Μια θλιβερή κουστωδία είχε κινήσει από τη Λαμπηνή με προορισμό την πόλη του Ρεθύμνου εκείνη τη μέρα, 20 του Γενάρη 1829.
Βάρβαροι, από το ασκέρι του Αλμπάν μπέη, έσερναν δεμένους με σχοινιά, βασανισμένους Λαμπηθιανούς, όσους είχαν γλιτώσει από το μακελειό που είχε γίνει νωρίτερα στην εκκλησία της Παναγίας.Η μοίρα τους στο εξής θα ήταν να καταλήξουν από το σκλαβοπάζαρο σε κάποιον αφέντη που θα είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω τους.Κάποτε έφθασαν στην πόλη. Κόσμος είχε μαζευτεί να κάνει «σεΐρι».
Από της Άμμος την πόρτα τραβούσαν για τη Σοχώρα. Ανάμεσα στους μάρτυρες εκείνους και μια γυναίκα με τα δυο παιδιά της. Ήταν η Μηλιά Μουζουράκη. Είχαν ξεθεωθεί από την κοπιαστική πορεία και τα παιδιά έδειχναν πως δεν άντεχαν άλλο. Πάνω που η έρημη μάνα δεν ήξερε για τι να πρωτοκλάψει, ένα χέρι την τράβηξε στο εσωτερικό ενός σπιτιού. Μόλις η πόρτα έκλεισε βαριά, αφήνοντας μακριά την κουστωδία της συμφοράς μπόρεσε η ταλαίπωρη Λαμπηθιανή να δει ποιος την έσωσε.
Ήταν μια Αράπισσα, φιλεύσπλαχνη, που δούλευε σε κείνο το σπίτι. Πήρε μέσα στην κάμαρή της τη μάνα και τα παιδιά κι έκανε ό,τι μπορούσε να τα συνεφέρει.Κι όταν μπόρεσαν να συνέλθουν μια στάλα, σύστησε στη μάνα να είναι ιδιαίτερα προσεκτική, όσο θα την έκρυβε για να μη βρει κι αυτή μπελά στην καλοσύνη της.
Κι ενώ συνέβαιναν αυτά στην πόλη, ξεκινούσε από την Παντάνασσα ο καπετάν Πορτάλιος με τα παλικάρια του. Είχε μάθει για τα γεγονότα στη Λαμπηνή κι έφευγε να πάει για βοήθεια αν δεν τον προλάβαινε ο χρόνος κι ο εχθρός.
Στο μεταξύ, η Μουζουράκη προσπαθούσε να γαληνέψει στο καταφύγιο που της έδωσε η καλή Αράπισσα, αλλά ο τόπος δεν την χωρούσε. Μέχρι πότε θα ζούσε με ελεημοσύνες αυτή και τα παιδιά της; Έπρεπε να σκεφτεί το μέλλον της και κυρίως των παιδιών της.
Η αλλόθρησκη σωτήρα της καταλάβαινε την έγνοια της κι όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν κινδυνεύει πια, της έδωσε μερικά χρήματα και της σύστησε να τραβήξει άμμο άμμο προς τα ανατολικά.Άλλο που δεν ήθελε η Μηλιά. Πήρε τα παιδιά της, ευχαρίστησε με δάκρυα τη γυναίκα που την ευεργέτησε και πήρε το δρόμο από την αμμουδιά.
Θα πλησίαζε στου Κόρακα την Καμάρα, όταν την εντόπισαν οι άνδρες του Πορτάλιου, που πλησίαζαν κι αυτοί στην πόλη.Ο καπετάνιος καθησύχασε τη Μηλιά και ζήτησε να μάθει την ιστορία της. Με δάκρυα και αναφιλητά εκείνη του περιέγραψε την τραγωδία από την ώρα που κύκλωσαν οι Τούρκοι το χωριό:
Είχε μεγάλο «γιαγκιλίκι» ο Αλμπάν μπέης να τιμωρήσει τους Λαμπηθιανούς, μετά μια απόπειρα που είχε γίνει σε βάρος του και είχε σωθεί από του χάρου τα δόντια μάλλον από θαύμα του προφήτη του.Αυτός ήταν απόγονος Ενετών φεουδαρχών που είχαν εξισλαμιστεί μετά την κατάληψη του Ρεθύμνου κι είχαν μείνει εδώ. Είχε τεράστιες περιουσίες και όχι μόνο στη Λαμπηνή. Μέχρι και στα νότια της πόλης έφθανε το βιος του. Ήταν όμως κακόψυχος και φερόταν τυραννικά στους υποτελείς του. Αυτή η συμπεριφορά του στάθηκε αφορμή να του στήσει ενέδρα ένας Λαμπηθιανός, με καρδιά, ο Φουρογιάννης για να απαλλάξει το χωριό από την τυραννία του. Πυροβόλησε αλλά η σφαίρα βρήκε το φέσι του Τούρκου που άφριζε και χτυπιόταν παίρνοντας όρκο ότι θα ξεκληρίσει το χωριό.
Οι Χριστιανοί που πολλά περίμεναν από αυτόν, θέλησαν να πάρουν τα μέτρα τους και από τότε είχαν ορίσει βάρδιες φύλαξης για να προστατεύσουν το χωριό.Και πως τα ‘φερε η τύχη, την παραμονή της τραγωδίας ήταν η σειρά του Φουρογιάννη να φυλάξει σκοπιά. Εκεί που βίγλιζε πετυχαίνει η ματιά του ένα λαγό και φυσικά δεν σκέφτηκε να του χαριστεί. Ήταν και περασμένη η ώρα, τον θέριζε και η πείνα οπότε σκέφτηκε να πεταχτεί μέχρι το σπίτι του, να αφήσει το λαγό να τον μαγειρέψει η γυναίκα του, να φάνε και τα παιδιά του που λιμοκτονούσαν και να επιστρέψει στο καθήκον του.
Κι ενώ αυτός ανύποπτος πήρε τον δρόμο για το σπίτι του, με βηματισμό γάτας πλησίασαν οι Τούρκοι κι έφτασαν έξω από το χωριό. Παίρνει είδηση, άγνωστο πως, η Φουρογιάνναινα την έλευση του εχθρού και σπεύδει να ειδοποιήσει τον άνδρα της να ξεφύγει μαζί με τους συντρόφους του.
Στο μεταξύ στην εκκλησία ο παπα-Παναγιώτης είχε ξεκινήσει τη λειτουργιά για τη χάρη του Αγίου Ευθυμίου. Είχε τα θάρρη του σε μερικούς οπλοφόρους, ανάμεσά τους κι ο άνδρας της Μηλιάς, που ήταν ανάμεσα στο εκκλησίασμα.Σιμώνουν οι Τούρκοι, κυκλώνουν την εκκλησιά της Παναγίας και φωνάζουν στο εκκλησίασμα να παραδοθεί αλλιώς θα σβήσει. Οι ένοπλοι Λαμπηθιανοί απαντούν με τα όπλα τους. Από την ανταλλαγή πυροβολισμών σκοτώνονται 2-3 από τους άνδρες του Αλμπάνη κι αυτό εξαγριώνει περισσότερο τους εχθρούς.
Στήνουν σκαλωσιές, ανεβαίνουν και πετούν πανιά αναμμένα, ποτισμένα στο λάδι στο εσωτερικό της εκκλησιάς.Από τους καπνούς οι έγκλειστοι αρχίζουν να βήχουν ανήμποροι να πάρουν ανάσα.
Αναγκάζονται να βγουν, με την ελπίδα, ότι ο Αλμπάνης θα κρατήσει τη μπέσα, αφού όπως τους φώναζε, το κεφάλι του Φουρογιάννη τον ένοιαζε μοναχά. Είχε καταφέρει να τους πείσει και ο Περδικογιάννης, που έτυχε να έχει καλές σχέσεις με τον Τούρκο φεουδάρχη, ότι δεν θα πάθουν κακό, οπότε αποφάσισαν να παραδοθούν.
