Τη χαρισματική προσωπικότητα του δασκάλου, Γιάννη Κουμεντάκη, που άφησε βαθύ αποτύπωμα στο χώρο της εκπαίδευσης αλλά και της εκκλησίας και γενικότερα στην πνευματική και πολιτιστική ζωή του τόπου τίμησε το Ρέθυμνο μέσα από την εκδήλωση που διοργανώθηκε για την παρουσίαση της έκδοσης του βιβλίου με τίτλο «Γιάννη Γ. Κουμεντάκη – Βίος και Λόγος».
Στο κατάμεστο από κόσμο ωδείο της πόλης, σε μια μυσταγωγική εκδήλωση, που διοργανώθηκε από την Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, το απόγευμα της Τετάρτης αρχές και φορείς του τόπου, ιερείς, πολίτες, κάποιοι εκ των οποίων υπήρξαν και μαθητές του Γιάννη Κουμεντάκη, ήταν εκεί για να αποτίσουν τον δικό τους φόρο τιμής στον άνθρωπο, δάσκαλο, Γιάννη Κουμεντάκη, που άφησε πίσω του πλούσιο έργο.
Συγκινημένοι παρακολούθησαν την εκδήλωση τιμής και μνήμης η σύζυγος του Γιάννη Κουμεντάκη, Ευαγγελία και τα τρία του παιδιά Γιώργος, Όλγα και Νίκος.
Ο θεολόγος καθηγητής, ιεροκήρυκας, συγγραφέας και αρθρογράφος, Γιάννης Γ. Κουμεντάκης, με τη ζωή του και το έργο του δίδαξε ήθος παραμένοντας πάντα πιστός στην αγάπη για τον τόπο του και στην παράδοσή του.
Το βιβλίο που παρουσιάστηκε εκδόθηκε από την «Γραφοτεχνική Κρήτης» με πρωτοβουλία του τότε Μητροπολίτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγένιου, σε συνεργασία με τον νυν μητροπολίτη Πρόδρομο οργάνωσαν την εκδήλωση.
Καταλυτικός είναι ο ρόλος του πρώην διευθυντή της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Μιχάλη Ν. Τζεκάκη, που ανασύροντας το αρχείο του Γιάννη Κουμεντάκη μέσα από το βιβλίο σκιαγραφεί ένα εκτενές πορτρέτο του Ρεθεμνιώτη θεολόγου, παραθέτοντας ταυτόχρονα ανέκδοτο υλικό από το αρχείο του και δημοσιευμένα τεκμήρια από το σύνολο του έργου του.
Την εκδήλωση άνοιξε η Αγγελική Βλαχοπούλου, που είχε την εκδοτική επιμέλεια του βιβλίου και μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Ο ίδιος ο Γιάννης Κουμεντάκης και τα γραπτά του είναι μέρος αυτής της ιστορίας και αυτής της ταυτότητας. Ομολογώ ότι μέχρι τη στιγμή που ανέλαβα τον σχεδιασμό και την επιμέλεια της έκδοσης αυτής, δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα για εκείνον. Γνωρίζει όμως ο Μανώλης Χαλκιαδάκης που με ενθουσιασμό δεσμεύτηκε για την παραγωγή από τη «Γραφοτεχνική», κρατώντας το νήμα μιας σχέσης, εκείνης του Γιάννη Κουμεντάκη με την εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα», στην οποία είχαν δημοσιευτεί τα περισσότερα κείμενά του και με τον ιδρυτή της Γιάννη Χαλκιαδάκη. Ένα νήμα που ξεκινούσε όμως από πιο παλιά κι από πιο μακριά. Από τα Αγιοβασιλειώτικα, συνδέοντας την οικογένεια Κουμεντάκη και με τον εφημέριο παπά Μανώλη Χαλκιαδάκη και την πρεσβυτέρα Αγάπη. Γνώριζε επίσης και ο τότε Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Ευγένιος, με την πρωτοβουλία του οποίου η έκδοση έτυχε της υποστήριξης της Μητρόπολης. Φυσικά, γνώριζε ακόμα ο Μιχάλης Τζεκάκης, ο οποίος είχε ήδη από καιρό αποβεί σε μια προσπάθεια επιλογής κειμένων, θεματικής οργάνωσής τους και σύνταξης του εισαγωγικού κειμένου, που θα ενέτασσε σε ένα συνεκτικό πλαίσιο την προσωπική ιστορία του Γιάννη Κουμεντάκη και τη διαλεκτική της σχέση με τα γραπτά του. Η πολύμηνη ενασχόλησή μου με τον σχεδιασμό και την εκδοτική επιμέλεια του τόμου και ο συνεχής διάλογος που βρισκόμασταν με τον Μιχάλη Τζεκάκη, είχαν ως φυσικό αποτέλεσμα να γνωρίσω τον Γιάννη Κουμεντάκη μέσα από τα γραπτά του. Κι αυτή η γνωριμία και η κατανόηση ήταν που σταδιακά έδινε και στο βιβλίο τη μορφή του. Ένα μεγάλο σύνολο κειμένων, πάνω από 90, οργανωμένα από τον Μιχάλη Τζεκάκη σε επτά θεματικές ενότητες, παρουσιάζονται συνοδευόμενα τις ποικίλες επεξηγηματικές σημειώσεις και τα σχόλιά του. Τα δύο μέρη του εκτενούς εισαγωγικού του κειμένου οργανωμένα με τη σειρά τους σε μικρότερες θεματικές ενότητες, επιτρέπουν στον αναγνώστη να μεταβεί από ένα πρώτο επίπεδο προσέγγισης του βίου και του λόγου του Κουμεντάκη, σε ένα δεύτερο επίπεδο της βαθύτερης κατανόησής του. Ως αναγνώστρια όμως μπορώ να πω πως τα αγαπημένα μου βρίσκονται κυρίως στις δύο πρώτες ενότητες. Είναι κείμενα που αναφέρονται είτε στη σχέση του συγγραφέα με τη φύση και τη ζωή στο χωριό, είτε μεταφέρουν εμπειρίες και βιώματα των νεανικών χρόνων. Στην πραγματικότητα, πρόκειται κατά τη γνώμη μου για μαρτυρίες πολύτιμες και για την ιστορικότητά τους και τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρουν έως εμάς τη φωνή ενός παρελθόντος, σχετικά κοντινού χρονικά, από το οποίο όμως έχουμε πλέον εντελώς και οριστικά αποσυνδεθεί. Είναι ωστόσο βέβαιο ότι κάθε κείμενο αυτού του τόμου είτε εντάσσεται στις θεματικές που προανέφερα είτε όχι απηχεί μια αληθινή σχέση του Κουμεντάκη. Μια σχέση ζωντανή που πάλλεται εντός του αδιάκοπα. Σχέση με τη φύση, σχέση με τον Θεό, σχέση με τους προγόνους του, με τη γλώσσα του, με τους μαθητές του, με τα βιώματα και τη συνείδησή του, με τους ανθρώπους και την ιστορία του τόπου. Την αλήθεια της σχέσης αυτής θελήσαμε να αποδώσουμε και είμαστε βέβαιοι ότι θα φτάσει στον αναγνώστη και θα τον αγγίξει».
Η σχέση του Γιάννη Κουμεντάκη με τη φύση «Από τον Ευλιγιά στην Κάνεβο: πέντε βήματα δρόμος»
Ο Γιώργος Ι. Κουμεντάκης, γιος του αείμνηστου Γιάννη Κουμεντάκη, συνθέτης, καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, βαθιά συγκινημένος από την παρουσία του κόσμου, ευχαρίστησε όλους όσοι συνέβαλλαν στην πραγματοποίηση της εκδήλωσης, αλλά και την Μητρόπολη Ρεθύμνου για την αποδοχή δωρεάς του αρχείου του πατέρα του, το οποίο βρίσκεται ήδη στο Κέντρο Πολιτισμικής και Κοινωνικής Διακονίας «Θεομήτωρ», δίνοντας το όνομά του σε μία από τις αίθουσές του. Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, Ευγένιο, ο οποίος δεν κατάφερε να παραβρεθεί στην εκδήλωση, αλλά και στον νυν Μητροπολίτη Ρεθύμνου Πρόδρομο.
Παράλληλα ευχαρίστησε τον δήμαρχο Ρεθύμνης, Γιώργη Μαρινάκη, καθώς και τον εκδότη των «Ρ.Ν.» Μ. Χαλκιαδάκη και την κα Αγγελική Βλαχοπούλου που ανέλαβε την έκδοση του βιβλίου, καθώς και την αγαπημένη του, όπως είπε, Πέπη Μπιρλιράκη, πολύτιμη φίλη και συνεργάτιδα στο Αναγεννησιακό Φεστιβάλ της πόλης μας και όχι μόνο. Τις ευχαριστίες του εξέφρασε και στους ομιλητές, Βαγγέλη Παπαδάκη και Γιώργο Στριλιγκά, ενώ ξεχωριστή ήταν η αναφορά του στον Μιχάλη Τζεκάκη για τη διαφύλαξη της πνευματικής περιουσίας του Γιάννη Κουμεντάκη.
