Ο πατριωτισμός δεν γέρασε ποτέ στην καρδιά του ατρόμητου Χρωμοναστηριανού
Χρωμοναστηριανοί της Αθήνας μετά το δημοσίευμά μας για τους άγνωστους ήρωες που διακρίθηκαν στις τελευταίες επαναστάσεις, ζήτησαν να επανέλθουμε με μια αναφορά στον Παναγιώτη Βογιατζάκη, πατέρα του Γεωργίου του μεγάλου ευεργέτη του νησιού μας. Γιατί η υποδειγματική ζωή του, η μεγάλη του θυσία να διαθέσει τα πάντα για το νησί του, τον καθιστούν ιδιαίτερα σημαντικό.
Αν και στο βιβλίο του Πάρη Κελαϊδή που περιγράφει την μυθιστορηματική ζωή του σπουδαίου Κρητικάρχη αναφέρονται σημαντικά στοιχεία για τον ήρωα πατέρα του, επιστρέφομε στον ε.α αείμνηστο Συνταγματάρχη Χριστόφορο Σταυρουλάκη που τον έζησε και μάλιστα σε κάθε επέτειο του θανάτου του έκανε πολύ αξιόλογα αφιερώματα, όπως αυτό δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του (Κ.Ε Ιανουάριος 1957).
Μεγάλη αναγνώριση της πατριωτικής του δράσης
Από τα δημοσιεύματα του πολυγραφότατου ιστορικού θα δανειστούμε στοιχεία για τον μεγάλο πατριώτη Παναγιώτη Βογιατζάκη που ο θάνατός του (1957) προκάλεσε αίσθηση.
Αρκετά και τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες της εποχής που αναφέρθηκαν στη ζωή και το έργο του.
Αντιπροσωπευτικό το παρακάτω μικρό απόσπασμα: «Ο αείμνηστος Παναγιώτης Βογιατζάκης καθόλον το μακρόν διάστημα του βίου του διεκρίθη δια τα εξαίρετα χαρίσματά του. Υπήρξεν η προσωποποίησις της εννοίας του καλού Κρητικού εις όλας του τας εκδηλώσεις. Θαρραλέος πολεμιστής, χρηστός πολίτης, πρότυπον οικογενειάρχου, πιστού και αφοσιωμένου συντρόφου».
Επικήδειο, όπως μαθαίνουμε επίσης από τον Πάρη Κελαϊδή, εκφώνησε ο τότε πρόεδρος της Παγκρητίου Ενώσεως Ανδρέας Νάθενας απόστρατος αξιωματικός που σκιαγράφησε με απόλυτη ακρίβεια το έργο και την προσφορά του Παναγιώτη Βογιατζάκη.
Του αγέρωχου πολεμιστή, του πρώτου δημάρχου Βρυσιναίων, που έδωσε τα πάντα για τον δήμο και τους δημότες του απομένοντας ο ίδιος πάμπτωχος μα πάντα αξιοπρεπής και περήφανος. Σαν γνήσιος Κρητικός.
Εκδίκηση για τον πατέρα
Όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο αφιέρωμα ο πατέρας του Παναγιώτη ο Μπογιατζηδογιώργης με το όνομα ως προεστός του χωριού είχε πάρει θέση όταν ο αιμοβόρος γεννίτσαρος Μπαρμπαρέζος επέμενε με το δικαίωμα του προύχοντα να επιβάλει αγροφύλακα έναν δικό του. Δεν μπορούσε να καταπιεί αυτή την προσβολή που βάραινε όλο το χωριό. Κι επειδή η στάση αυτή θα μπορούσε να βρει μιμητές και σε άλλα χωριά ο Μπογιατζογιώργης έπρεπε να πληρώσει.
Ο Μπαρμπαρέζος το είπε και το κανε. Μαζί με άλλους φανατικούς Τούρκους του έστησαν πολλές ενέδρες, με βαλτούς Τούρκους δολοφόνους που δείλιαζαν όμως να τον σκοτώσουν γιατί και ο καπετάν Γιώργης γνωρίζοντας την απόφασή τους έπαιρνε τα μέτρα του αποφασισμένος να πληρωθεί ακριβά η ζωή του. Δεν τα κατάφερε όμως να σωθεί.