Άνοιξαν οι πόρτες της Κόλασης
Δεν πρόλαβε ν’ ανοίξει η πόρτα της εκκλησιάς και μπουκάρουνε οι Τούρκοι αφρίζοντας από λύσσα εκδίκησης. Σφάζουν τους άνδρες, πάνω στην Αγία Τράπεζα και παίρνοντας τον παπά και τα γυναικόπαιδα τράβηξαν για την πόλη, να οργανωθούν για να προωθήσουν το ψυχομάνι, που δέσμευσαν, στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ούτε και ο Περδικογιάννης γλίτωσε με τη φόρα που είχαν πάρει οι εισβολείς στην εκκλησιά, αδιαφορώντας αν είχε μείνει στη μέση και η λειτουργιά. Όπως τότε που αλώθηκε η πόλη και οι βυζαντινοί δεν πρόλαβαν να ακούσουν το «δι ευχών» στη δική τους λειτουργία.
Όσο διηγιόταν τα πάθη τους η Μηλιά, ο καπετάν Πορτάλιος ένοιωθε πως θα εκραγεί. Γιατί να μην έχει πάρει χαμπάρι νωρίτερα να προλάβει τον Αλμπάνη πριν κάνει τόση καταστροφή;
Στο μεταξύ έπρεπε να δει και πως θα προστατεύσει τη γυναίκα αυτή με τα παιδιά της. Αρχικά την πήρε στην Παντάνασσα για να τη φιλοξενήσει. Άντρας σωστός στις παραδόσεις, καθώς ήταν, δεν θέλησε να την αφήσει στο στόμα του κόσμου και την παντρεύτηκε.
Πέρασαν τα χρόνια και τον Φεβρουάριο του 1834 ο Πάσλευ που είχε φθάσει για περιήγηση στο Ρέθυμνο, επισκεπτόμενος την Πηγή, είδε στο σπίτι του Σπύρου Παπαδάκη που τον φιλοξενούσαν μια γυναίκα με το κοριτσάκι της, που όπως έμαθε ήταν από τους ελάχιστους που διασώθηκαν από τη σφαγή των Τούρκων στη Λαμπηνή.
Και αναφέρει σχετικά στο βιβλίο του «Travels in Crete» ( V.I 119.120.121).
«Γύρω στις 20 μέρες μετά τα Χριστούγεννα, που ακολούθησαν το θάνατο του Χατζή-Μιχάλη (Σ.Σ. Νταλιάνη στο Φραγκοκάστελλο) μια πολυάριθμη ομάδα ενόπλων Τούρκων, έφυγαν από την πόλη του Ρεθύμνου ένα Σάββατο βράδυ, λίγη ώρα πριν τα μεσάνυχτα. Τώρα σε όλες τις περιόδους του πολέμου οι Έλληνες ήταν σταθεροί στην εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Στο χωριό Λαμπηνή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου είχε συναθροιστεί στην εκκλησία, ένα μικρό εκκλησίασμα οκτώ χριστιανών έξ’ από τους οποίους είχαν μαζί των και τας συζύγους των.
Τούτο το χωριό είναι δεκαοχτώ μίλια από το Ρέθεμνος και οι Μωαμεθανοί γνώριζαν καλά ότι θα βρουν τους χριστιανούς συναθροισμένους στις προσευχές των στην εκκλησία των κατά τα χαράματα της Κυριακής.
Αμέσως μετά την άφιξή τους επιτέθηκαν στα θύματά των και αποπειράθηκαν να μπουν βιαίως στην Εκκλησία. Δυο ή τρεις απ’ αυτούς πλήρωσαν το τίμημα της θρασύτητάς των, αλλά οι άλλοι συνέχιζαν περί τις τρεις ώρες ένα χωρίς αποτέλεσμα πυρ από τα παράθυρα και τα ανοίγματα του κτιρίου, εναντίον των εντός Χριστιανών. Στο τέλος υιοθέτησαν ένα περισσότερο βέβαιο τρόπο εχθροπραξίας, σωριάσματος κοντά στην είσοδο ξερών ξύλων και άλλων καυσίμων πάνω στα οποία εχύθη λάδι και δαυλός πάνω στα έτσι συναχθέντα υλικά.
