Αυτή την περίοδο καταγράφονται ελλείψεις σε παιδιατρικές αντιβιώσεις, ινσουλίνες και οφθαλμικές αλοιφές
Οι διαρκείς αυξήσεις στις τιμές των φαρμάκων, απόρροια του clawback, ενός μηχανισμού που επιβάλλει χρηματικές επιστροφές από τις φαρμακοβιομηχανίες στο δημόσιο και η υψηλή ζήτηση που υπάρχει σε εποχιακά φαρμακευτικά σκευάσματα, δημιουργούν ελλείψεις στα ράφια των φαρμακοποιών, οι οποίοι σε συνεργασία με τους γιατρούς επιχειρούν να παρέχουν λύσεις «εκτάκτου ανάγκης», προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των ασθενών.
Αυτή τη στιγμή στο Ρέθυμνο υπάρχουν ελλείψεις σε εμβόλια για τα παιδιά, σε παιδιατρικές αντιβιώσεις, σε φάρμακα για ηπατικές νόσους, ψυχιατρικά φάρμακα, ινσουλίνες, οφθαλμικές αλοιφές και στο εμβόλιο της μηνιγγίτιδας, με την κατάσταση διαθεσιμότητας σε κάποια από αυτά τα φαρμακευτικά προϊόντα να μοιάζει απελπιστική. Παράλληλα, φάρμακα για τον διαβήτη και αντιτετανικοί οροί έχουν αποσυρθεί από τις φαρμακοβιομηχανίες στη χώρα, εξαιτίας του λεγόμενου clawback, δηλαδή της επιστροφής χρηματικού ποσού από τις φαρμακευτικές εταιρείες προς το δημόσιο, και συγκεκριμένα προς τον ΕΟΠΥΥ και το υπουργείο Υγείας, που προκύπτει από την υπέρβαση του προκαθορισμένου ορίου του προϋπολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης.
«Ανά μήνα αλλάζει η λίστα των ελλειπτικών φαρμάκων»
Διαφορετικές είναι οι ελλείψεις φαρμάκων κατά τη χειμερινή και την εαρινή περίοδο παρατηρεί ο κ. Κωνσταντίνος Βαρδιάμπασης, πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Ρεθύμνου, όπως επεσήμανε μιλώντας στα «Ρ.Ν.»: «Το τεράστιο πρόβλημα των ελλείψεων είναι ο νούμερο ένα προβληματισμός των φαρμακοποιών την τελευταία διετία και εξακολουθούμε να έχουμε πολύ μεγάλο θέμα. Έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες από το υπουργείο, στο πλαίσιο μετριασμού του φαινομένου, όμως η πραγματικότητα είναι ότι το πρόβλημα και υπάρχει και μετατοπίζεται, δηλαδή ανά μήνα αλλάζει η λίστα των ελλειπτικών φαρμάκων. Για παράδειγμα, λόγω εποχικότητας, επειδή αρχίζουμε να μπαίνουμε στη χειμερινή περίοδο έχουν έλλειψη τα φάρμακα που απευθύνονται στις ιώσεις και τις λοιμώξεις του αναπνευστικού. Αντίστοιχα τη θερινή περίοδο και την περίοδο της άνοιξης μπορεί να έχουμε μεγαλύτερο πρόβλημα στις κορτιζόνες που απευθύνονται στις αλλεργίες και στα αυτοάνοσα νοσήματα».