Ο Γιώργος Κουμεντάκης στη διάρκεια της εκδήλωσης επέλεξε να μιλήσει για τον πατέρα του και την εξαιρετική σχέση του και αγάπη του για τη φύση: «Από τον Εβλιγιά στην Κάνεβο, πέντε βήματα δρόμος» ήταν ο τίτλος της ομιλίας μέσα από την οποία ανέδειξε πτυχές της προσωπικότητας του πατέρα του ο γιος του Γιώργος Κουμεντάκης:
«Όλα αυτά που κρατάμε μέσα μας, όλα αυτά που εσωτερικεύουμε, βυθίζονται στον ατελή χρόνο και χάνονται. Γι’ αυτό πιστεύω στην αξία της καταγραφής, στις γραμμένες με λέξεις αναμνήσεις, στα καταγεγραμμένα με λέξεις γεγονότα που αποτυπώνονται και παραμένουν ζωντανά μέσα από τη γραφή.
Σας ευχαριστώ που μου δίνετε σήμερα τη δυνατότητα -με αφορμή το βιβλίο που βασίζεται στο αρχειακό καταγεγραμμένο υλικό μιας ζωής (και τι ζωής!) του πατέρα μου Γιάννη Κουμεντάκη- να αποτυπώσω κι εγώ κάποιες από τις αναμνήσεις μου. Πιεστικά παρούσες και με τις «προθεσμίες» επιτακτικά να διεκδικούν την εξωτερίκευσή τους.
Θα μπορούσα να πω πολλά και διαφορετικά, γιατί ο πατέρας μου έζησε μια γεμάτη πνευματική ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις.
Θα μείνω όμως σε ένα θέμα, κεντρικό της ζωής του, που μας το καλλιέργησε από τα μικράτα μας και που εμένα τουλάχιστον με επηρέασε καθοριστικά σαν άνθρωπο αλλά και σαν συνθέτη: τη σχέση του ανθρώπου με τη Φύση.
Τα καλοκαίρια με έπαιρνε μερικές φορές μαζί του από τον Εβλιγιά, που ήταν το εξοχικό μας καταφύγιο, στη Χώρα και πάλι προς το μεσημεράκι η επιστροφή από τη Χώρα στο αμπέλι μας. Εκεί στη ζέστη, ανηφόρα, του άνοιγε η διάθεση της διαπαιδαγώγησης: ανάλυση της πανίδας και της χλωρίδας, πληροφορίες για την αναπαραγωγή των ειδών, μεταφυσικές αποχρώσεις και συμβολισμοί των φυσικών φαινομένων και όλα αυτά με πάθος και απέραντη αγάπη. Όλες αυτές τις συζητήσεις, αλλά και τα αφελή μου ερωτήματα, τα έχω καταγεγραμμένα στη μνήμη μου σαν κάτι πολύτιμο, γιατί ήταν από τις λίγες φορές ουσιαστικής επαφής πατέρα και γιου, χωρίς παρεμβολές άλλων στοιχείων, αλλά και με μια τάση εξομολογητική.
Το ίδιο και όταν πηγαίναμε εκδρομές σε εξωκλήσια της περιοχής Σάββατο απόγευμα ή Κυριακή πρωί. Αλλά και τα βράδια στις βεγγέρες με τους γειτόνους, πολλές φορές το θέμα συζήτησης ήταν η φύση. Από τα καθημερινά στον τρύγο, στη σταφίδα, στις ροδακινιές και στις συκιές, στα αχλάδια που σκουλήκιαζαν εύκολα, στους χοχλιούς που μαζεύαμε στις ξερολιθιές και κάτω από τις κληματόβεργες, στα «πάντα εν σοφία εποίησας» και στα παραδείγματα της φύσης που έδιναν τον τόπο του αναμφισβήτητου επιχειρήματος. Η ύψιστη τέχνη ήταν φυσικά η φύση. Η μουσική ήταν η φύση και φυσικό φαινόμενο, η ζωγραφική και η γλυπτική επίσης, τα γράμματα ούτε λόγος, ο ίδιος ο Θεός ήταν η φύση.
Τι ίσιο μας το πρόσωπο ήταν η εικόνα της φύσης και το μυαλό μας ο εκφραστής της.
Σε αυτούς τους περιπάτους σου έδινε την εντύπωση ότι οδεύουμε προς το άγνωστο με την προσδοκία της αποκάλυψης, που φυσικά ερχόταν αργά-αργά με την ερμηνεία όλων αυτών που είχε ανακαλύψει είτε από τα διαβάσματά του είτε από την εμπειρική γνώση είτε από τον εσωτερικό του θεολογικό λόγο της αποκάλυψης του Θεού μέσω των δημιουργημάτων του.
Αργότερα κατάλαβα ότι το ανεξάντλητο ενδιαφέρον του για την περιοχή του Εβλιγιά πηγάζει από μια άλλη περιοχή: την Κάνεβο, τον Αϊ-Γιάννη τον Καμένο και το φαράγγι του Κοτσυφού. Το μέρος που γεννήθηκε και νομίζω αγάπησε όσο και την οικογένειά του. Από το 1977, τελειώνοντας το τότε γυμνάσιο, δεν θυμάμαι να ξαναμείναμε στο αμπέλι μας.
Είχε αρχίσει να επιστρέφει ψυχή τε και σώματι στο χωριό του. Η σκέψη του ήταν προσανατολισμένη στην Κάνεβο. Επέστρεφε συνειδητά στον τόπο καταγωγής. Νομίζω ότι η πρόωρη συνταξιοδότησή του αυτό είχε σκοπό. Να μη χάσει ούτε λεπτό επαφής με το χωριό του. Ακόμα και όταν η ασθένεια δεν του επέτρεπε μετακινήσεις, είχε την ελπίδα -και το εκμυστηρευόταν- να γίνει καλά για να επιστρέψει στον Αϊ -Γιάννη.
Δεν έχω ξανανιώσει άνθρωπο με τέτοια ανιδιοτελή αγάπη, απέραντο θαυμασμό και πηγή έμπνευσης για τον τόπο του. Ήταν πιστεύω γι’ αυτόν το κορυφαίο του δημιούργημα και ας μην ήταν δικό του.
Εκεί αναπαύεται, θέλω να πιστεύω, ευτυχισμένος και πλήρης.
Αυτοί οι δύο τόποι, ο Εβλιγιάς και η Κάνεβος, παραμένουν για εμένα τα ιδανικά τοπόσημα με την ίδια πάντα πρωτόγνωρη ομορφιά, τον ίδιο ενθουσιασμό, την ίδια αθωότητα. Είμαι ευγνώμων που ασκήθηκα πάνω τους και που μου επέτρεψαν να αποκαλυφθεί το μυστήριο που ο πατέρας μου γνώριζε και εγώ με τη βοήθειά του μετέτρεψα σε νότες.
Κλείνοντας, θα ήταν αδύνατον να μην αναφερθώ στη μητέρα μου, που στάθηκε σε όλη της τη ζωή στο πλευρό του πατέρα μου, που στήριξε την οικογένειά μας σε δύσκολες στιγμές και που ήταν αναμφίβολα η «κρυφή πλευρά» του βιβλίου που σήμερα παρουσιάζουμε, μιας και υπήρξε με την ταπεινότητά της συνειδητά στη σκιά του πατέρα μου, επηρεάζοντας πολλές φορές τη σκέψη του, με το παράδειγμα της ζωής της».
Γ. Μαρινάκης «Λόγια αγάπης και θύμησης για τον δάσκαλό μου»
Για τον δάσκαλό του, Γιάννη Κουμεντάκη, μίλησε ο δήμαρχος Ρεθύμνου, Γιώργος Μαρινάκης, ανασύροντας από τη μνήμη του εικόνες και συναισθήματα από την επαφή μαζί του, οι οποίες, όπως είπε, ενισχύθηκαν από τη μελέτη του βιβλίου, το οποίο υπηρετεί με συνέπεια τον στόχο του και σκιαγραφεί με πιστότητα την πολυσχιδή προσωπικότητα και το πλούσιο έργο του τιμώμενου δασκάλου.
Μεταξύ άλλων ο Γ. Μαρινάκης ανέφερε: «Θυμάμαι το δέος που μου προκαλούσε το κήρυγμά του. Στα μάτια μου φάνταζε ως ένας σπουδαίος άνθρωπος, ένα πρόσωπο με μυθικές ιδιότητες, που ακόμη κι όταν δεν καταλάβαινα όλα όσα έλεγε, λόγω του νεαρού της ηλικίας μου, ήμουν σε θέση να παρατηρήσω την προσήλωση των εκκλησιαζομένων στο λόγο του.
Ένας ταλαντούχος ρήτορας, που εισήγαγε με θαυμαστή μαεστρία την κρητική ντοπιολαλιά στη ροή του διδασκαλικού και κηρυγματικού του λόγου.
Ένας εμπνευσμένος γλωσσοπλάστης που πάντρευε με μοναδική μαεστρία την αρχαία γλώσσα με την καθαρεύουσα και τη δημοτική, που κατάφερνε τόσο ως εκπαιδευτικός όσο και ως ιεροκήρυκας να μας κοινωνήσει τη μυσταγωγία της ελληνικής γλώσσας.
Ως εκπαιδευτικός τίμησε το λειτούργημά του με παραδειγματικό τρόπο. Αγαπούσε τα παιδιά, τους μαθητές του και αυτό το ευγενές συναίσθημα γίνονταν προσωπικό βίωμα των αποδεκτών του λειτουργήματός του. Πραγματικά συγκινήθηκα διαβάζοντας στο βιβλίο τη χειρόγραφη σημείωση του πρωτοδιόριστου τότε καθηγητή στο κοινοτικό σχολείο Πανόρμου: «Αγιοτράπεζα η αίθουσα διδασκαλίας! Μελωδία οι ερωταπαντήσεις των μαθητών …Προοπτική, οι εκκολαπτόμενοι ηνίοχοι, αλλά και οι σεμνοί επιβάτες στις άμαξες της κοινωνίας».
Σεβόταν το παιδαγωγικό του έργο και εμπλούτιζε διαρκώς τη διδασκαλία του με κείμενα από την Αγία Γραφή, την ιστορία, την παράδοση και τη λαογραφία, από τις διηγήσεις εγγράμματων και αγράμματων συγχωριανών του, τη συνδιαλλαγή του με τους συναδέλφους του και από τα βιβλία που μελετούσε, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον των μαθητών του.
Έχοντας βιώσει ο ίδιος δύσκολα νεανικά χρόνια με πείνα, στερήσεις και ανέχεια, που τον υποχρέωσαν να διακόψει τις σπουδές του δύο φορές και να παραστεί στην τελετή ορκωμοσίας του ως θεολόγος με τα μοναδικά ρούχα που διέθετε, τη στρατιωτική του στολή, επιδίωκε μέσα από το εκπαιδευτικό του λειτούργημα, να διαμορφώσει προσωπικότητες ανθεκτικές στις αναπόδραστες ανατροπές της ζωής. Ανθρώπους με ενσυναίσθηση, εξοπλισμένους με την απαραίτητη γνώση, τη σύνεση αλλά και την πίστη στο Θεό, ικανούς να συγκροτήσουν υγιείς κοινωνίες που θα σέβονται τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Εκτός από τους μαθητές του, το έργο και την προσφορά του Γιάννη Κουμεντάκη αναγνώρισαν, ανέδειξαν και τίμησαν φίλοι και άνθρωποι που τον εκτιμούσαν. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται κι ο επιμελητής του καλαίσθητου τιμητικού τόμου κ. Μιχάλης Τζεκάκης, ο οποίος ανέλαβε και διεκπεραίωσε επιτυχώς, με τη συνεπικουρία της κ. Αγγελικής Βλαχοπούλου, ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Είναι επίπονη η διαδικασία διαχείρισης ενός ογκωδέστατου αρχείου, η επιλογή των κειμένων και αναφορών που αποδίδουν με επάρκεια την ψυχοσύνθεση, τα ενδιαφέροντα, τις επιλογές και την πολυδιάστατη δράση ενός ανθρώπου που συνέδεσε το βίο του με τον Θεό, τα παιδιά, τους συνανθρώπους του, την πατρίδα του και τη Φύση. Είμαστε ευγνώμονες διότι χάρη στη δική τους ακάματη προσπάθεια, διασώθηκε ένας σημαντικός πλούτος κειμένων – σπονδή στην ελληνική γλώσσα, στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα, στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της υπαίθρου και της πόλης, στην ηθική και τις συνήθειες της εποχής τους.
Συμμεριζόμαστε τη δίκαιη υπερηφάνεια και συγκίνηση της οικογένειάς του. Άλλωστε, το προνόμιο τόσο θερμών, πηγαίων αναφορών από το σύνολο της κοινότητάς τους, τόση κατάθεση αγάπης και σεβασμού αλλά και τη πανθομολογούμενη διάκρισή του από τόσους συμπολίτες που παρήγαγαν πνευματικό έργο, τα απολαμβάνουν μόνον όσοι το αξίζουν πραγματικά. Και είναι προφανές πως ο Ιωάννης Κουμεντάκης ήταν ένας από αυτούς.
Ένας άνθρωπος που συνέχισε να μας προσφέρει με γενναιοδωρία μαθήματα ζωής με τη δράση του και την αξιοπρεπή στάση του στο επερχόμενο τέλος του, υποστηρίζοντας πως «Ο άνθρωπος είναι τόσο νέος όσο η ελπίδα του και τόσο γέρος όσο η απελπισία του».
Ένας συμπολίτης που άφησε το ευγενές αποτύπωμά του στη συλλογική, κοινωνική αλλά και προσωπική μας ζωή.
Στη μνήμη μας θα διαφυλάξουμε την εικόνα της αστείρευτης νεότητας της ψυχής και του πνεύματός του.
Η διδασκαλία του και όλα όσα πρέσβευε και υποστήριζε δια του προσωπικού του παραδείγματος, αξίζουν να αποτελέσουν σηματωρό της καθημερινής μας ζωής και συνύπαρξης».
Μνήμες για τον δάσκαλο Γ. Κουμεντάκη από τον Β. Παπαδάκη
Ο πρώην διευθυντής του 1ου γυμνασίου, Βαγγέλης Παπαδάκης, αναφέρθηκε στις δικές του μνήμες για τον δάσκαλο και φίλο του, Γιάννη Κουμεντάκη, σημειώνοντας ότι το πέρασμά του από τη ρεθεμνιώτικη εκπαίδευση και την κοινωνία αποτελεί σταθμό στην ιστορία της μεγάλης οικογένειας των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης. «Εάν η απώλεια είναι συνάρτηση της προσφοράς, τότε το κενό που άφησε η απώλειά του είναι πραγματικά μεγάλη. Δεν υπήρξε μόνο ένας εξαιρετικός δάσκαλος, αλλά εξαιρετικός και επιτυχημένος ως άνθρωπος, σύζυγος, πατέρας και φίλος» και συνέχισε λέγοντας ότι: «Υπήρξε ένας εκπαιδευτικός ταγμένος, ερωτευμένος και αφοσιωμένος στην εκπαίδευση και στη διδασκαλία των θεολογικών κειμένων. Όσοι τον ζήσαμε μέσα, αλλά και έξω από την εκπαιδευτική διαδικασία, έχουμε μόνο ευχάριστες μνήμες από εκείνον. Ένας εκπαιδευτικός, πάντοτε με τον καλό λόγο και τη σοφή συμβουλή, που λάμπρυνε την εκπαίδευση στην πόλη μας, και ήταν φωτεινό υπόδειγμα όχι μόνο για τους μαθητές, αλλά και για τους νεότερους εκπαιδευτικούς.
Ο κ. Γιάννης πέρα από τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα έψαχνε, ερευνούσε και είχε πολυποίκιλα ενδιαφέροντα. Ήταν ο εκπαιδευτικός που μπορούσε να προβάλλει την ουσία των πραγμάτων απέναντι σε ανορθολογισμούς και ρηχότητες.
Ήταν ένας ευαίσθητος, προσεκτικός εκπαιδευτικός, με όλη τη σημασία της λέξης. Άριστος γνώστης της γλώσσας, αλλά και γλωσσοπλάστης, ιστοριοδίφης, λαογράφος και φυσιολάτρης. Ένας εκπαιδευτικός ταγμένος στο λειτούργημα το οποίο υπηρέτησε με ευλάβεια και αφοσίωση, για πάνω από τριάντα χρόνια, βασισμένος στο τρίπτυχο που κυριαρχούσε στην εποχή του: «Πατρίδα – θρησκεία – οικογένεια», στα οποία τόσο πολύ πίστευε.
Ένιωθε έντονα τη ζωτική ανάγκη και ευθύνη, ως εκπαιδευτικού, να μπολιάζει τους μαθητές του με τα βαθύτερα νοήματα της καθημερινότητας, με ήθος, αξίες, οράματα και ιδέες, καθοδηγώντας τους, για τις καλύτερες δυνατές επιλογές, στα δύσκολα μονοπάτια στη συνέχεια της ζωής τους».
«Η θεολογική και εκπαιδευτική μαρτυρία του Ι. Γ. Κουμεντάκη»
Ο Γιώργος Στριλιγκάς, σύμβουλος Εκπαίδευσης Θεολόγων Κρήτης μίλησε για την «Θεολογική και εκπαιδευτική μαρτυρία του Ι. Γ. Κουμεντάκη». Παρότι δεν γνώρισε τον Γιάννη Κουμεντάκη προσωπικά, τον γνώριζε, όπως είπε, μέσα από το βιβλίο του.
«Εκείνο που με συγκίνησε και με εντυπωσίασε πάρα πολύ είναι το κεφαλαίο δέλτα (Δ) που γράφουν πολλοί μαθητές του όταν αναφέρονται στον δάσκαλο. Όπως και ο ίδιος έγραφε με κεφαλαίο τη λέξη δάσκαλος, τη λέξη μητέρα, τη λέξη πατρίδα, τη λέξη πατέρας. Είναι κάποια σημαίνοντα και σημαινόμενα σημαντικά και μου φαίνεται ότι αυτό ήταν η ψυχή, η καρδιά του μακαριστού Γιάννη Κουμεντάκη. Σήμερα η εποχή μας, στην εκπαίδευση για παράδειγμα, δίνει μεγάλη έμφαση στο τεχνολογικό-μεθοδολογικό πλαίσιο της εκπαίδευσης και απουσιάζει το ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτό είναι το μήνυμα του Γιάννη Κουμεντάκη, να δούμε τον άνθρωπο, όπως έλεγε αυτός χαρακτηριστικά «δεν υπάρχω εγώ, δεν υπάρχεις εσύ, συνυπάρχουμε μαζί» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μ. Τζεκάκης: Συμπλέοντας και γνωρίζοντας έναν χαρισματικό άνθρωπο
