Μπορούμε – με αρκετή ευκολία και περίσσια πειστικότητα – να διατυπώσομε την υπόθεση πως κάθε ανθρώπινη ψυχή κρύβεται πίσω από μια κλεισμένη πόρτα. Σε μερικές από αυτές τις πόρτες διακρίνεται πάνω τους καθαρά μια επιγραφή: «Είσοδος ελεύθερη». Δηλαδή η συγκεκριμένη ψυχή είναι ορθάνοιχτη σε όλους. Μπορεί ελεύθερα όποιος θέλει να μπει, να δει και να καταγράψει τις εντυπώσείς του, όπως ας πούμε σε μια έκθεση ζωγραφικής. Απλά γυρνάς το πόμολο της πόρτας και μπαίνεις.
Σε άλλους ανθρώπους πάλι, διαβάζεις (ή διαισθάνεσαι) ένα ξερό «Απαγορεύεται η είσοδος» να είναι γραμμένο στην πόρτα. Και οι δυο απόψεις πρέπει να ναι σεβαστές. Και αν ξαναρωτιόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι πάλι το ίδιο θα απαντούσαν, το ίδιο «ναι» ή το ίδιο «όχι».
Θαυμάζω εννοείται, τους ανθρώπους της πρώτης κατηγορίας, αυτούς που αφήνουν ελεύθερη την πρόσβαση στον εσωτερικό τους κόσμο, αυτούς που είναι ανοιχτοί, δεν έχουν τίποτα να κρύψουν.
Φαίνεται κατ’ αρχήν απλό, αλλά στην πραγματικότητα είναι δύσκολο. Δύσκολο είναι να ανοίγεις διάπλατη την πόρτα του σπιτιού ή της ψυχής σου. Μπορεί (πρόσεξε!) να μετανιώσεις γι αυτό. Μπορεί ο επισκέπτης να αποδειχτεί αδιάκριτος. Μπορεί να κλέψει τα μυστικά και τα πολύτιμά σου. Μπορεί να τραυματίσει τα αισθήματά σου. Εσύ όμως μην ανησυχείς, ακόμη κι αν αυτό συμβεί, είσαι πάνω και πέρα απ όλα αυτά. Έχεις ξεπεράσει τις ανθρώπινες μικρότητες και σφυρίζεις αδιάφορα.
Όποιον κρατά την πόρτα της ψυχής του ανοιχτή, τον διαισθάνεσαι. Σχεδόν βλέπεις γραμμένο στο κούτελό του το «είσοδος ελεύθερη». Είναι πλατύ το χαμόγελο. Το βλέπεις μέσα στα μάτια του, στην οξύτατη όραση, στη λάμψη που εκπέμπουν οι κόρες των ματιών του.
Η καλύτερη ώρα για να μπεις στα ενδότερα μιας ψυχής από την ανοιχτή της πόρτα είναι το βραδάκι. Μια τέτοια ώρα δειλινού εάν κάποιος βρεθεί σε θέση κατάλληλη, μπορεί να παρακολουθήσει τη σελήνη ν’ ανατέλλει αιμάσσουσα στον ορίζοντα, αδειάζοντας αφειδώς τα πλούσια χρώματα και τις ανταύγειες πάνω στην ελαφρώς κυματίζουσα θάλασσα, με μια μεγαλοπρέπεια που θυμίζει Σαντορίνη αλλά και τα νησιά των κοραλλιών και τη νότια Αμερική, την πατρίδα του στρατηγού Μπολιβάρ ακριβώς όπως ο ποιητής το έγραψε. Μια τέτοια ακριβώς ώρα που εξουσιάζεται απόλυτα από την παρουσία της σελήνης είναι η πιο κατάλληλη για ν’ ανοίξει κανείς την πόρτα της ανθρώπινης ψυχής και να μπει στα ενδότερα, στα βάθη.
Τώρα βέβαια χρειάζεται μέγιστη προσοχή. Η περιπλάνηση μέσα εκεί πρέπει να είναι μελετημένη βήμα το βήμα.
Το πρώτο που θ’ αντικρίσει είναι μικρές παιδικές στιγμές ζωγραφισμένες με κοντύλι πάνω σε μαθητική πλάκα. Κατόπιν θ’ αντικρίσει ένα βουνό από ελπίδες για τον εαυτούλη και για την ανθρωπότητα. Παραπέρα ένα άλλο βουνό από λαχτάρες και σχέδια, αποφάσεις και αγώνες, και στο σημείο το βαθύτερο θα δει ένα βουνό απογοητεύσεις για όσα έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν ποτέ.
Θα βρει κι άλλα. Επιθυμίες, μνήμες και πάθη. Ρίγη συγκίνησης αλλά και πίκρες αβάσταχτες. Αναμνήσεις και παλιούς συμμαθητές που ζουν ή που χάθηκαν (αυτούς προπάντων). Λέξεις παρηγοριάς για τον άρρωστο, τον κατατρεγμένο, τον βομβαρδισμένο τον προδομένο, τον πρόσφυγα το μεροκαματιάρη.
Οίκτο για τους ημιμαθείς, τους αρχομανείς, τους αδίστακτους. Όσο θα βρίσκει στοιχεία καινούργια τόσο θα πηγαίνει βαθύτερα, θα ψάχνει για περισσότερα. Θα ανακαλύπτει και θα αφομοιώνει. Θα θυμάται και θα χαμογελά. Κι όταν πια ο επισκέπτης κουραστεί, κι ενώ η σελήνη ανελέητα θα μεσουρανεί, ε, ας αποχωρήσει όσο πιο διακριτικά γίνεται, κλείνοντας αθόρυβα πίσω του «την πόρτα».
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός