του που λάτρευε (στην κυριολεξία η Φαλή η κόρη του μεγάλου μας Κρητικάρχη ήταν η αδυναμία του). Κι όπως μου μιλούσε για τους προγόνους της οικογενείας, μου ξετύλιγε άγνωστες πτυχές από την ιστορία του Χρωμοναστηρίου πρωτεύουσας κάποτε του δήμου Βρυσιναίων.
Δεν είχε περάσει και λίγα στις επαναστάσεις το χωριό με τους γενναίους κατοίκους. Αυτών τις ηρωικές πράξεις πλήρωνε κατά καιρούς από τους αφηνιασμένους Τούρκους. Ιδιαίτερα στην επανάσταση του 1866 πολλές από τις αρχαιότερες οικογένειες της περιοχής ξεκληρίστηκαν. Ήταν η συνήθης τακτική των Οθωμανών της περιοχής που μαζί με τους ομόθρησκούς τους της Κοξαρέ και της Αμπαδιάς ήταν οι πιο αιμοβόροι του Ρεθύμνου. Μέχρι και οι δικοί τους στο Ρέθυμνο τους έτρεμαν και τους θεωρούσαν κάτι σαν πρωτοπαλλήκαρα.
Στα 1812, εποχή του Οσμάν Πασά, (του επονομαζόμενου Πνιγάρη) δρούσαν στις αετοφωλιές του Βρύσινα 19 παλικάρια σαν τα κρύα τα νερά που με τη γενναιότητά τους είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Γενιτσάρων. Η παράδοση μόνο μας διέσωσε τις ανδραγαθίες τους και το όνομα του καπετάνιου τους που λεγόταν Νικηφόρος. Λέγεται πως με αυτούς ο Οσμάν Πασσάς προσπάθησε να απαλλαγεί από τους αιμοβόρους Γενίτσαρους που είχαν προκαλέσει τόσα δεινά στον πληθυσμό Χανίων και Ρεθύμνου. Είχαν φθάσει στο σημείο να περιφρονούν και αυτή την Τούρκικη Διοίκηση. Ποιος όμως μπορούσε να τα βάλει μαζί τους πέρα από τους γενναίους του Νικηφόρου;
«Μια μέρα», αφηγείται ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης, «που οι Χαΐνιδες λημέριαζαν στη θέση «Πενταλόφι» του Βρύσινα είδαν να τους σιμώνει ενα μπουλούκι από 30 περίπου Νιζάμηδες που χωρίς να τους αντιληφθούνε ξαρματώθηκαν και κάθισαν κοντά σε μια πηγή να ξαποστάσουν. Ταχείς και αποφασιστικοί οι Χαΐνηδες πέσανε αιφνιδιαστικά σαν γεράκια απάνω τους, και τους κατέσφαξαν όλους. Γλύτωσε μόνο ένας. Η μοίρα όμως των χιλιοτραγουδισμένων αυτών σταυραητών της Κρήτης ήταν πάντα η ίδια. Ο θάνατος.
Έτσι κι εδώ μετά από την ανάκληση του Οσμάν Πασσά και τη καταδίκη του σε θάνατο με διαβολές και ενέργειες των Γιαννιτσάρων του Ηρακλείου, οι 19 δοξασμένοι αρματολοί, καταδιώχτηκαν συστηματικά και μέσα σε λίγα χρόνια τους είχαν σκοτώσει όλους σε συμπλοκές και δολοφονικές ενέδρες.
Τ’ ανυπότακτα λημέρια του Βρύσινα ποτίστηκαν με το άλικο αίμα των παλληκαριών και με τον θάνατό τους ξανάπεσε η περιοχή στην εκδικητική μανία και τον τρόμο των Τούρκων. Η παράδοση λέει πως ένας από τους Χαΐνηδες μπόρεσε να γλυτώσει σκοτώθηκε όμως κι αυτός μέσα στην επανάσταση του 1821…».
Ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης δεν έγραψε μόνο λεπτομέρειες από τη δράση των ηρώων αυτών αλλά όπως το συνήθιζε, τους ύμνησε με τον δικό του μοναδικό τρόπο, σ’ ένα ριζίτικο, εξαιρετικής τεχνικής!