Μια μέρα στις 30 Σεπτεμβρίου 1895, όταν κατά τις απογευματινές ώρες περνούσε από την τοποθεσία «Τράχαλο» που βρίσκεται πάνω από το χωριό Μύλοι πέφτει στην ενέδρα που είχε στήσει ο ίδιος ο Μπαρμπαρέζος μαζί με τον αιμοβόρο Τούρκο Χαμουτζή από τα Καπεδιανά και τον γυναικαδελφό του Χρουνσή και βρίσκει ηρωικό θάνατο.
Οι Χριστιανοί του χωριού αφού πρώτα κήδευσαν τον αγαπημένο τους νεκρό, συνέστησαν στον μοναχογιό του σκοτωμένου Παναγιώτη να φύγει από το χωριό. Έτσι κι αλλιώς δεν επρόκειτο να δικαιωθεί καθώς οι Τουρκικές αρχές όπως συνέβαινε πάντα έκλεισαν τα μάτια χαριζόμενες στους γνωστούς δολοφόνους.
Το αίμα του αδικοσκωτομένου νεκρού όμως γύρευε εκδίκηση και σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα του τόπου ο κλήρος του εκδικητή έπεφτε πάνω στον γιο του Παναγιώτη που ορκίστηκε να πάρει το αίμα του πίσω πριν περάσουν τα σαράντα του μνημοσύνου του πατέρα του. Κι έτσι έγινε. Γιατί ο Παναγιώτης γέννημα θρέμμα μια πολύκλαδης γενιάς αγωνιστών έκλεινε μέσα στην ψυχή του όλο το φλογερό πόθο της Λευτεριάς κι όλο τον βαρυστέναχτο πόνο της οικογενείας του για τον σκοτωμό του ηρωικού πατέρα του από τους Τούρκους. Έτσι αναθρεμμένος με τις ιερές παραδόσεις της Κρήτης ξεπετάχτηκε μικρός ακόμη με το όπλο στο χέρι πανέτοιμος για την κάθε θυσία κι άξιος για αν φανεί χρήσιμος στην αγωνιζόμενη πατρίδα του. Τα ψυχικά και σωματικά του προσόντα ο τίμιος χαρακτήρας του δυνάμωναν περισσότερο την αντρειοσύνη του. Μετά τον σκοτωμό του πατέρα του ο αείμνηστος Παναγιώτης αρματώθηκε και πήρε το βουνό. Η Προεπαναστατική εκείνη εποχή του 1895 ήταν ευνοϊκή για τον σκοπό του στη αρχή τραβήχτηκε στις μαδάρες της Ασή Γωνιάς του Αποκορώνου όπου και άλλοι πολλοί ανυπόταχτοι Κρητικοί γύριζαν αρματωμένοι και παρέμεινε κοντά στη συγγενική του οικογένεια των Σταυρουλήδων. Οι Τούρκοι το έμαθαν και το ισχυρό καρακόλι της Αργυρουπόλεως πήρε διαταγή να συλλάβει τον ένοπλο Χαΐνη Παναγιώτη που γύριζε τώρα στις μαδάρες της Ασή Γωνιάς τη Ροδαρέ και την Ντέμπλα με τη συντροφιά του Ασηγωνιώτη Σταυρουλογιώργη του περίφημου σημαιοφόρου του αρχηγού Πετρομάρκο.
Εκεί χαΐνεψε ένα μήνα και μια νύχτα στο τέλος του Οκτώβρη του 1895 βρέθηκε με τον Ασηγωνιώτη στο Βρύσινα κοντά στην τοποθεσία που βρίσκεται το πανάρχαιο Μοναστήρι της Κεράς. Εκεί κάλεσε κρυφά τους φίλους και συγγενείς του Ηλία Βογιατζάκη, Βαγγέλη Σιλβέρη, Ανδρέα Λεμόνη και Βαγγέλη Κοτζάμπαση, νέους τότε και φλογερούς πατριώτες.
Στη σύσκεψη που έκαναν αποφασίστηκε να κατέβουν στο Χρωμοναστήρι ενα βράδυ και να σκοτώσουν όσους Τούρκους και αν εύρισκαν στο Καφενείο του Χωριού.