Γρήγορα η θύρα κατεστράφη και οι Χριστιανοί δεν είχαν τρόπο να διαφύγουν από τις φλόγες, Αντίστασις και φυγή ήταν εξίσου αδύνατες. Εν τέλει οι άνδρες όλοι εκυκλώθηκαν και κατεσφάγησαν.
Μια από τις γυναίκες λιποθύμησε ημιπνιγείσα από τον καπνό. Όταν συνήλθε βρήκε την εαυτή της σφικτά δεμένη με σχοινιά στην πλάτη ενός μουλαριού και είχε ήδη προχωρήσει στα μισά περίπου του δρόμου προς το Ρέθυμνο. Τα μαλλιά της, η σκούφα της και τα ενδύματά της ήσαν όλα σκληρά από το πηχτό αίμα του σκοτωμένου συζύγου της. Ο άγριος που την είχε σκλάβα του δεν πέτυχε να την πωλήσει επί δεκαπέντε μέρες, διαρκούντος όλου αυτού του χρόνου συνέχιζε να φορά τα ενδύματα που τόσο είχαν διαβραχεί από το αίμα του συζύγου της. Αυτή εξηγοράσθη από τον φιλοξενούντα, ο οποίος τότε ζούσε στο Ρέθεμνος και αυτός επίσης αγόρασε και το μικρό παιδί από τον Τούρκο ιδιοκτήτη του. Το παιδί αν ενθυμούμαι σωστά είναι η θυγατέρα της γυναίκας και το τίμημα που του κόστισε ήταν ογδόντα τούρκικα γρόσσια». (Κατά υπολογισμούς Παπαδάκι στοίχισαν και οι δυο, μάνα και κόρη όσο 128 κιλά λάδι)».
Μαρτυρία γρίφος και πονοκέφαλος για τους ερευνητές
Η μαρτυρία αυτή που δημοσίευσε ο Πάσλευ, είχε προκαλέσει σύγχυση στους ερευνητές και κυρίως στον Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκη, που είχε ασχοληθεί από το 1925 με το θέμα και αυτός μάλιστα είχε τεκμηριώσει επακριβώς την ημερομηνία του ολοκαυτώματος.
Πόσες γυναίκες τελικά είχαν σωθεί;
Σε μια εκπομπή μου στον 9.80, το Γενάρη του 2006, αναφερόμενη στο γεγονός, όπως συνηθίζω στις επετείους, βγήκε στον αέρα κάποιος Νίκος Καραγιαννάκης, από την Παντάνασσα και μου λέει στον αέρα πως «όταν η Μηλιά σύζυγος του Καραγιάννη σώθηκε με τα παιδιά της από την αράπισσα στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου, φυγαδεύτηκε νύχτα εκτός πόλης από την παραλία και φτάνοντας στην περιοχή «Κόρακα Καμάρα» συνάντησε τον οπλαρχηγό Πορτάλιο από την Παντάνασσα Αμαρίου, ο οποίος την μετέφερε μαζί με τα παιδιά της στο χωριό του και τους φιλοξένησε. Μετά από κάποιο διάστημα την παντρεύτηκε αποκτώντας μαζί της ένα γιο τον Μανώλη Πορτάλιο, μετέπειτα αρχηγό της επανάστασης του 1866. Ο Στέλιος Καραγιαννάκης, γιος της Μηλιάς επέστρεψε στην Λαμπηνή, όπου παντρεύτηκε και απόκτησε ένα γιο τον Μανώλη, ο οποίος ήταν ο παππούς μου. Στη συνέχεια τα παιδιά που έκανε πέθαιναν και θεώρησε καλό να επιστρέψει στην Παντάνασσα, όπου έκανε πολυμελή οικογένεια στην οποία ανήκω».
