Eλευθέριος Βενιζέλος, Στρατάρχης Τίτο και Τζων Κένεντι: τρεις μεγάλοι ηγέτες που υπήρξαν πολύ δημοφιλείς στην ιδιαίτερή τους πατρίδα! Την Κρήτη, την Κροατία της Γιουγκοσλαβίας και τη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ!
Όντες πολιτικά και κοινωνικά όντα στον 21ο αιώνα, διερωτόμαστε αν είναι ωφελιμότερον, με την έννοια βέβαια του λαϊκού συμφέροντος, τα κριτήρια επιλογής των πολιτικών προσώπων να περιορίζονται σε εκείνα της αμιγούς πολιτικής κριτικής, παραμερίζοντας παντελώς τον υποβόσκοντα συναισθηματικό παράγοντα!
Η πρόσφατη εκλογική διαδικασία στην Κεντροαριστερά
Η αφορμή για αυτό το κείμενο μας δόθηκε από τα αποτελέσματα των πρόσφατων εσωκομματικών εκλογών στο πολιτικό χώρο της Κεντροαριστεράς, για την ανάδειξη του νέου της αρχηγού. Τόσο οι μεγάλες διαφοροποιήσεις ανά γεωγραφική περιφέρεια όσο επίσης και ανάμεσα στα μεγάλα αστικά κέντρα και τις επαρχιακές περιοχές , μας αναγείρουν ισχυρούς προβληματισμούς για το πώς οι Έλληνες πολίτες καταλήγουν σε μια πολιτική επιλογή όταν καλούνται να αποφασίσουν για κάποια πολιτικά πρόσωπα που τυγχάνουν υποψήφιοι.
Οι δύο παράγοντες
Προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε τους παράγοντες που οδηγούν τους πολίτες στις επιλογές τους αυτές, δεν μπορούμε να φανταστούμε άλλους πλην, τόσο του συναισθηματικού παράγοντα για τους συγκεκριμένους υποψηφίους , όσο και εκείνου που σχετίζεται με τον βαθμό πολιτικοποίησης των συγκεκριμένων πολιτών. Εκτίμησή μας είναι πως ο συναισθηματικός παράγοντας είναι ο πρώτος που επηρεάζει τους Έλληνες πολίτες όταν βρεθούν στη θέση του να πρέπει να επιλέξουν έναν από μια ομάδα υποψηφίων. Παρατηρούμε πως σε υψηλό ποσοστό προτιμούν εκείνον που σχετίζεται με την πόλη τους ή την περιοχή τους. Αυτό είναι χαρακτηριστικό κυρίως των πολιτών που ζουν στις επαρχιακές πόλεις και περιοχές. Ο δεύτερος παράγοντας, είναι ο αυξημένος βαθμός πολιτικοποίησης των πολιτών εκείνων οι οποίοι κυρίως κατοικούν στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Τι θα έλεγαν ο Καρλ Μάρξ και ο Μαξ Βέμπερ
Αν θεωρήσουμε πως οι περισσότερες σύγχρονες πολιτικές θεωρήσεις εκπορεύονται από τους δύο κύριους πυλώνες πολιτικής ιδεολογίας, τόσο της Σοσιαλιστικής του Κάρλ Μάρξ όσο και του Δυτικού Καπιταλιστικού συστήματος του Μάξ Βέμπερ, αναρωτιόμαστε ποιες απαντήσεις θα μπορούσαν να μας δώσουν, αυτές οι θεωρήσεις, στους παραπάνω προβληματισμούς μας. Καταρχήν εκτίμησή μας είναι, πως για όσον αφορά την Σοσιαλιστική, σίγουρα η θεώρησή της για την διαρκή πάλη των τάξεων δεν αφήνει καθόλου περιθώρια για τον συναισθηματικό παράγοντα. Οι διαφοροποιήσεις λοιπόν αυτές θα αποδίδονταν αποκλειστικά και μόνον σε πολιτικά κριτήρια και τα οποία βέβαια και δεν είναι εύκολο να ανιχνευτούν. Στη συνέχεια, όσον αφορά την θεώρηση του Δυτικού Καπιταλιστικού συστήματος, ούτε και αυτή αφήνει περιθώρια ερμηνείας, για τον συναισθηματικό παράγοντα, καθόσον η θεμελειώδης της πίστη για τον διαρκή πολλαπλασιασμό του οικονομικού κέρδους, παραμερίζει τους συναισθηματισμούς και τις αγαθοεργίες. Οπότε και για αυτήν την θεώρηση, δεν απομένει άλλη ερμηνεία πλην εκείνης των πολιτικών κριτηρίων. Άρα και από τις δύο πολιτικές κοσμοθεωρήσεις δεν θα μπορέσουμε να πάρουμε ικανοποιητικές και πειστικές απαντήσεις.
