Πάρα την αυξημένη τουριστική κίνηση το πρόσημο για την εμπορική αγορά του νομού είναι αρνητικό. Αυτό οφείλεται στη σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης των πελατών, που καθιστά τα ψώνια δευτερεύουσας σημασίας, με τους επισκέπτες να εστιάζουν σε δαπάνες για τη διαμονή, τη διατροφή και τη μεταφορά τους. Την ίδια ώρα, οι αυξήσεις στο ευρύτερο κόστος ζωής και οι ανεβασμένες τιμές των προϊόντων στα καταστήματα έπαιξαν, επίσης, τον ρόλο τους στον καθορισμό της τουριστικής κίνησης.
Ο κ. Γιώργος Πολιουδάκης, Β’ αντιπρόεδρος στην Ομοσπονδία Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης, μιλώντας στα «Ρ.Ν.» αναφέρθηκε στην πορεία της τουριστικής σεζόν για τον εμπορικό κόσμο, εκτιμώντας ότι τα χρήματα που κυκλοφορούν στην αγορά είναι πολλά, αλλά δεν καταλήγουν στο «πορτοφόλι» των καταστημάτων.
«Καθ’ όλη τη διάρκεια της θερινής σεζόν υπάρχει μεγάλη τουριστική κίνηση, αλλά τα εμπορικά καταστήματα δεν δούλεψαν όπως αναμενόταν με βάση τον κόσμο που υπήρχε. Οι τουρίστες αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες και καθώς φαίνεται, κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, το διαθέσιμο εισόδημά τους επικεντρώνεται στις μεταφορές και στη διαμονή. Οι τουρίστες ξοδεύουν στην τοπική αγορά μόνο αυτό που περισσεύει από το εισόδημά τους. Σε ένα ευρύτερο τουριστικό οικονομικό πλαίσιο, δεν μπορούμε να πούμε ότι η χρονιά δεν ήταν καλή. Το αρνητικό πρόσημο της θερινής σεζόν για τα εμπορικά καταστήματα αποτυπώνεται στο γεγονός ότι υπήρχε περισσότερος κόσμος, αλλά λιγότερες εισπράξεις από πέρσι. Αυτό, μάλιστα, είναι ένα δείγμα, το οποίο με μία επιφανειακή προσέγγιση δεν αντανακλά εύκολα την πραγματικότητα, καθώς οι χρηματικές ροές ήταν μεγάλες, ωστόσο η τελική οικονομική είσπραξη για τον εμπορικό κόσμο απέχει από αυτό που αναμενόταν. Η εικόνα αυτή αντιπροσωπεύει το σύνολο της θερινής σεζόν, από τον Μάιο μέχρι και τον Σεπτέμβρη μέχρι στιγμής, με το μεγαλύτερο κομμάτι των συναδέλφων να βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος».
Με τη σειρά της, η κ. Αθηνά Τσικιντίκου, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου μιλώντας στα «Ρ.Ν.» τόνισε ότι παρά την αυξημένη τουριστική κίνηση, η φετινή θερινή σεζόν εμφάνισε αποκλίσεις από τις αρχικές εκτιμήσεις, σε επίπεδο εισπράξεων και τουριστικού ενδιαφέροντος προς την αγορά. «Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η καλοκαιρινή περίοδος είχε πολλούς τουρίστες. Μιλάμε για έναν υπερτουρισμό, που ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά. Η δική μου αντίληψη είναι: πολύς ο τουριστικός κόσμος, μικρή η παρουσία του στην αγορά και μέτρια η κατανάλωση. Εγώ δεν το βλέπω ως υπερτουρισμό, αλλά ως ένα φαινόμενο πολλαπλασιασμού των αφίξεων χωρίς ανάλογα αποτελέσματα. Θεωρούσα ότι θα πηγαίναμε καλύτερα φέτος, γιατί αυτό μας έδειχναν τα δείγματα της προηγούμενης χρονιάς. Πέρσι εισπρακτικά στον τελικό οικονομικό απολογισμό ήμασταν καλύτερα, όχι γιατί φέτος έγιναν λιγότερες πωλήσεις, αλλά γιατί έχει ανέβει το ευρύτερο κόστος ζωής και οι δαπάνες των καταστημάτων. Οι φετινοί τουρίστες που ήταν χαμηλού επιπέδου και τουριστικού ενδιαφέροντος. Ήταν περισσότερο τουρίστες και λιγότερο ταξιδιώτες και καταναλωτές. Η φετινή θερινή σεζόν σε έναν τελικό απολογισμό χαρακτηρίστηκε από αυξημένη τουριστική κίνηση και χαμηλές εισπράξεις για τα εμπορικά καταστήματα», δήλωσε.