Η μαρτυρία αυτή που έσπευσα μάλιστα να δημοσιεύσω στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» έδωσε κίνητρα στο λόγιο συμπολίτη μας εκπαιδευτικό κ. Θανάση Απανωμεριτάκη να προχωρήσει σε βάθος την έρευνα. Και λίγο αργότερα με απόλυτη τεκμηρίωση μας οδήγησε στα παρακάτω συμπεράσματα λέγοντας:
«Μέχρι το 2007 οι γυναίκες αυτές ήταν δυο. Η χήρα του Ιωάννη Μουζουράκη, η Μιλιά και η χήρα του Θεόδωρου Θεοδωράκη το γένος Βαλλέργα με άγνωστο το βαπτιστικό της όνομα.
Από επίσκεψή μου στην Πανάνασσα τον Ιανουάριο του 2007 εντόπισα και μια τρίτη γυναίκα που είχα αρχίσει να ερευνώ από τις 20 Ιανουαρίου 2006.
Η Μηλιά Μουζουράκη, όπως σωστά αναφέρει ο Πάσλεϋ αγοράστηκε από τον προεστό της Πηγής, τον Σπύρο Παπαδάκη μαζί με το παιδί της, 15 ημέρες μετά το Ολοκαύτωμα.
Η γυναίκα αυτή στις 21 Φεβρουαρίου του 1834, στο σπίτι του Παπαδάκη, διηγήθηκε τα γεγονότα της Λαμπηνής στον Pasley και τα κατέγραψε. Δεν αναφέρεται σε καμιά πηγή ότι η Μουζουράκη δημιούργησε νέα οικογένεια. Είναι όμως γνωστό ότι μαζί με την κόρη της που την έλεγαν Εργινούσα κατέληξαν στην Πηγή και αργότερα η κόρη παντρεύτηκε στις Καρήνες τον Ιωάννη Κοκοτσάκη, που την είχε γνωρίσει μικρό παιδί, όταν ήταν μυλωνάς στο ελαιοτριβείο του Παπαδάκη.
Η δεύτερη γυναίκα η Θεοδωράκη επέστρεψε στη Λαμπηνή με τα τρία της παιδιά, τη Μαρία, τον Γεώργιο και το Νικόλαο Θεοδωράκη.
Ο Θεόδωρος Θεοδωράκης καταγόταν από τον Άγιο Ιωάννη Αγίου Βασιλείου και η γυναίκα του από την Καρέ.
Η Θεοδωράκη παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Ιωάννη Απανωμεριτάκη (Απανωμεριτάκης σημαίνει αυτός που κατάγεται από ψηλό χωριό – Στο «Ύμνος και Θρήνος» αναφέρεται ως Σφακιανός), ο οποίος είχε έρθει και είχε εγκατασταθεί στο χωριό. Απέκτησαν δυο γιους, τον Μανόλη και τον Ηλία που ήταν δίδυμοι. Αργότερα και οι Θεοδωράκηδες πήραν το επώνυμο του πατριού και έγιναν και αυτοί Απανωμεριτάκηδες.
Η τρίτη γυναίκα ήταν αυτή που έσωσε η αράπισσα στην Αρβανιτιά. Ο άντρας της ήταν ο Καραγιάννης. Η γυναίκα αυτή είχε δυο παιδιά τον Στέλιο και τη Δέσποινα. Η γυναίκα αυτή που το βαπτιστικό της όνομα και το γένος παραμένουν άγνωστα, συνάντησε μια ομάδα επαναστατών, της οποίας αρχηγός ήταν ο Νικόλαος Πορτάλιος από την Παντάνασσα.
Ο Πορτάλιος ήταν χήρος και είχε μια κόρη που πιθανολογείται ότι την έλεγαν και αυτή Δέσποινα.