Η διεθνής εμπειρία και ο συναισθηματικός παράγοντας
Ωστόσο, από τη διεθνή εμπειρία τόσο από τις χώρες και τις κυβερνήσεις που σχετίζονται με τον Δυτικό Καπιταλιστικό τρόπο διακυβέρνησης, όσο και από εκείνες της Σοσιαλιστικής κατεύθυνσης, βρίσκουμε πως ο συναισθηματικός παράγοντας παρισφρύει δυναμικά και επηρεάζει τις πολιτικές προτιμήσεις των πολιτών, όταν πρόκειται για επιλογές προσώπων. Για παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε την πολιτεία της Μασαχουσέτης στις ΗΠΑ, η οποία είναι η ιδιαίτερη πατρίδα των Κένεντι, και η οποία εδώ και μια 60ετία τουλάχιστον θεωρείται «το προπύργιο» των υποψηφίων που προέρχονται από την οικογένεια των Κένεντι. Όμοια όμως μπορούμε να παραθέσουμε και το παράδειγμα από το Σοσιαλιστική πλευρά, όπου ο Στρατάρχης Τίτο ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες, απολάμβανε την ισχυρότατη στήριξη των κατοίκων της Κροατίας, η οποία ήταν και η ιδιαίτερή του πατρίδα, που αποδεικνυόταν και εντονότερη από εκείνη των υπόλοιπων πέντε εθνοτήτων της Γιουγκοσλσβικής Ένωσης.
Η Ελληνική πραγματικότητα
Στη χώρα μας το φαινόμενο αυτό, δηλαδή του επηρεασμού των πολιτικών επιλογών των προσώπων από τον συναισθηματικό παράγοντα, το διαπιστώνουμε από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ως αφετηρία της εκδήλωσής του, μπορούμε να θεωρήσουμε την περίοδο όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος κυριολεκτικά λατρεύτηκε από τους πολίτες της ιδιαίτερής του πατρίδας, την Κρήτη. Επίσης, μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, απολάμβανε και αυτός ισχυρότατη στήριξη από την περιοχή της Μακεδονίας της ιδιαίτερης του πατρίδας. Εξ ίσου όμως την ίδια περίπου περίοδο, πολύ υψηλή στήριξη παρείχε και η Δυτική Πελοπόνησσος στον Γεώργιο Παπανδρέου που ήταν και η ιδιαίτερή του πατρίδα την 10ετία του ΄60. Την ίδια όμως υψηλή αποδοχή απολάμβανε από αυτή την περιοχή και ο Ανδρέας Παπανδρέου τις 10ετίες του ΄80 ως και τις αρχές της 10ετίας του ΄90.
Η σημερινή συγκυρία
Οι πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές στο χώρο ης Κεντροαριστεράς, επιβεβαίωσαν για μια ακόμη φορά την επιρροή που ασκεί ένα πολιτικό πρόσωπο στους πολίτες της ιδιαίτερης του πατρίδας. Αυτό αντικατοπτρίζεται από την προτίμηση των συντοπιτών του στο πρόσωπό του. Έτσι λοιπόν παρατηρούμε ότι από τους πρωταγωνιστές της πρόσφατης εκλογικής διαδικασίας, ο μεν Νίκος Ανδρουλάκης έτυχε μεγάλης αποδοχής στην ιδιαίτερη του πατρίδα, την Κρήτη, η δε Άννα Διαμαντοπούλου, προτιμήθηκε έναντι των άλλων υποψηφίων στην Δυτική Μακεδονία από όπου αντλεί και την καταγωγή της! Το ίδιο συνέβη και με τον συνυποψήφιό τους, τον Μιχάλη Κατρίνη, από την περιοχή του, την Ηλεία.
Η απόσβεση του συναισθηματισμού
Μελετώντας τα αποτελέσματα των Εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων, διαπιστώνουμε πως ο παράγοντας της εντοπιότητας δεν έχει ιδιαίτερη έννοια στα μεγάλα αστικά κέντρα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όταν μια κοινωνική ομάδα που μετοίκησε από την επαρχία, διατήρησε τη συνοχή της. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Μανιάτες στην πόλη του Πειραιά. Στις μεγαλοαστικές λοιπόν περιοχές, η αναφορά στην ιδιαίτερη πατρίδα των πολιτών είναι πια δευτερεύον ζήτημα και οι οικογενειακές καταβολές και αναφορές έχουν ατονήσει δραματικά. Σε αυτό εξ άλλου συνάδει και η υποβάθμιση των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στους πολίτες, που συμβαίνει στις μεγαλουπόλεις. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι τα κριτήρια επιλογής των προσώπων στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι εντελώς διαφορετικά από εκείνα της περιφέρειας. Εν τέλει λοιπόν εκτίμησή μας είναι πως τα κριτήρια επιλογής προσώπων στις μεγάλες πόλεις, επικεντρώνονται περισσότερο και μόνον στην πολιτική συμπεριφορά του ατόμου – υποψηφίου. Και αυτό συμβαίνει καθότι στους μεγαλοαστικούς αυτούς χώρους, έχει αποσβεστεί ή και έχει εκλείψει εντελώς ο συναισθηματικός παράγοντας της μαζικής προσωπικής επαφής και αναφοράς ανάμεσα στους πολίτες και τους τυχόντες υποψηφίους, που έτσι κι αλλιώς εκ των συνθηκών δεν δύναται να καλλιεργηθεί!