Υπάρχουν φαρμακευτικά προϊόντα για τα οποία οι φαρμακοποιοί ενδέχεται να προμηθεύονται μόλις ένα κουτί ανά μερικούς μήνες, αναφέρει τονίζοντας πως: «Υπάρχουν μερικά φάρμακα που βρίσκονται μονίμως σε έλλειψη, όπως κάποια ψυχιατρικά, φάρμακα για τον διαβήτη, τα παιδιατρικά αντιβιοτικά και περιστασιακά μπορεί να έχουμε έλλειψη ακόμα και σε εμβόλια και ινσουλίνες. Αυτή τη στιγμή έχουμε έλλειψη σε συγκεκριμένα εμβόλια για τα παιδιά, σε παιδιατρικές αντιβιώσεις, σε ορισμένα φάρμακα για ηπατικές νόσους, ψυχιατρικά φάρμακα, ινσουλίνες. Όλα αυτά μας οδηγούν στην αναζήτηση εναλλακτικών, κάνουμε αυτήν την προσπάθεια, όταν υπάρχει όμως έξαρση στη ζήτηση κάποιων φαρμάκων, τότε αντιμετωπίζουμε αυτό το πρόβλημα. Υπάρχουν επίσης τώρα φάρμακα που έχουν εξαφανιστεί , όπως οι οφθαλμικές αλοιφές, όπου πραγματικά ένα φαρμακείο μπορεί να παραλάβει ένα κουτάκι ανά τρείς μήνες, η κατάσταση είναι απελπιστική. Είμαστε σε συζητήσεις με τους οφθαλμιάτρους για να προβούμε σε εναλλακτικές. Προσπαθούμε να αντικαταστήσουμε τα φάρμακα με κολλύρια και υιοθετούμε διάφορες άλλες μεσοβέζικες λύσεις. Υπάρχει επίσης έλλειψη στο εμβόλιο της μηνιγγίτιδας, όπου εδώ μπορεί να μετριαστεί η κατάσταση με ανάλογο προγραμματισμό του εμβολιαστικού προγράμματος από τον παιδίατρο», σημείωσε ο κ. Βαρδιάμπασης.
Πλαφόν και περιορισμένες διαθεσιμότητες φαρμάκων ανά επιχείρηση, με την κατάσταση να διαμορφώνεται ανάλογα με τα επίπεδα ζήτησης από μεριάς πελατών, όπως τονίζει ο κ. Βαρδιάμπασης: «Έλλειψη σημαίνει ότι κάθε φαρμακείο παραλαμβάνει με πλαφόν τα φάρμακα που βρίσκονται διαθέσιμα σε μία συγκεκριμένη κατηγορία. Για παράδειγμα, για ένα εμβόλιο το φαρμακείο παραλαμβάνει ένα κουτί την εβδομάδα, όταν η ζήτηση κινείται σε ήπια επίπεδα, τότε μπορούμε να εξυπηρετήσουμε, αλλά όταν αυξάνεται κατακόρυφα, όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή με τις λοιμώξεις του αναπνευστικού, τότε δημιουργείται πρόβλημα στους φαρμακοποιούς, γιατί θα πρέπει εμείς να εξακολουθήσουμε να λειτουργούμε με το πλαφόν που επιβάλλεται».
«Έρχονται διαρκώς συνταγές ανασφάλιστων πολιτών»
Οι ανατιμήσεις συνταγογραφούμενων φαρμάκων δεν είναι τόσο μεγάλες που να επιβαρύνεται μία οικογένεια, ωστόσο οι αυξήσεις αν υπολογιστούν ποσοστιαία, δεν θα έπρεπε να θεωρούνται ασήμαντες, ανέφερε ο κ. Βαρδιάμπασης: «Τον Σεπτέμβριο το νέο δελτίο τιμών φαρμάκων εμφάνισε εκ νέου ανατιμήσεις σε φθηνά φάρμακα, με αυξήσεις σε πολύ φθηνά πράγματα, όπως για τον θυρεοειδή. Εξακολουθούμε να μιλάμε ωστόσο για πολύ φθηνά φάρμακα της τάξης των δύο ευρώ που πλέον κοστίζουν από 30 έως 70 λεπτά παραπάνω. Αυτές οι ανατιμήσεις δεν θεωρούμε ότι επιβαρύνουν σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό, είναι σημαντικές αυξήσεις ποσοστιαία, αλλά μιλάμε για αυξήσεις που καταλήγουν στην τσέπη του καταναλωτή με ελαφριές επιβαρύνσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί πρόκεινται για συνταγογραφούμενα φάρμακα και η τιμή γίνεται σχετικά ανεκτή».
Αυτοί που πραγματικά δεινοπαθούν δεν είναι άλλοι πέρα από τους ανασφάλιστους πολίτες, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση σε συνταγογραφούμενες συνταγές και αναγκάζονται να πληρώνουν με το αζημίωτο τα φάρμακα που προμηθεύονται: «Εκεί που υπάρχει σημαντικό πρόβλημα είναι στους ανασφάλιστους συμπολίτες μας, γιατί εκεί απαιτούνται πολλά χρήματα για τις αγορές φαρμάκων. Υπάρχουν πάρα πολλοί συμπολίτες μας, κυρίως ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι αδυνατούν να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές στον ΕΦΚΑ, με αποτέλεσμα να έρχονται διαρκώς συνταγές ανασφάλιστων πολιτών. Οι ανασφάλιστοι συμπολίτες μας, προκειμένου να μπορούν να συνταγογραφήσουν τη φαρμακευτική τους αγωγή, πρέπει να επισκεφτούν κάποιο δημόσιο γιατρό και όλοι γνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι αυτό, λόγω έλλειψης διαθεσιμότητας των γιατρών. Οι ανασφάλιστοι συμπολίτες μας είναι ολοένα και αυξανόμενοι, μιλάμε για χιλιάδες κόσμο, ακόμα και στο Ρέθυμνο. Το πρόβλημα δεν είναι ο πολίτης να πληρώσεις τη συμμετοχή των τριών, τεσσάρων, πέντε και δέκα ευρώ, αλλά τις ασφαλιστικές εισφορές που μπορεί να είναι εκατοντάδες ή χιλιάδες ευρώ, προκειμένου να είναι ασφαλιστικά καλυμμένος».
Την ίδια ώρα, έντονες διαφωνίες έχουν ξεσπάσει ανάμεσα σε φαρμακοποιούς και εργαστηριακούς γιατρούς, με τους δεύτερους να καταγγέλλουν τη χορήγηση self tests για τον καρκίνο του παχέος εντέρου από τα φαρμακεία, ως ένα πρόγραμμα του υπουργείου Υγείας, που στερείται επιστημονικής εποπτείας. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε στα «Ρ.Ν.» ο Κωνσταντίνος Βαρδιάμπασης ωστόσο, οι κατηγορίες που εξαπολύουν οι γιατροί εις βάρος των φαρμακοποιών είναι άστοχες, καθώς οι παρεχόμενες υπηρεσίες σε φαρμακεία και μικροβιολογικά εργαστήρια είναι τελείως διαφορετικές. «Τα μικροβιολογικά εργαστήρια παίρνουν άλλα τεστ, έχει διαφορά το self test και το τεστ και την εξέταση που θα διενεργήσει ο μικροβιολόγος», ανέφερε μεταξύ άλλων. «Τα self tests για τον καρκίνο του παχέος εντέρου διατίθενται ήδη από τα φαρμακεία του Ρεθύμνου, όλοι οι συμπολίτες μας από 50 έως 69 ετών μπορούν να τα προμηθευτούν δωρεάν από τα φαρμακεία. Οι φαρμακοποιοί έχουν λάβει τη σχετική εκπαίδευση και μπορούν να εξηγήσουν στους πολίτες τη διαδικασία και υπάρχει επικοινωνία προκειμένου να δηλωθεί το τεστ στην πλατφόρμα του υπουργείου.
Συγχρόνως, οι εργαστηριακοί γιατροί εκτιμούν ότι η χορήγηση των self tests θα έπρεπε να συνοδεύεται με επιστημονική επίβλεψη, γεγονός με το οποίο διαφωνεί κάθετα ο κ. Βαρδιάμπασης: «Η αντιπαράθεση με τους γιατρούς κακώς γίνεται, γιατί είναι τελείως διαφορετικό το αντικείμενο γιατρών και φαρμακοποιών. Τα τεστ που δίνουμε εμείς από τα φαρμακεία φέρουν ειδικές σημάνσεις CE, ιατροτεχνολογικού προϊόντος, εγκεκριμένο από τους αρμόδιους οργανισμούς και φέροντας όλες τις πιστοποιήσεις που χρειάζονται. Αν η υγειονομική κοινότητα κρίνει ότι αυτά τα τεστ είναι αναξιόπιστα, κακώς στρέφονται προς τους φαρμακοποιούς, ας στραφούν στον Ε.Ο.Φ. που τα εγκρίνει. Τα self tests οι πελάτες τα παίρνουν σπίτι τους και τα κάνουν εκεί, πρόκειται για μία εξέταση κοπράνων. Τα μικροβιολογικά εργαστήρια παίρνουν άλλα τεστ, έχει διαφορά το self test και του τεστ που θα διενεργήσει ο μικροβιολόγος. Ο βαθμός ευαισθησίας των τεστ βρίσκεται στο 99,5%».