«Ήλιε παραπονούμαι σου που πας να βασιλέψεις
κι αφήνεις σκότος στα βουνά και θλίψη στην ψυχή μας.
Και σκέπασεν το Βρύσινα η μαύρη κατσιφάρα
πλειό τα γεράδια δε πετούν τ’ αηδόνια δε λαλούνε
του Νικηφόρου οι Σταυραητοί εις τσ’ ουρανούς χαθήκαν
και οι βήγλες ερημάξανε και οι βρύσες εστερέψαν
τα δάσα ξεραθήκανε και κλαίει και θρηνάται,
τον ουρανό περικαλώ, στον ήλιο κάνω κλήση
ρίξει ακτίνες λαμπερές τα κρύσταλλα να λιώσουν
να ξεπετάξουν πάλι αητοί, φαλκόνια να λαλήσουν
οι βρύσες μου να τρέξουνε να πρασινήσ’ ο τόπος
κι ο Νικηφόρος να φανεί τσοι βίγλες να βιγλήσει».
Βαρύ το αντίτιμο της λευτεριάς
Σύμφωνα με τα στοιχεία από την έρευνα του Σταυρουλάκη, η λύσσα και ο φανατισμός των Τούρκων του Χρωμοναστηρίου βάσταξε ακόμη κι ως τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Κατά δεκάδες αριθμούνται τα θύματα της βαρβαρότητας των και ο θανάσιμος κλήρος έπεφτε πάντα πάνω στους καλύτερους. Το χωριό θρήνησε κατά καιρούς πολλούς από τους διαλεχτούς ανθρώπους του.
Ο αξέχαστος ιστοριοδίφης, αναφέρει με απόλυτη τεκμηρίωση ότι μέσα στ’ αναλώματα της επανάστασης του 1878 δολοφόνησαν τον εξαιρετικό Νικόλαο Πέρρο, διακεκριμένο αγωνιστή του 1866 και στο γύρισμα του χρόνου τον γιο του Ηλία Πέρρο ένα παλληκάρι 20 χρόνων. Στα 1885 πήραν από μέσα απο το σπίτι του μορφωμένο και πλούσιο Προεστό του χωριού Νικόλαο Γάσπαρη και τον έσφαξαν στον δρόμο μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας.
Στα 1895 πάλι, δολοφόνησαν τον αείμνηστο οπλαρχηγό Βογιατζογιώργη σε ενέδρα που του στήσαν στη θέση «Τρόχαλο» που βρίσκεται πάνω από το χωριό Μύλοι.
Μέσα στην Επανάσταση του 1897 δολοφόνησαν στη θέση Σπήλια -Μαζανό τον Ανδρέα Παπαδάκη η Λεμόνη ένα εξαιρετικό παλληκάρι του χωριού και τον ίδιο χρόνο σκότωσαν τον περίφημο Βαγγέλη Σιλβερή κοντά στο χωριό Σελλί και μετά ένα μήνα τον Μύρωνα Τζεδάκη από τις Πρασσές στη θέση Χατζιδιανά. Κάτω από μια τέτοια τρομοκρατία κανείς δεν μπορούσε να είναι βέβαιος για τη ζωή του. Αλλά και οι Τούρκοι δεν έμειναν ατιμώρητοι γιατί ποτέ δεν έλειψαν οι διαλεχτοί και άτρομοι Χριστιανοί ν’ ανταποδώσουν με το παραπάνω τα κακουργήματα των Τούρκων. Το ηρωικό κι ανυπόταχτο Χρωμοναστήρι πάντα πρώτο στις θυσίες φέρει τιμητικά στην Πινακοθήκη των γενναίων του πολλούς διακεκριμένους αγωνιστές που έπεσαν μαχόμενοι κατά τους αγώνες της Κρήτης.
Από τα πολεμικά γεγονότα ιστορικά διαπιστωμένα,που καταγράφει σε δημοσιεύματά του ο Σταυρουλάκης, πρέπει να αναφερθούν και τα παρακάτω. Το χωριό καταστράφηκε και πυρπολήθηκε μόνο από το ’21 και εδώ τρεις φορές. Μια μέσα στη μεγάλη επανάσταση του 1851 οπότε και οι κάτοικοι σκόρπισαν φιλοξενούμενοι σ’ άλλα χωριά, δεύτερη φορά μέσα στη γιγαντομαχία του 1866 όπου αυτή η τοποθεσία του χωριού έγινε κατ’ επανάληψη πεδίο μάχης, και για τρίτη φορά στη επανάσταση του 1878 που ξαναγκρεμίστηκε και ξαναπυρπολήθηκε ότι είχε απομείνει όρθιο από την προηγούμενη επανάσταση.
Στη μάχη των Ακονιών του Βρύσινα το 1821 σκοτώθηκαν τρεις Χρωμοναστηριανοί εκ των οποίων γνωρίζουμε μόνο έναν Κοτζάμπαση. Από τα 1866 όμως και εδώ είναι πολλοί οι πεσόντες αγωνιστές Χρωμοναστηριανοί. Στις 20 του Οκτώβρη του 1866 στη μάχη που έδωσε ο Κωροναίος στην ίδια τοποθεσία τ’ Ακόνια, το Κεντρί και το Πέταλο του Βρύσινα έλαβαν μέρος πολλοί χωριανοί μεταξύ των οποίων ο Καπετάν Γιώργης Κοτζάμπασης ο Δικόνυμος Σιλβερής, και ο Μπογιατζηδογιώργης ως απλός ακόμη πολεμιστής μαζί με τον αδελφό του Νικόλαο και τα ξαδέρφια του Μανώλη, Παναβιώτη και Στελιανό.
Στην επανάσταση του 1866 είναι βέβαιο πως οι Χρωμοναστηριανοί ακολουθούσαν στις μάχες πάντα συγκεντρωμένοι το Σώμα του Καπετάν Μανώλη Ανδρεαδάκη του θρυλικού Παπά Μαρουλιανού που στρατολογούσε από τα χωριά του Βρύσινα.
Στ’ ολοκαύτωμα του Αρκαδιού βρέθηκαν τέσσερις Χρωμοναστηριανές οικογένειες των Κοτρωνήδων, Γριντάκηδων, Περερουδηδων, και Χατζηδάκηδων. Στο Βορεινό προμαχώνα που βλέπει προς τον Κορέ σκοτώθηκαν κατά την 8η Νοεμβρίου ο Νικόλαος Γρυντάκης, ο Χαράλαμπος Κατετανάκης ή Κοτρωνής, ο Γεώργιος Γασπαρης και ο Αγαθός Δασκαλάκης, την επόμενη δε ημέρα 9 Νοεμβρίου και προ του ολοκαυτώματος σκοτώθηκαν οι μαχόμενοι Ηλίας, Νικόλας και Μιχαήλ Περάκηδες.
Ο Γιάννης Χατζηδογιάννης ή Ζαμπράκος, ενας Χρωμοναστηριανός περίφημος για τη τόλμη και τη γρηγοράδα του κατόρθωσε να δραπετεύσει δεμένος όπως ήταν μέσα από τη συνοδεία αιχμαλώτων τ’ Αρκαδίου κοντά στο χωριό Μέση. Αλλά εκείνοι που στάθηκαν πολύ ψηλότερα σε αυτοθυσία και ηρωισμό ήταν οι πέντε αδελφοί Βογιατζάκηδες Μιχάλης, Μάρκος, Δημήτρης, Αλέξης και Γιάννης μαζί με τον θείο τους Μανόλη Βογιατζάκη τον ηρωικό τραυματία του Πύργου του Μαρουλά. Αυτοί αποτελούσαν το περίφημο «εξάρι» της Πηγής όπως ακουγόταν τότε.