Ο Πορτάλιος παντρεύτηκε τη γυναίκα αυτή, από τη Λαμπηνή, και απέκτησαν ένα γιο τον Εμμανουήλ Πορτάλιο, ο οποίος πολέμησε στο Αρκάδι μαζί με τον Κορωναίο και ο οποίος μετά το θάνατο του Διογένη Μοσχοβίτη στις 26 Απριλίου του 1868, εκλέχτηκε παμψηφεί από την επαρχία Αμαρίου Γενικός Αρχηγός Αμαρίου και με την ιδιότητα αυτή έλαβε μέρος στις επαναστάσεις του 1878 του 1889, του 1896 και του 1897.
Αψευδής μάρτυρας ότι η γυναίκα από τη Λαμπηνή ήταν η γυναίκα που έσωσε η Αράπισσα, κατέληξε στην Παντάνασσα, είναι ένα περιβόλι το οποίο αγόρασε με τα χρήματα που της έδωσε η αράπισσα, το οποίο είχε μέσα δυο ροδιές από τις οποίες σώζεται μόνο η μία.
Ο Στέλιος Καραγιαννάκης παντρεύτηκε στη Λαμπηνή και είχε τέσσερα παιδιά. Τον Μανόλη, την Αγάπη, τη Στέλλα και την Ειρήνη. Ο Μανόλης, ο εγγονός δηλαδή του Εμμανουήλ Καραγιαννάκη, παντρεύτηκε από την Παντάνασσα και έμενε στη Λαμπηνή στο σπίτι των Καραγιαννάκηδων. Εγκατέλειψε όμως τη Λαμπηνή και εγκαταστάθηκε στην Παντάνασσα, γιατί του πέθαιναν τα παιδιά και το σπίτι των Καραγιαννάκηδων πουλήθηκε.
Όλα αυτά τα συζητήσαμε διεξοδικά στις 26 Ιανουαρίου 2007 με τον μακαριστό Νικόλαο Καραγιαννάκη στο σπίτι του στην Παντάνασσα.
Εγώ συνέχισα τις έρευνές μου κρατώντας πάντα ενήμερο το Νικόλαο Καραγιαννάκη, ο οποίος τις παρακολουθούσε με μεγάλη αγωνία.
Απευθύνθηκα στο δήμο Συβρίτου και μετά στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου είχε νοσηλευτεί ο Εμμανουήλ Πορτάλιος και στο Α’ Νεκροταφείο στο οποίο ενταφιάστηκε. Όλοι οι υπηρεσιακοί παράγοντες ανταποκρίθηκαν θετικά, αλλά αποτέλεσμα δεν υπήρξε…».
Μπορεί η έρευνα που δεν τελειώνει να δώσει και άλλα χρήσιμα στοιχεία. Υπάρχει πάντα ενδιαφέρον για νέες ανακαλύψεις αρκεί να τεκμηριώνονται όπως αυτές που προαναφέραμε.
Ευτύχησα πάντως να αισθανθώ τον ίσκιο της Μηλιάς στο αρχοντικό του Πορτάλιου, εκεί στην Παντάνασσα, χωριό που συνδέεται πια μαζί μου με συγγενικούς δεσμούς.Και να απολαύσω δειλινό στο περβόλι που υπάρχει ακόμα η ροδιά, από τα δέντρα που φύτεψε η Μηλιά με τα λεφτά που της είχε δώσει η φιλεύσπλαχνη αράπισσα. Ένας αδιάψευστος μάρτυρας μιας ρομαντικής, στο τέλος, ιστορίας που διαδραματίστηκε μέσα στην κόλαση μιας ακόμα τραγωδίας από τις τόσες που ταλαιπώρησαν το νησί μας.
Μπορεί βέβαια να μην ξεπέρασε ποτέ η Μηλιά τις εφιαλτικές εικόνες που έζησε. Πέρασε όμως τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της απολαμβάνοντας το προνόμιο να είναι σύζυγος του καπετάν Πορτάλιου και μητέρα ενός ακόμα ήρωα που έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στην πολιορκία του Αρκαδίου, υποστηρίζοντας τις δυνάμεις που προσπαθούσαν απέξω να βοηθήσουν τους ελεύθερους πολιορκημένους της μονής.