Άλλος πλήρωσε
Οι Δημογέροντες όμως γέρο Σίλβερης, παπά Μελέτης και οι άλλοι ψυχραιμότεροι χωριανοί τους απέτρεψαν μπροστά στον κίνδυνο να ξεκληρίσουνε ύστερα οι Τούρκοι όλους τους Χριστιανούς του χωριού και συμβούλεψαν τον Παναγιώτη να εκδικηθεί σε μοναχιασμένους Τούρκους στον ίδιο τόπου που σκότωσαν τον πατέρα του. Κι εκείνος υπάκουσε. Ξαναγύρισε παραμονές του μνημοσύνου και ζήτησε από τους φίλους του να τον ενημερώσουν για τις κινήσεις του φονιά. Οι πρώτες πληροφορίες τον γέμισαν μια άγρια χαρά. Την ημέρα ακριβώς του μνημοσύνου ο φονιάς είχε πρόγραμμα να πάει στους Μύλους για δουλειά περνώντας με τη συνοδεία του από τη θέση που είχε δολοφονήσει τον Μπογιατζηδογιώργη.
Ο νεαρός Παναγιώτης θεώρησε ότι ήταν εύνοια της Νέμεσης αυτή η σύμπτωση. Και με τρία ξαδέλφια του παρέα έστησαν ενέδρα του Τούρκου.
Τελικά εκείνος αποφάσισε να στείλει κάποιον άλλον στη θέση του, ο οποίος τα ‘χασε όταν είδε μπροστά του τον γιο του σκοτωμένου. Όταν κατάλαβε τις προθέσεις του μάταια ορκίστηκε πως δεν ήταν αυτός ο αίτιος. Δυο σφαίρες τον έριξαν νεκρό.
Άστραψαν και βρόντησαν οι Τούρκοι του Χρωμοναστηρίου μετά το φονικό αυτό. Επικήρυξαν τον Παναγιώτη που δεν είχε άλλη επιλογή από την ένωση με τους επαναστάτες της Μεταπολίτευσης. Και η δράση που ανέπτυξε ήταν εντυπωσιακή.
Μια ήρεμη δύναμη
Όταν τέλειωσε η επανάσταση και δόθηκε αμνηστία ο Παναγιώτης επέστρεψε στο χωριό. Ένας άντρας με λεβεντιά και χάρη. Και τι παράξενο. Τώρα που είχε λείψει από την ατμόσφαιρα η μυρωδιά του μπαρουτιού κι είχε σβήσει ο αχός της μάχης δεν ήταν πια ο άγριος πολεμιστής. Είχε γίνει πια ένας ήρεμος άνθρωπος με μια έμφυτη αρχοντιά στους τρόπους και στην ομιλία του. Κέρδισε τον γενικό σεβασμό χωρίς να καταβάλει προσπάθεια. Το 1898 πήρε την απόφαση να κάνει κι αυτός οικογένεια.
Παντρεύτηκε την Αμαλία Χατζηδάκη από την Παντάνασσα. Μόλις είχε αρχίσει να απολαμβάνει τις χαρές του πατέρα από τα πρώτα του παιδιά σήμανε ο Βενιζέλος στα 1905 το προσκλητήριο του Θερίσου.
Ο Παναγιώτης ήταν ο πρώτος που έτρεξε κι έμεινε από τότε απόλυτα αφοσιωμένος στον Εθνάρχη. Δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Και για τις ανάγκες του κόμματος των Φιλελευθέρων δεν δίστασε να θυσιάσει σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του.
Την εποχή που αναφερόμαστε η Κρήτη είχε διαιρεθεί σε δήμους. Ένας από τους επτά δήμους της επαρχίας Ρεθύμνης ήταν ο δήμος Βρυσιναίων. Δήμαρχος από το 1906 μέχρι το 1912 ήταν ο Παναγιώτης.