Ο πρώην διευθυντής της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Πανεπιστήμιου Κρήτης, Μιχάλης Τζεκάκης, αναφέρθηκε στην γνωριμία του με τον Γιάννη Κουμεντακη και στους στενούς δεσμούς που στη συνέχεια ανέπτυξαν και οδήγησαν στην παραχώρηση του πλούσιου αρχείου του, το οποίο αξιοποίησε δημιουργώντας ένα σημαντικό πόνημα για τον βίο και την προσφορά του Γιάννη Κουμεντάκη. Θυμάται ο Μιχάλης Τζεκάκης: «Στο χωριό της μητέρας μου την Καρέ, που ήταν και χωριό της μητέρας του Γιάννη Κουμεντάκη, όλοι μιλούσαν με θαυμασμό και σεβασμό γι’ αυτόν. Από νωρίς και πριν τον συναντήσω ακόμη μου μπήκε η περιέργεια να μάθω πόσο πολύ ανταποκρίνονταν στην αλήθεια αυτά που έλεγαν οι άνθρωποι του χωριού γι’ αυτόν. Το 1966, μετά τις σπουδές μου και την παραμονή μου στην Αθήνα γύρισα πίσω στην γενέθλια πόλη. Αυτός υπηρετούσε στη δημόσια εκπαίδευση κι εγώ μόλις είχα διοριστεί στην δημόσια βιβλιοθήκη. Ζήτησα να τον συναντήσω λίγο μετά τον ερχομό μου. Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μας, που αποδείχτηκε ένα μεγάλο και συναρπαστικό ταξίδι. Βρήκαμε σύντομα πως μοιραζόμαστε κοινές απόψεις, κοινές ελπίδες, κοινά όνειρα. Ο δεσμός μας, όσο περνούσε ο καιρός δυνάμωνε. Σε κάθε επικοινωνία μας εύρισκα πλευρές του χαρακτήρα του, που ανέβαζαν ακόμη περισσότερο την εκτίμησή μου γι’ αυτόν. Τον γνώριζα ακόμη περισσότερο. Τα χρόνια περνούσαν, το ταξίδι της σχέσης μας συνεχιζόταν χωρίς σκαμπανεβάσματα. Το 2014 τα προβλήματα της υγείας του άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο επώδυνα. Οι συναντήσεις μας αραίωσαν αλλά δεν διακόπηκαν. Στις 9 Απριλίου του 2014 το τηλέφωνό μου κτύπησε. Ήταν η γυναίκα του η κυρία Λιλίκα. Από το κρεβάτι του πόνου ο Γιάννης της παράγγειλε να μου τηλεφωνήσει για να πάω να τον δω. Έτρεξα μ’ όση δύναμη είχα. Ήταν στο κρεβάτι. Δεν μπορούσε να μου μιλήσει για πολύ. Κάθισα γύρω στη μιάμιση ώρα. Μιλήσαμε ελάχιστα. Την περισσότερη ώρα μέναμε σιωπηλοί. Μια σιωπή που έλεγε περισσότερα από όσα μπορούν πουν τα φλύαρα λόγια. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα εν ζωή. Έκλεισε τα μάτια του στις 15 Απριλίου του 2015.
Από τότε ξεκίνησε για τον ομιλούντα ένα άλλο ταξίδι που ουσιαστικά ήταν συνέχεια του πρώτου. Η γυναίκα του και τα παιδιά του με θεωρούσαν πια δικό τους άνθρωπο. Έτσι όταν τους ζήτησα να μου επιτρέψουν να δω το αρχείο του μου εμπιστεύτηκαν χωρίς καμιά επιφύλαξη τα πάντα. Χειρόγραφα, σημειώσεις, δημοσιεύματα, επιστολές. Δεύτερο εξίσου συναρπαστικό ταξίδι. Μπαινόβγαινα σχεδόν καθημερινά στο σπίτι του Γιάννη, με το ίδιο δέος που ένιωθα και όταν ζούσε. Τον κόσμο του Γιάννη που τον είχα γνωρίσει με τον προφορικό λόγο, τώρα τον ψηλαφούσα και στην γραπτή του εκδοχή. Όμως ακόμη και σ’ αυτή τη φόρμα η προφορικότητα είναι κυρίαρχο στοιχείο. Και στη γραπτή του φόρμα ο λόγος παραμένει ζωντανός, σπαρταριστός.
Ανάμεσα στα χειρόγραφα και στις φωτοτυπίες των άρθρων του βρήκα ένα βιβλίο τυπωμένο γύρω στο έτος 2000. Είχε ένα παράξενο τίτλο: «Οι κάννες στο καμίνι, το χέρι στ’ αλέτρι, ετών μικροπροσπάθειες για τ’ ανθρώπου την ειρήνη».
