«Ο κόσμος είναι η Ελλάδα που διαστέλλεται» είχε πει ο Βικτόρ Ουγκό. Ο κορυφαίος Γάλλος συγγραφέας προφανώς αναφερόταν στην κληρονομιά της Ελλάδας στον παγκόσμιο πολιτισμό και στην επίδραση που είχε τόσο σε αυτόν όσο και στον σύγχρονό του κόσμο. Ωστόσο, ειδικά στον 20ό αιώνα και κυρίως στην μεταπολεμική περίοδο η Ελλάδα «διεστάλη» και για άλλους λόγους, λιγότερο πνευματικούς· κυρίως υλικούς, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν από την ανάγκη για επιβίωση όταν η Ελλάδα ήταν κατεστραμμένη και υπανάπτυκτη αλλά και πολιτικούς, όπως αυτοί υπαγορεύθηκαν από την αντιμετώπιση των αντιφρονούντων από το μετεμφυλιακό κράτος. Σε όλους αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και τους απόδημους Έλληνες του brain drain, την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης που βιώσαμε την προηγούμενη δεκαετία.
Αναγνωρίζοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αυτές τις τρεις κατηγορίες αφού οι δύο πρώτες μετρούν εβδομήντα και εξήντα χρόνια από τότε που είχαμε τα μεγάλα κύματα μετανάστευσης προς το εξωτερικό σε σχέση με την πολύ πρόσφατη τελευταία, ο παρονομαστής είναι κοινός: υπάρχει μια «μεγάλη Ελλάδα» εκτός Ελληνικής επικράτειας που δημιουργεί και αναπτύσσεται στο πλαίσιο και στο περιβάλλον που έχει βρεθεί ο καθένας, αλλά ταυτόχρονα θέλει να διατηρήσει τις σχέσεις του με την πατρογονική γη. Μια σχέση που έχει σφυρηλατηθεί μέσα από τις αναμνήσεις, τις αφηγήσεις και τις περιοδικές επισκέψεις στην Ελλάδα για τις δύο πρώτες κατηγορίες και από την μόλις πριν από λίγα χρόνια καθημερινότητα για τα νέα παιδιά που αναγκάστηκαν να αφήσουν την πατρίδα τους για μια καλύτερη ζωή στο εξωτερικό που θα ανταποκρίνεται στις σπουδές τους και τα προσόντα τους.
Σε αυτό το πλαίσιο φορείς, όπως τα συμβούλια, οι ομοσπονδίες και οι σύλλογοι των ομογενών των απόδημων Ελλήνων και οι άνθρωποι που τους εκπροσωπούν, όπως ο Πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Κρητών κ. Γιάννης Νικολακάκης και ο πρόεδρος της Κρητικής Ομοσπονδίας Αυστραλίας-Ωκεανίας κ. Αντώνης Τσουρδαλάκης μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο. Ένας λόγος παραπάνω όταν πια σήμερα δεν υπάρχουν τα «βαρίδια» της της όποιας πολιτικής κλίσης όπως συνέβαινε στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Μιλάμε για άλλες γενιές που έχουν αφήσει πίσω τους μια Ελλάδα μίζερη ή εκδικητική, που ακόμα και μέσα από τις παθογένειές της αποτελεί πόλο έλξης για τους Έλληνες του εξωτερικού. Και είναι πραγματικά άξια λόγου η δράση των ομογενών μας προς το χτίσιμο μιας περαιτέρω δημιουργικής σχέσης με τη μητέρα πατρίδα, που θα ξεπερνά την φολκλορική διάσταση. Φαίνεται από τις δράσεις και τις εκδηλώσεις που διοργανώνονται στην Ελλάδα και το εξωτερικό με κοινή βάση την ενδυνάμωση των επαφών και της συνοδοιπορίας σε πρότζεκτ που προκαλούν εκατέρωθεν ενδιαφέρον.
Το τανγκό όμως χρειάζεται δύο. Και υπό αυτή την έννοια είναι σημαντικός και ο ρόλος ο δικός μας, των αυτοχθόνων Ελλήνων. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την κινητικότητα του νυν υφυπουργού Εξωτερικών, αρμόδιου για θέματα Απόδημου Ελληνισμού κ. Ανδρέα Κατσανιώτη και των Ελλήνων Ιεραρχών που διακονούν στις Ορθόδοξες Ελληνικές Εκκλησίες ανά τον κόσμο. Αλλά, όπως φάνηκε τις τελευταίες ημέρες στην Κρήτη και το Ρέθυμνο, εξίσου σημαντικός είναι ο ρόλος των τοπικών αρχόντων και παραγόντων. Η γενική συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Κρητών, που πραγματοποιήθηκε στην Πανεπιστημιούπολη του Γάλλου στο Ρέθυμνο αποτελεί παράδειγμα πρωτοβουλίας για την ανάδειξη σημαντικών ζητημάτων που απασχολούν τους Κρήτες και γενικά τους Έλληνες του εξωτερικού, όπως αυτό της γλώσσας και της διάσωσης – διάδοσής της στις νεότερες γενιές της ομογένειας. Όπως επίσης το άδολο ενδιαφέρον και ο εναγκαλισμός από την Περιφέρεια Κρήτης και τον Περιφερειάρχη κ. Σταύρο Αρναουτάκη, τον Δήμο Ρεθύμνης και τον Δήμαρχο κ. Γιώργη Μαρινάκη ή από τα τοπικά μέσα, όπως φάνηκε από την εξαιρετικά εποικοδομητική επαφή που είχε ο εκδότης των «Ρ.Ν.» κ. Μανόλης Χαλκιαδάκης με τον πρόεδρο της Κρητικής Ομοσπονδίας Αυστραλίας-Ωκεανίας.
Πρωτοβουλίες, επαφές και συμπεριφορές που ανοίγουν μια νέα σελίδα και εποχή στις σχέσεις μας, αφήνοντας πίσω στους προηγούμενους δύο αιώνες και στο πρόσφατο παρελθον, στάσεις και θεάσεις από τη μια πλευρά των ομογενών μας για την Ελλάδα ως «χρυσοκάνθαροι» και από τη δική μας πλευρά, την αντιμετώπιση των αποδήμων ως ενδεχόμενους «σωτήρες» όταν θα βρεθούμε πάλι ως κράτος σε δύσκολη θέση…
ΥΓ. Ο γράφων θεωρεί σημαντικό ότι, εκτός από τη διάσωση-διάδοση της ελληνικής γλώσσας, είναι αναγκαία η παράλληλη και ισοδύναμη ενίσχυση της ιστορικής παιδείας και συνείδησης των απόδημων Ελλήνων. Γιατί η γλώσσα τεκμηριώνει την ιστορική συνέχεια που αποδέχεται ο καθένας και η ιστορία εκφράζεται μέσω της γλώσσας.