Για την ιστορία να προσθέσουμε ότι στον δήμο αυτό που αριθμούσε 2.841 κατοίκους είχαν υπαχθεί 20 χωριά Χρωμοναστήρι, που ήταν και η έδρα, Αμπελάκι, Αρμένοι, Άγιος Ευτύχιος, Αγία Ειρήνη, Άγιος Γεώργιος, Γουλεδιανά, Γιαννούδι, Καπεδιανά, Καρέ, Κούμοι, Μύλοι, Μύρθιος, Μισσίρια, Ξερό Χωριό, Όρος, Πρασσές, Ρουσσοσπίτι, Σελλί, Φωτεινού. Στον δήμο ανήκαν και τα Μετόχια Αποθαμένου και Αλμπάνη, όπως και η μονή Χαλεβί. Ήταν όλα κτισμένα στους πρόποδες του Βρύσινα, που σε όλες τις κρητικές επαναστάσεις ήταν το ορμητήριο των αγωνιστών.
Το υψηλό αξίωμα έγινε αφορμή για πολλές δαπάνες, ο Παναγιώτης ήταν άνθρωπος της προσφοράς και βράχος εντιμότητας, οπότε δεν άργησε να μείνει πάμπτωχος και με μεγάλη οικογένεια.
Η αξιοπρέπεια πάνω από όλα
Αν και είχε κάνει ένα όνομα στο εμπόριο αναγκάστηκε να αφήσει τα επόμενα μεγάλα του σχέδια και να ψάξει για καμιά θέση στο Δημόσιο. Γιατί στο σπίτι τα έφερνε πια πολύ δύσκολα και τα παιδιά του δεν έπρεπε να ζουν τόσο στερημένα.
Στην απελπισία του αποφάσισε να χτυπήσει την πόρτα του Βενιζέλου. Εκείνος τον δέχτηκε με χαρά και τον ρώτησε με αγάπη ποια θέση θα ήθελε να επιλέξει ο ίδιος.
– Βρες δήμαρχε του είπε σαν τι σου ταιριάζει κι εδώ είμαστε. Έλα πάλι να δούμε.
Βρήκε άνθρωπο να καταλάβει το πνεύμα του. Ο Παναγιώτης ήταν τύπος της ξεκάθαρης κουβέντας. Περίμενε από το Βενιζέλο μια συγκεκριμένη πρόταση. Τι να διαλέξει και κουραφέξαλα. Θύμωσε και δεν ξαναπάτησε στο πρωθυπουργικό γραφείο. Είχε κι έναν εγωισμό…
Για καλή του τύχη διοικητής νήσων του Αιγαίου υπηρετούσε τότε ένας μακρινός του συγγενής. Ο Μίνως Πετυχάκης που έδειξε αμέσως ενδιαφέρον και τον διόρισε στο Τελωνείο Μυτιλήνης. Από εκεί πήρε μετάθεση στο Τελωνείο Χανίων και το 1919 ανέλαβε καθήκοντα στον Πειραιά, όπου και συγκέντρωσε στην Αθήνα όλη την πολυμελή του οικογένεια.
Η ζωή τα έφερε να ζήσει τα επόμενα σαράντα χρόνια με την οικογένειά του, που λάτρευε και να επισκέπτεται κατά διαστήματα την Κρήτη που ποτέ δεν ξεχνούσε.
Τα πικρά ποτήρια ενός πατέρα
Είχε την ευτυχία να δει τις πρώτες επιτυχίες του Γιώργη του που είχε εξελιχθεί μόνος και χωρίς καμιά στήριξη από πουθενά και να καμαρώσει τις κόρες του καλοπαντρεμένες. Πήρε όμως κι ο χάρος μερτικό το δεύτερο αγόρι του που πέθανε στα εννιά χρόνια του από θανατηφόρα επιδημία και μια από τις κόρες του. Ήταν η Ιωάννα που πέθανε από πλευρίτιδα, ενώ ήταν αρραβωνιασμένη και ετοιμαζόταν για τον γάμο της.
Αυτός ήταν κι έτσι έζησε ο Παναγιώτης Βογιατζάκης. Γεννήθηκε κι αναθράφηκε μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς και τους πολέμους και δοκίμασε όλες τις στερήσεις και τα ιδροκόπια της δύσκολης εκείνης εποχής. Γι’ αυτό με ένα σπάνιο χαρακτήρα σταθερό και αλύγιστο στις δοκιμασίες της ζωής του αντιμετώπιζε πάντα με θάρρος και σύνεση.
Ήταν γεμάτος από πατριωτικό παλμό, απέραντη αγάπη για την πατρίδα του, και αληθινή λατρεία για την Κρήτη που την κληροδότησε και στα παιδιά του.