«Η αγορά λειτουργούσε κυρίως τις βραδινές ώρες»
Αναμνηστικά και μικρά σουβενίρ μονοπώλησαν το ενδιαφέρον των τουριστών, με τα καταστήματα ένδυσης να αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα. Πολλές επιχειρήσεις καλούνται να ανταπεξέλθουν να καλύψουν οικονομικές ζημιές, ακόμα και σε βάθος τριετίας. Ο κ. Πολιουδάκης αναλύει: «Τα καταστήματα προσπάθησαν να πάρουν πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της αγοράς, με τις πρώτες μέρες του Ιουλίου και του Αυγούστου να εμφανίζονται πολλές προσφορές, προσελκύοντας το ενδιαφέρον των καταναλωτών. Παράλληλα, οι τιμές ήταν πολύ καλές, αλλά αν ο κόσμος δεν έχει εισόδημα να διαθέσει, όσο φθηνά και να είναι τα προϊόντα δεν πρόκειται να αγοράσει. Οι τουρίστες πάντα παίρνουν ένα αναμνηστικό, ένα μπλουζάκι και ένα σουβενίρ, αλλά με εξαίρεση το καθαρά τουριστικά προϊόντα, η υπόλοιπη αγορά δεν δούλεψε όπως θα έπρεπε. Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου ήταν αρκετά καλό, με τους Έλληνες τουρίστες να ενισχύουν την αγορά. Τα μεγαλύτερα προβλήματα παρατηρήθηκαν στην ένδυση και την υπόδηση. Οι επισκέπτες ψώνιζαν κυρίως από τα τουριστικά καταστήματα και κάποια ακριβά πορτοφόλια μπορεί να στρέφονταν και στις επιχειρήσεις με ρούχα. Η βασική μας μέριμνα για τα επόμενα χρόνια είναι η οικονομική ανάπτυξη που θα εξασφαλίσει τη δυνατότητα του επισκέπτη να προχωρά σε αγορές. Οι αυξήσεις σε αφίξεις και διανυκτερεύσεις μας δίνει μία ελπίδα ενόψει των επόμενων χρόνων, ωστόσο πρέπει να γίνουν αρκετές κινήσεις που θα εξασφαλίσουν το κέρδος αυτών των επιχειρήσεων για το μέλλον. Η τοπική αγορά στοχεύει στην επιβίωσή της κατά τη διάρκεια του χειμώνα, γιατί αρκετές χρονιές, ανεξάρτητα από το κέρδος ή τις απώλειες, εμφανίζονται οικονομικές ζημιές, οι οποίες αποπληρώνονται ακόμα και σε βάθος δύο και τριών χρόνων».
Οι παρατεταμένοι καύσωνες και η λειτουργία της αγοράς, σχεδόν καθ’ αποκλειστικότητα τις βραδινές ώρες, έπληξε τις επιχειρήσεις και τις οδήγησε σε «νεκρά» από κίνηση, διαστήματα μέσα στη μέρα. Όπως επισημαίνει η κ. Τσικιντίκου: «Αν δεν αναβαθμίσουμε το τουριστικό μας προϊόν συλλογικά, δεν είναι δεδομένη η προσέλκυση επισκεπτών υψηλής ποιότητας και τις επόμενες χρονιές. Δεν βοήθησε καθόλου η κλιματική αλλαγή, με την απίστευτη ζέστη για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στο καλοκαίρι. Αυτό οδήγησε πολλούς στο να μην βγαίνουν καθόλου έξω και να μην κυκλοφορεί κόσμος στους δρόμους και την αγορά. Η κίνηση της αγοράς κυμάνθηκε κυρίως στις βραδινές ώρες, μετά τη δύση του ηλίου. Υπήρχαν πολλά κενά διαστήματα».
«Το 70% των εμπορικών επιχειρήσεων του Ρεθύμνου κλείνουν το χειμώνα»
Το 70% των καταστημάτων στο Ρέθυμνο λειτουργούν εποχιακά, με τις περισσότερες επιχειρήσεις να παραμένουν κλειστές κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών. Όσα καταστήματα λειτουργούν σε δωδεκάμηνη βάση ασχολούνται, ως επί το πλείστον, με προϊόντα ένδυσης και υπόδησης. Παρά τις προκλήσεις που δημιουργεί η ακρίβεια και η πτώση του αγοραστικού ενδιαφέροντος, ο αριθμός των νέων επιχειρήσεων που ανοίγουν στο Ρέθυμνο είναι μεγαλύτερος από εκείνες που κλείνουν, όπως δήλωσε στα «Ρ.Ν.» ο Γιώργος Πολιουδάκης, αντιπρόεδρος στην Ομοσπονδία Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης και μέλος του Δ.Σ του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου. Οι επιχειρηματίες με εμπειρία στη διαχείριση καταστημάτων όντας ήδη ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, φαίνεται να είναι οι πιο συχνοί υποψήφιοι για να επενδύσουν σε νέες εμπορικές δραστηριότητες, κάτι που υποδηλώνει ότι, παρά τα προβλήματα, η αγορά του Ρεθύμνου παραμένει ελκυστική. Αυτή η τάση αναδεικνύει τη δυναμική του τοπικού εμπορίου και την ανθεκτικότητα των επιχειρηματιών, οι οποίοι, παρά τις δυσκολίες, συνεχίζουν να επενδύουν και να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους στην περιοχή.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις της πόλης σπάνια οδηγούνται σε λουκέτα, παρά το γεγονός ότι πολλοί καταστηματάρχες στρέφονται σε δάνεια και ξοδεύουν χρήματα από τις οικονομίες τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους τον χειμώνα. «Το 70% των επιχειρήσεων στο Ρέθυμνο είναι αμιγώς τουριστικές και κλείνουν τον χειμώνα. Άρα το καλοκαίρι, αυτές οι επιχειρήσεις δεν έχουν εισόδημα για πέντε με έξι μήνες, με αποτέλεσμα να καλούνται να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους κατά τη διάρκεια της θερινής σεζόν. Οι επιχειρήσεις της ένδυσης και της υπόδησης ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρήσεων που μένουν ανοιχτές τον χειμώνα. Τέτοιου είδους επιχειρήσεις προκειμένου να επιβιώσουν ξοδεύουν χρήματα που έχουν στην άκρη, ενώ άλλες προσπαθούν να πάρουν δάνεια, παρότι οι τράπεζες είναι φειδωλές. Το καλό στο Ρέθυμνο είναι ότι δεν έχουμε πολλά λουκέτα επιχειρήσεων, αλλά ο προβληματισμός για αυτόν το χειμώνα είναι μεγάλος. Είναι πολύ πιθανόν να προκύψουν λουκέτα σε επιχειρήσεις το επόμενο χρονικό διάστημα, ωστόσο είμαι αισιόδοξος ότι θα τα καταφέρουμε», όπως σημειώνει στα «Ρ.Ν.», ο κ. Πολιουδάκης.