Από αυτούς ο Μιχάλης, ο Δημήτρης και ο Αλέξης μαζί με τον θείο τους Μανόλη, σκοτώθηκαν μαχόμενοι στο Δυτικό Προμαχώνα τ’ Αρκαδίου στις 8 του Νοεμβρίου υπερασπίζοντες κοντά στον Δημακόπουλο την κύρια Πύλη της Μονής, τη χανιώτικη πόρτα. Τα άλλα δύο αδέρφια ο Μάρκος και ο Γιάννης πήραν μέρος στην περιώνυμη και αφαντάστου ηρωισμού έξοδο του Ντεληδράκου στις 9 του Νοέμβρη κατά του οποίου και οι παράτολμοι 48 πολεμιστές της εξόδου κατεσφράγισαν μέχρι ενός σε μια φρικτή πάλη σώμα προς σώμα αφού κατέκοψαν δύο περίπου εκατοντάδες Τούρκους προς τ’ αμπέλια και τις κουκουναριές. Στην περίφημη επίθεση των Σωμάτων του Παπά Μαρουλιανού, του Τσουδερού και του Βαρδάκη στις 30 του Γενάρη 1868 που έκαμαν για να διώξουν του Τούρκους από το Χρωμοναστήρι και τους Μύλους πήραν μέρος οι περισσότεροι χωριανοί με επικεφαλής τον Καπετάν Αποστόλη. Εδώ διακρίθηκαν εξαιρετικά για την τόλμη τους ο Κοτζάμπασης και ο Βογιατζογιώργης σε τούτη δε τη μάχη σκοτώθηκε κι άλλος Χρωμοναστηριανός ο Νικόλαος Παπαδάκης.
Σ’ όλες τις μετέπειτα μάχες στην επανάσταση του 1866 πήραν ενεργό μέρος αρκετοί Χρωμοναστηριανοί η δε συμμετοχή τους στη νικηφόρο επανάσταση του 1878 ήταν ακόμη μεγαλύτερη όπως και κατά τον τελευταίο αγώνα του 1896 -97. Μέσα στην επανάσταση του 1878 σκοτώθηκε την 27η Απριλίου στα βορεινά υψώματα του Σελλί από το σώμα του Παπά Μαρουλιανού κι άλλος Χρωμοναστηριανός ο Γιώργης Αντωνάκης. Στην ίδια μάχη τραυματίστηκε ο Νικόλαος Βογιατζάκης ή Ψαρόγαρος που του μετέφεραν άλλοι συμπολεμιστές του χωριανοί στο χωριό Μύρθιο του Αγ. Βασιλείου.
Μέσα στην ίδια επανάσταση σκοτώθηκε και ο Στελιανός Βογιατζάκης στη θέση Πλακαλώνι του Βρύσινα.
Μετά τον σκωτομό του Κοτζάμπαση στα 1878 δόθηκε η καπετανιά του χωριού. δόθηκε στο Μπογιατζηδογιώργη που αναδείχτηκε αντάξιος διάδοχος παράτολμος και δραστήριος.
Ως εκπρόσωπος των Βρυσιναίων πήρε μέρος στην προεπαναστατική συνεδρία που έγινε στου Βάμου και το κλήμα μέσα στον Οκτώβρη του 1877.
Ο θάνατος του Μπογιατζηδογιώργη
Οι Τούρκοι ζητώντας την αφορμή να βγάλουν από τη μέση τον πάντα ανυπότακτο Μπογιατζηδογιώργη, τη βρήκαν όταν οι Δημογέροντες του χωριού, ο Γερο Συβέρης, ο Παπά Μελέτιος Γιαννακάκης, και ο ίδιος ο Μπογιατζηδογιώργης αρνηθήκανε να δεχτούν αγροφύλακα της Κοινότητας διορισμένο αυθαίρετα από τον αιμοβόρο Γιανίτσαρο Μπαρμπαρέζο ο οποίος στις μαρτυρίες που του έκαναν έλεγε κατά τρόπο προσβλητικό «Ο Τούρκος Γεκνοίμης που σας εδιώρισα Γκιαούρηδες αυτός θα είναι ο αγροφύλακας σας ή το θέλετε ή δεν το το θέλετε και με το καλό και με το κακό».
Αυτά έλεγε και ο αφένταγας Μπαρμπαρέζος, ένας από τους αγριότερους και φανατικότερους Ο Τούρκος προύχοντας του Χρωμοναστηρίου. Αλλά ο αείμνηστος Καπετάν Γιώργης κι ο Σιλβέρης δεν ήταν από κείνους που μπορούσαν να ανεχθούνε προσβολές και να κιοτέψουνε στις απειλές του μισητού Μπαρμπαρέζου και για να το αποδείξουνε διόρισαν τον Τούρκο Γεντίμη τον συγχωριανός τους Μιχάλη Φανουργάκη. Ατυχώς ο Μπογιατζογιώργης σαν πρόεδρος του χωριού με την παράτολμη τούτη πράξη του υπέγραψε και ο ίδιος την καταδίκη του. Αυτή ήταν η αφορμή για ν’ αποφασίσουν την εξόντωση του ο Μπαρμπαρέζε μαζί με άλλους φανατικούς Τούρκους. Του έστησαν πολλές ενέδρες, με βαλτούς Τούρκους δολοφόνους που δείλιαζαν όμως να τον σκοτώσουν γιατί και ο καπετάν Γιώργης γνωρίζοντας την απόφαση τους έπαιρνε τα μέτρα του αποφασισμένος να πληρωθεί ακριβά τη ζωή του.