Έφυγε από τον κόσμο αυτό ευτυχισμένος περιστοιχιζόμενος από τους αγαπημένους του και εκτιμώμενος απ όλους εκείνους που τον γνώρισαν. Και ο μοναδικός καημός του θα ήταν οτι πέθανε μακριά από την αγαπημένη του Κρήτη χωρίς να ξαναδεί τον τόπο του.
Συναντήσεις με ιστορική σημασία
Κάτι επίσης συγκινητικό μας αφηγείται ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης. Κάποιες τυχαίες συνάντησεις του με τον Παναγιώτη τις μέρες του πολέμου Νοέμβρη του 1940 και στην κατάρρευση του μετώπου. Θα τις περιγράψουμε αυτολεξεί όπως την άφησε η πέννα του συνταγματάρχη .
«Ήταν, γράφει, οι δύσκολες ημέρες του αγώνα της Πίνδου, οι αποφασιστικές εκείνες ώρες όταν όλες οι καρδιές των Ελλήνων χτυπούσαν δυνατά συνταιριασμένες μέσα στην αγωνία και την απόγνωση την αμφιβολία και την ασύγκριτη αυτοθυσία του στρατού των συνόρων, αμυνόμενου βήμα προς βήμα του πατρώου εδάφους και αγωνιζόμενου σώμα με σώμα για την ανατροπή των επιδρομέων με επικεφαλής τον απαράμιλλο και μαρτυρικό συνάδελφο του Συνταγματάρχη Δαβάκι.
Ο αείμνηστος Παναγιώτης Βογιατζάκης με συνόδευσε ως τον σταθμό Λαρίσης όπου το τμήμα μου επιβιβαζόταν βιαστικά για το μέτωπο. Ανάμεσα στα τραγούδια και το υπέροχο φρόνιμα των στρατιωτών έβλεπα να φουσκώνουν από περηφάνια τα στήθη του παλιού αγωνιστή. μ’ αποχαιρέτησε με τα λόγια «Στην ευχή του Χριστού και της Παναγίας παιδί μου». Και όταν ύστερα από ένα σκληρό και νικηφόρο αγώνα, άδικη μοίρα του έθνους μας έφερε πίσω ηττημένους νικητές συνέπεσε να τον ξανασυναντήσω περίλυπο στο καφενείο «Βυζάντιο» όπου σύχναζε. Με συνόδευαν δύο φίλοι αξιωματικοί περισσότερο ίσως καταβεβλημένοι από μένα και με ολοφάνερο το παράπονο για τον άδικο χαμό του ένδοξου εκείνου αγώνα μας Δε με ξεχώρισε στην αρχή και μόνο όταν του μίλησα και με αναγνώρισε ένιωσα να ματώνει η πατριωτική του ψυχή κι είδα τα δάκρυα ν’ αυλακώνουν το γεροντικό του πρόσωπο.
Μας αγκάλιασε και μας φίλησε όλους. Κι απάνω στην ώρα βρήκε να μας πει λίγα θερμά λόγια παρηγοριάς. «Να είστε, μας είπε υπερήφανοι γιατί εσείς πράξατε στο ακέραιο το καθήκον σας προς την Πατρίδα και την δοξάσατε». Και πάλι δάκρυσε. Από τότε δεν τον ξανά είδα παρά άλλη μια φορά κατά την επιστροφή μου από τον αγώνα της Μέσης Ανατολής στις αρχές του 1946. Πάντα όμως με συγκινούσαν τα πατριωτικά του συναισθήματα και πάντα καμάρωνα τη γέρικη μα λεβέντικη κορμοστασιά του.
Ήταν ένας αληθινός Κρητικός. Και τούτος ο τίτλος πρέπει να είναι ο μεγαλύτερος γιατί αυτός και μόνο ξεμετρά όλα τα αξιώματα και τις διακρίσεις κι όλου του κόσμου τις τιμές. Ξαγοράζεται όμως πανάκριβα. Και γιαυτό θα πρέπει να απονέμεται μόνο σε εκείνους που ίσιοι και αλύγιστοι περπατούνε τη στράτα της μνήμης και φέρνουνε ψηλά κι αντάξια το Κρητικό όνομα».