Το Θραψανό είναι μια κωμόπολη του δήμου Μίνωα Πεδιάδας του Ηρακλείου, χτισμένη σε υψόμετρο 340 μέτρα στην ενδοχώρα, και μπορείς να πεις ότι είναι κοντά στο νεοαναγειρόμενο αεροδρόμιο του Ηρακλείου. Αποτελεί το μητροπολιτικό κέντρο της αγγειοπλαστικής στην Κρήτη, και ένα απ’ τα δυο-τρία σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους είναι αγγειοπλάστες, κληρονομικό επάγγελμα, διδασκόμενο από τους γονείς στα τέκνα.
Απ’ αυτό το μέρος ξεκίνησε ο Μάρκος, αγγειοπλάστης, και έφτασε στη Δυτική Κρήτη σ’ ένα μικρό χωριό του Σελίνου κοντά στην Κάνδανο, τα Πλεμενιανά. Αναζητούσε αργιλόχωμα για τον πηλό με τον οποίο έφτιαχνε πιθάρια και τούτο το μέρος το είχε σε αφθονία. Τα Πλεμενιανά είναι χτισμένα σε υψόμετρο 360 μέτρων κι έτσι ο Μάρκος εγκλιματίστηκε σε ένα μέρος με παρόμοιες συνθήκες με το Θραψανό, ρίζωσε έκανε οικογένεια.
Εκτός από χώμα πλούσιο σε άργιλο, τα Πλεμενιανά είναι πλούσια και σε κοιτάσματα γαιανθράκων. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκαν οι Γερμανοί στην κατοχή εξορύσσοντας λιγνίτη, έχοντας τους ντόπιους σαν είλωτες να δουλεύουν κάθε μέρα. Ένας απ’ αυτούς ο Αριστείδης απόγονος τρίτης – τέταρτης γενιάς του Μάρκου, μια μέρα δεν πήγε στο μεταλλείο. Είχε γυρίσει απ’ το Αλβανικό μέτωπο πικραμένος με τη εξέλιξη των πραγμάτων, και το μόνο που τον ένοιαζε τώρα ήταν να αναθρέψει την οικογένειά του. Δεν άντεχε την τυραννία του κατακτητή. Οι Γερμανοί που τον αναζήτησαν αλλά δεν τον βρήκαν, πήραν σε ομηρεία το πρωτότοκο γιο του, το Γιωργάκη, που ήταν έξι – επτά χρονών τότε. Έτσι ο Αριστείδης αναγκάστηκε να γυρίσει με την ψυχή στο στόμα στα καταναγκαστικά έργα, κι ο Γιωργάκης ξαναγύρισε σπίτι.
Την τέχνη του αγγειοπλάστη ακολούθησε η Ρουλιώ, εγγονή του Αριστείδη, αφού έμαθε την ιστορία του προγόνου της Μάρκου, και ήταν κι ίδια φύση καλλιτεχνική. Πάρα πολλές φορές οι νεκροί, καθορίζουν το νόημα των πράξεων των ζωντανών. Ήταν και θρήσκα. Στη Γένεση (Παλαιά Διαθήκη) αναφέρεται η ρήση, «Χους ει και εις χουν απελεύσει», του Θεού προς τον Αδάμ. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος αποτελείται από χώμα και θα καταλήξει εις το χώμα.
Όταν δουλεύεις με τον πηλό, το καταλαβαίνεις. Διαπιστώνεις ότι είσαι χώμα και στο χώμα θα γυρίσεις. Ένα εύθραυστο πλάσμα που δουλεύει ένα εύθραυστο υλικό. Ο πηλός προσαρμόζεται στο χέρι, αφήνεται να σημαδευτεί απ’ αυτό, ο πηλός είναι προέκταση του ίδιου σου του εαυτού.
Βλέπουμε εκείνα τα κεραμικά απ’ τη Αρχαία Κρήτη των Μινωιτών ή εκείνα που έπλασαν οι Ετρούσκοι, ωραία ακόμα και ύστερα από τόσες χιλιάδες χρόνια, αντικείμενα που με την ίδια τους την ύπαρξη μας αποδεικνύουν πως χάρη στην εξυπνάδα και στη δουλειά το εύθραυστο του ανθρώπου και της λάσπης, μετατρέπεται σε ανθεκτικότητα. Η πέτρα ή το μέταλλο δεν αντέχουν υποχρεωτικά περισσότερο απ’ ό,τι ο πηλός.
Αυτή είναι η μικρή ιστορία μιας γενιάς, μιας οικογένειας της Κρήτης η οποία σαν τον πηλό συνδύασε το εύθραυστο και την ανθεκτικότητα.