Κι όμως δεν το κατόρθωσε τελικά ν’ αποφύγει τις δολοφονικές σφαίρες των τυράννων. Μια μέρα στις 30 Σεπτεμβρίου 1895. Όταν κατά τις απογευματινές ώρες περνούσε από την τοποθεσία «τράχαλο» που βρίσκεται πάνω από το χωριό Μύλοι ενεδρεύοντας ο ίδιος ο Μπαρμπαρέζος, μαζί με τον αιμοβόρο Τούρκο Χαμουτζή από τα Καπεδιανά και τον γυναικαδελφό του Χουσνή τον πυροβόλησαν αιφνιδιαστικά με ομοβροντία και τον σκότωσαν. Αυτό ήταν το τέλος του γενναίου οπλαρχηγού Γεωργίου Κ. Βογιατζάκη. Οι Χριστιανοί του χωριού αφού πρώτα κήδευσαν τον αγαπημένο τους νεκρό, συνέστησαν στον μοναχογιό του σκοτωμένου, Παναγιώτη, να φύγει από το χωριό κι ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν κάθε άλλη ενδεχόμενη απόπειρα των Τούρκων. Οι Τουρκικές αρχές όπως συνέβαινε πάντα έκλεισαν τα μάτια χαριζόμενες στους γνωστούς δολοφόνους. Το αίμα όμως του αδικοσκοτωμένου νεκρού γύρευε εκδίκηση, σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα του τόπου και μάλιστα όταν οι δολοφόνοι ήταν μισητοί Τούρκοι δυνάστες, ο κλήρος του εκδικητή έπεφτε πάνω στον γιο του Παναγιώτη, που ορκίστηκε να πάρει το αίμα του πίσω πριν περάσουν τα σαράντα του μνημοσύνου του πατέρα του. Και το πέτυχε.
Παναγιώτης Γεωρ. Βογιατζάκης
Και να πως μας περιγράφει τον ήρωα Παναγιώτη Βογιατζάκη ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης:
«Έτσι αναθρεμμένος με τις ιερές παραδόσεις της Κρήτης ξεπετάχτηκε μικρός ακόμη με το όπλο στο χέρι πανέτοιμος για την κάθε θυσία κι άξιος για αν φανεί χρήσιμος στην αγωνιζόμενη πατρίδα του. Τα ψυχικά και σωματικά του προσόντα ο Τίμιος χαρακτήρας του δυνάμωναν περισσότερο την αντρειοσύνη του. Μετά τον σκοτωμό του πατέρα του ο αείμνηστος Παναγιώτης αρματώθηκε και πήρε το βουνό. Η Προεπαναστατική εκείνη εποχή του 1895 ήταν ευνοϊκή για τον σκοπό του στη αρχή τραβήχτηκε στις μαδάρες της Ασή Γωνιάς του Αποκορώνου όπου και άλλοι πολλοί ανυπόταχτοι Κρητικοί γύριζαν αρματωμένοι και παρέμεινε κοντά στη συγγενική του οικογένεια των Σταυρουλήδων. Οι Τούρκοι το έμαθαν και το ισχυρό καρακόλι της Αργυρουπόλεως πήρε διαταγή να συλλάβει τον ένοπλο Χαϊνη Παναγιώτη που γύριζε τώρα στις μαδάρες της Ασή Γωνιάς τη Ροδαρέ και την Ντέμπλα με τη συντροφιά του Ασηγωνιώτη Σταυρουλογιώργη του περίφημου σημαιοφόρου του αρχηγού Πετρομάρκο.
