Μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στη Μόσχα και την ανάληψη της ευθύνης από τον ISIS, οι Δυτικές δυνάμεις κάνουν ό,τι μπορούν για να αποσυνδέσουν το Κίεβο από πιθανή συμμετοχή του στο χτύπημα, με τη Μόσχα να το αμφισβητεί και να εντείνει τα χτυπήματα σε βασικές υποδομές στο ουκρανικό έδαφος. Οι ρωσικές επιθέσεις είναι συνεχείς και ισχυρές με τις ουκρανικές δυνάμεις να μην μπορούν να τις αντιμετωπίσουν γι’ αυτό και αυξάνουν τις πιέσεις προς τους συμμάχους τους για περισσότερη αμυντική και οικονομική βοήθεια.
Την ίδια στιγμή, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι 27 ηγέτες και ενόψει των ευρωεκλογών θέτουν ως προτεραιότητα την στρατιωτικοποίηση της ΕΕ για την αντιμετώπιση – όπως εκτιμούν – των πιθανών απειλητικών ενεργειών της Ρωσίας με την εκ νέου υποψήφια πρόεδρο, Γερμανίδα φον ντερ Λάιεν, να ετοιμάζει την πανοπλία της. Την ίδια στιγμή οι ηγέτες της ΕΕ υποβαθμίζουν συνειδητά τις δαπάνες του προϋπολογισμού για τις ανάγκες επιβίωσης των Ευρωπαίων πολιτών, χωρίς να παίρνουν έγκριση και χωρίς να λογοδοτούν σε κανέναν.
Μόλις προχθές ο Ζοζέφ Μπορέλ, ο απερχόμενος Ύπατος εκπρόσωπος της Επιτροπής ανακοίνωσε ότι η ΕΕ από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, τα κράτη Μέλη έχουν δώσει 31 δις ευρώ σε στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, ενώ για φέτος το ποσό αυτό υπολογίζεται σε 20 δις ευρώ.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν προαποφασίσει κόψιμο των ευρωπαϊκών δαπανών προς τους Ευρωπαίους πολίτες κατά 26 δισ. ευρώ για το 2024. Δι αυτού του τρόπου – τηρουμένων των λογιστικών απλουστεύσεων – οι Ευρωπαίοι πολίτες καλούνται να ψηφίσουν την περαιτέρω επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου τους προς όφελος των πολεμικών αναγκών της Ουκρανίας, που αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, καθώς οι ουκρανικές δυνάμεις αποδεκατίζονται στα μέτωπα με τη Ρωσία και οι ΗΠΑ έχουν ανακοινώσει την διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο, λόγω των αποφάσεων της Γερουσίας.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί τη δέσμευσή της να στηρίξει την αποκατάσταση,την ανάκαμψη και την ανασυγκρότηση της Ουκρανίας, σε συντονισμό με διεθνείς εταίρους» αναφέρουν τα Συμπεράσματα, προετοιμάζοντάς τους Ευρωπαίους πολίτες για μείωση των κοινοτικών δαπανών
Στο Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ στις 21 Μαρτίου 2024 οι Ευρωπαίοι ηγέτες αυτοδεσμεύτηκαν για μια ακόμα φορά ότι θα εξακολουθήσουν τους εξοπλισμούς της Ουκρανίας για «όσο διάστημα, για ό,τι χρειαστεί και όσο εντατικά χρειαστεί». «Αυτή την κρίσιμη στιγμή η ΕΕ και τα κράτη μέλη θα επιταχύνουν και θα εντατικοποιήσουν την παράδοση όλης της απαραίτητης στρατιωτικής βοήθειας» αναφέρουν τα Συμπεράσματα της Συνόδου. Το Συμβούλιο ακόμα καλωσόρισε τις διμερείς συμφωνίες για δεσμεύσεις ασφαλείας που έχουν συνάψει πολλά κράτη μέλη μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, «οι οποίες θα βοηθήσουν την Ουκρανία να αμυνθεί, να αντιταχθεί στις προσπάθειες αποσταθεροποίησης και να αποτρέψει πράξεις επίθεσης στο μέλλον» αναφέρουν τα Συμπεράσματα, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις σ αυτόν τον επικίνδυνο αχταρμά λέξεων.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέτασε ακόμα «την πρόοδο όσον αφορά τα επόμενα συγκεκριμένα βήματα προς τη διοχέτευση έκτακτων εσόδων προερχόμενων από ακινητοποιημένα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας προς όφελος της Ουκρανίας,συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας χρηματοδότησης της στρατιωτικής στήριξης». Με τον τρόπο αυτό οι 27 ρισκάρουν την σταθερότητα των τραπεζών αλλά και του ίδιου του ευρώ και τούτο διότι δεν υπάρχει προηγούμενο , ούτε νόμος που να καλύπτει τη αρπαγή κρατικών ή ιδιωτικών καταθέσεων άλλης χώρας με την οποία τα κράτη μέλη της ΕΕ δεν είναι σε πόλεμο, ούτε έχει ηττηθεί από αυτούς.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία στην επόμενη θητεία της θα αποκτήσει και Επίτροπο Αμύνης και Ασφάλειας, σύμφωνα μετά Συμπεράσματα της Συνόδου, δεσμεύεται «να αυξήσει τη συνολική αμυντική ετοιμότητα και τα μέσα για να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τη φιλοδοξία να αντιμετωπίσει τις ανερχόμενες απειλές και προκλήσεις ασφαλείας» φωτογραφίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το «κίνδυνο από τη Ρωσία» που η Κομισιόν θεωρεί ότι αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Γι’ αυτό και ψάχνει τους τρόπους να αυξήσει την χρηματοδότηση από δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, (μια ιδέα είναι το ευρωομόλογο που υποστηρίζει και ο Κ. Μητσοτάκης) της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Στους μεσοπρόθεσμους στόχους είναι η αύξηση της αντοχής της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, της ικανότητας της να παραγάγει πρωτοποριακά αμυντικά προϊόντα, να αυξηθεί η ευρωπαϊκή αμυντική αγορά μέσα στην ΕΕ κ.ά. Είναι εμφανές ότι η προσπάθεια της ΕΕ θα απαιτήσει τουλάχιστον μια περίοδο 10-15 ετών και δεν έχει άμεση εφαρμογή παρά την πληθώρα λέξεων στα συμπεράσματα.