Με επενδύσεις και συλλογικές προσπάθειες μπορεί να επιτευχθεί η βιωσιμότητα των εμπορικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, προσελκύοντας το ενδιαφέρον ντόπιων από άλλες περιοχές της Κρήτης. «Δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη διατήρηση και τη διαμόρφωση όμορφων καταστημάτων με ποικιλία προϊόντων και σε μία συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση, μπορεί να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα τοπικών εμπορικών επιχειρήσεων και τον χειμώνα. Μπορούμε μέσα από δράσεις και αναβαθμίσεις στα καταστήματά μας να παρέχουμε κίνητρα κυρίως σε ντόπιους από άλλους νομούς και πόλεις να έρθουν στο Ρέθυμνο να ψωνίσουν. Είμαστε μία τετραγωνισμένη αγορά, όπου μπορείς να βρεις πολλά πράγματα σε πολύ μικρή απόσταση. Είναι πρόκληση για εμάς η επισκεψιμότητα τον χειμώνα», αναφέρει η κ. Τσικιντίκου.
«Περισσότερες οι επιχειρήσεις που ανοίγουν από αυτές που κλείνουν»
Όπως τονίζει ο κ. Πολιουδάκης, καταγράφεται ενδιαφέρον για επενδύσεις στον εμπορικό χώρο, ενώ ο ψηφιακός μετασχηματισμός έχει μπει για τα καλά στις ζωές των καταστημάτων του Ρεθύμνου. «Κάθε χρόνο ανοίγουν περισσότερες επιχειρήσεις, από αυτές που κλείνουν. Αυτές οι επιχειρήσεις παρότι καινούργιες δεν σημαίνει και καινούργιο επιχειρηματικό κεφάλαιο, συνήθως προέρχονται από καταστηματάρχες που έχουν και άλλες επιχειρήσεις στην πόλη. Πιστεύω ότι υπάρχει διάθεση για επιχειρηματική δραστηριότητα και ο κόσμος ενδιαφέρεται να επενδύσει σε αυτό το κομμάτι. Όσον αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό, όλο και περισσότερες επιχειρήσεις προχωρούν στη ψηφιακή μετάβαση, γιατί βλέπουν ότι αν δεν στραφούν στο ψηφιακό περιβάλλον δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν. Το ψηφιακό εμπόριο ενισχύει πολλά μαγαζιά, καθώς επιχειρήσεις με χαμηλή δουλειά, πλέον μπορούν και πουλάνε. Πάντα βέβαια παίζει ρόλο η τιμή και η ποιότητα, με τις συγκρίσεις των πελατών να είναι ευκολότερες και αμεσότερες ψηφιακά. Αυτοί που έχουν πιο προσιτές τιμές, συνήθως ευνοούνται περισσότερο από αυτούς με ακριβότερες. Θα μπορούσαμε να πούμε ωστόσο ότι στο Ρέθυμνο το ηλεκτρονικό εμπόριο είναι σε πρώιμο στάδιο».
Η Αθηνά Τσικιντίκου πρόσθεσε: «Όλα στο σωστό μέτρο είναι βοηθητικά. Υπάρχουν καταστήματα χωρίς ηλεκτρονική ιστοσελίδα, αλλά έχουν μέσα κοινωνικής δικτύωσης και επιτυγχάνουν τη διαφήμιση και την προβολή των εμπορευμάτων τους. Η δυνατότητα του ψηφιακού μετασχηματισμού είναι πολύ σημαντική για τους μικροεπιχειρηματίες, προκειμένου να φέρουν πελάτες και να κοινοποιήσουν τα προϊόντα τους».