Το αποτέλεσμα του τεστ, παρότι έγκυρο δεν συνιστά απαραίτητα διάγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου, όπως επεσήμανε ο κ. Βαρδιάμπασης: «Ο ρόλος των φαρμακοποιών είναι διακριτός από τον ρόλο των εργαστηριακών γιατρών. Δεν υποκαθιστούμε εμείς την ιατρική κοινότητα, δεν κάνουμε μικροβιολογικές εξετάσεις στα φαρμακεία. Το self test για τον καρκίνο του παχέος εντέρου, όπως και για τον covid και τις εγκυμοσύνες είναι ένα εγκεκριμένο ιατροτεχνολογικό προϊόν, το οποίο έχει τις προδιαγραφές για να το κάνει κάποιος στο σπίτι του. Μία γυναίκα που θέλει να δει αν εγκυμονεί, μπορεί να πάρει ένα τεστ εγκυμοσύνης από το φαρμακείο και ακολούθως μπορεί να πάει σε ένα βιολογικό εργαστήριο και να κάνει μία χοριακή γοναδοτροπίνη και να το επιβεβαιώσει με το γιατρό της. Για να μην πανικοβαλλόμαστε, αν κάποιος βγει θετικός δεν σημαίνει ότι έχει καρκίνο του παχέος εντέρου. Αυτό είναι ένα τεστ που ανιχνεύει το αίμα στα κόπρανα, μετά μπορεί ο καθένας να επισκεφθεί το γιατρό του. Ένα αρνητικό τεστ δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και ένα θετικό τεστ δεν σημαίνει πάντα ότι υπάρχει πρόβλημα».
«Το Clawback οδηγεί στην απομάκρυνση από το σύστημα υγείας»
Οι φαρμακοβιομηχανίες αναγκάζονται να επιστρέφουν ένα μεγάλο κομμάτι των χρημάτων που αποκόμισαν από τις πωλήσεις φαρμάκων στο ελληνικό κράτος, γεγονός που τις έχει αποθαρρύνει από το να διαθέτουν συγκεκριμένα προϊόντα στα ελληνικά φαρμακεία: «Το clawback οδηγεί σε ελλείψεις και αποσύρσεις. Έχουν ήδη αποσυρθεί τα τελευταία δύο χρόνια αρκετά φάρμακα, όχι για φαρμακολογικούς λόγους, αλλά για καθαρά οικονομικούς. Υπάρχουν εταιρείες που έχουν ήδη αποχωρήσει από τη χώρα μας, ενδεικτικά φάρμακα για το διαβήτη έχουν αποχωρήσει, ο γνωστός αντιτετανικός ορός δεν διατίθεται πια και αναγκάζεται το κράτος να τον εισάγει μέσω άλλων μέσων σε τετραπλάσια έως εξαπλάσια τιμή από αυτήν που είχε παλαιότερα στη χώρα μας. Το clawback όπου έχει εφαρμοστεί οδηγεί στην απομάκρυνση από το σύστημα υγείας, είτε προϊόν, είτε υπηρεσία, είτε φάρμακο. Όταν μία φαρμακοβιομηχανία διαθέτει ένα φάρμακο σε πολύ χαμηλή τιμή και στο τέλος της χρονιάς καλείται να επιστρέψει το 80% της τιμής ή στα μικροβιολογικά εργαστήρια το 45% της τιμής, είτε στους φαρμακοποιούς το 40 και 45%, τότε δεν μιλάμε για κέρδη, αλλά για τεράστιες ζημιές», σύμφωνα με τον κ. Βαρδιάμπαση.
Τέλος, η κατάσταση μαρτυρά ακόμα και διάθεση εταιρειών για ολική ή μερική αποεπένδυση από την Ελλάδα: «Η απομάκρυνση από το σύστημα υγείας σημαίνει ότι μία εταιρεία είτε δεν θα διαθέτει ένα φάρμακο στη χώρα μας, είτε θα επιδιώξει να το βάλει στην αρνητική λίστα, δηλαδή να πληρώνει το 100% της αξίας τους, όπως έγινε με τα συνταγογραφούμενα ασβέστια, τα οποία πληρώνει 100% ο ασθενής από την τσέπη του».