Εκεί χαΐνεψε ένα μήνα. Και μια νύχτα στο τέλος του Οκτώβρη του 1895, βρέθηκε με τον Ασηγωνιώτη στο Βρύσινα, κοντά στην τοποθεσία που βρίσκεται το πανάρχαιο Μοναστήρι της Κεράς. Εκεί κάλεσε κρυφά τους φίλους και συγγενείς του Ηλία Βογιατζάκη, Βαγγέλη Σιλβερη, Ανδρέα Λεμόνη και Βαγγέλη Κοτζάμπαση, νέους τότε και φλογερούς πατριώτες.
Στη σύσκεψη που έκαναν αποφασίστηκε να κατέβουν στο Χρωμοναστήρι ένα βράδυ και να σκοτώσουν όσους Τούρκους και αν εύρισκαν στο Καφενείο του Χωριού.
Οι Δημογέροντες όμως γερο Σιλβέρης, Παπά Μελέτης και οι άλλοι ψυχραιμότεροι χωριανοί που απέστρεψαν μπροστά στον κίνδυνο να ξεκληρίσουνε ύστερα οι Τούρκοι όλους τους Χριστιανούς του χωριού και συμβούλεψαν τον Παναγιώτη να εκδικηθεί σε μοναχιασμένους Τούρκους στον ίδιο τόπου που σκότωσαν τον πατέρα του. Αυτό και έγινε την ίδια μέρα του μνημοσύνου του Μπογιατζηδογιώργη ο Παναγιώτης με τα ξαδέρφια του Ηλία Βογιατζάκη, Αντρέα Λεμόνη και τον Ασηγωνιώτη έστησαν μπροσκάδα στην ίδια τοποθεσία «Τράχαλο» πληροφορημένοι πως θα περνούσε από εκεί πηγαίνοντας προς τους Μύλους ο αιμοβόρος κι απαίσιος φονιάς Μπαρμπαρέζος με συνοδεία και άλλους Τούρκους ορτάκηδές του. Κατά κακή όμως τύχη δεν πέρα ο Μπαρπαρέζος παρά ένας άλλος Τούρκος Αγάς που τον έλεγαν Τσίκλη. Κι ο Τσίκλης φάνηκε καβαλάρης στ’ άλογο του ξεπετάχτηκε ο Παναγιώτης λέγοντας «Ετοιμάσου να πλερώσεις Αγά το αίμα του σκοτωμένου Μπογιατζή»! Ο Τσίκλης του απάντησε «Βάλαϊ Παναγιώτη δε φταίω εγώ πατέρα σου». Αυτό πρόφτασε να πει ο Τούρκος που τον είχαν τόσο ξαπλώσει νεκρό στο έδαφος δύο σφαίρες του εκδικητή. Μόλις έμαθαν τον φόνο του Τσίκλη έξαλλοι από την οργή οι Χρωμοναστηριανοί Τούρκοι πήραν τα όπλα κι έτρεξαν να σκοτώσουν τη φαμίλια των Μπογιατζήδων. Δεν βρήκαν όμως κανένα γιατί οι συνετοί Χριστιανοί προβλέποντες τα επακόλουθα είχαν εγκαίρως φυγαδεύσει την οικογένεια των Βογιατζήδων στο Ρέθυμνο στο συγγενικό σπίτι του Εμπόρου Ζαχαριουδάκη.
Ο Παναγιώτης μετά το φονικό του Τούρκου κατέφυγε πάλι στα όρη της Ασή Γωνιάς με τη συντροφιά, πάντα, του ξαδέρφου το Σταυρουλογιώργη. Στα όρη της Γωνιάς έμεινε ασφαλής κι ύστερα πέρασε στο χωριό Αντάνασσο του Αμαρίου όπου γνώρισε και τη γυναίκα που στεφανώθηκε. Για τον φόνο του Τούρκου Τσίκλη κατηγορήθηκαν μαζί με τον Παναγιώτη και οι Βογιατζάκηδες Ηλίας, Νικόλαος και Κωνσταντίνος αλλά μετά την επανάσταση του 1896-97 δόθηκε αμνηστία και γλύτωσαν.
Αναλυτικά τα στοιχεία για τα γεγονότα του Χρωμοναστηρίου έχουν αναρτηθεί από την ερευνητική ομάδα του Πολιτιστικού Ρεθύμνου στην ιστοσελίδα του.