Ήταν μια συλλογή δημοσιευμένων άρθρων του Γιάννη Κουμεντάκη που είχε επιμεληθεί και τυπώσει με δικά του έξοδα σε σχήμα βιβλίου τσέπης ο μαθητής του και δικηγόρος σήμερα κ. Γεώργιος Τρανταλίδης. Τον τίτλο και τα κείμενα τα είχε επιλέξει ο ίδιος ο Γιάννης. Ο τίτλος αυτός από μόνος του φανερώνει μια βασική πλευρά της θεολογικής και φιλοσοφικής ταυτότητα.
Ο Γιάννης μας ήταν πάντα σφοδρός εχθρός του πολέμου και αφοσιωμένος απόστολος της Ειρήνης. Της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου και των ειρηνικών καιρών που αδιαλείπτως προσεύχεται η Εκκλησία.
Έτσι σιγά σιγά ρίζωσε μέσα μου η ιδέα να ξεκινήσω μια νέα προσπάθεια επικαιροποίησης του βιβλίου «Οι κάννες στο Καμίνι, τα χέρια στ’ Αλέτρι».
Ήταν τότε που προσέγγισα την κυρία Αγγελική Βλαχοπούλου, σύζυγο του Μανόλη Χαλκιαδάκη και επικεφαλής του τμήματος εκδόσεων της «Γραφοτεχνικής» και αρχίσαμε τη συζήτηση για μια νέα ανθολόγηση και έκδοση δημοσιευμάτων του Γιάννη Κουμεντάκη. Ένα νέο ταξίδι κοινής σύμπλευσης αρχίζει. Πρέπει να αναφέρω εδώ ότι ο πατέρας του σημερινού διευθυντή των Ρεθεμνιώτικων Νέων, ήταν εκείνος που επιστρέφοντας από την Αθήνα με παρότρυνε να του στέλνω συνεργασίες μου. Σχέση που συνεχίζεται ως τα σήμερα στη εποχή του Μανώλη και της Αγγελικής.
Την ίδια και ακόμη στενότερη σχέση με την εφημερίδα και τον ιδρυτή της διατηρούσε ο Γιάννης Κουμεντάκης. Γιάννης Χαλκιαδάκης και Γιάννης Κουμεντάκης ήταν στενοί φίλο από τα παιδικά τους χρόνια. Βλέπετε ο πατέρας του Χαλκιαδάκη ήταν εφημέριος στον Αϊ-Γιάννη για πάνω από 30 χρόνια, έχοντας για αφοσιωμένο ψάλτη, αμισθί βέβαια τον Γιώργη Κουμεντάκη. Οι Γιάννηδες τα παιδιά τους ήταν δύο εντελώς διαφορετικοί τύποι και χαρακτήρες. Όμως η φιλία και ο σεβασμός του ενός προς τον άλλο κράτησε ως το τέλος του βίου τους. Τα περισσότερα κείμενα του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα δημοσιεύτηκαν στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα».
Όλα τα δημοσιεύματα του Γιάννη Κουμεντάκη είναι καρπός της αγάπης του προς το Χριστό και την Εκκλησία του.
Έτσι ζήτησα τη συνδρομή του «καθ’ ύλην αρμοδίου. Του ανθρώπου που ίσταται εις τύπον και τόπον Χριστού, κατά την Ορθόδοξη Παράδοσή μας. Τον τότε Ρεθύμνης Ευγένιο. Τον προσέγγισα και του μίλησα για την ανάγκη να εκδοθεί το βιβλίο που συγκεντρώνει τα κείμενα του Λόγου του Κουμεντάκη. Ανταποκρίθηκε άμεσα σ’ αυτή την πρόσκληση. Ενθάρρυνε την προσπάθεια του ομιλούντος και ηθικά και ουσιαστικά. Του έδωσα τα δοκίμια του βιβλίου».
Την εκδήλωση έκλεισε ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Πρόδρομος, ο οποίος αναφέρθηκε με συγκίνηση στη μεγάλη προσωπικότητα του μακαριστού Γιάννη Κουμεντάκη, που, όπως τόνισε ο Ποιμενάρχης μας, και μετά το θάνατό του δεν παύει να διδάσκει και να γίνεται ένας φωτεινός οδοδείκτης ήθους, ανθρωπιάς, τιμής και αξιοπρέπειας, πίστης στο Θεό και μαρτυρίας των αρχών και των ιδανικών του Ορθοδόξου Πολιτισμού μας.
Τον συντονισμό της εκδήλωσης είχε η Πέπη Μπιρλιράκη, αντιδήμαρχος Τουρισμού, Επιχειρηματικότητας και Εθελοντισμού του δήμου Ρεθύμνης.
Κατά την έναρξη της εκδηλώσεως η Χορωδία της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, υπό τη διεύθυνση του Πρωτοψάλτου κ. Ευαγγέλου Καπαϊδονάκη, απέδωσε επίκαιρους εκκλησιαστικούς ύμνους.