Η συζήτηση για τις προκλήσεις της φαρμακευτικής πολιτικής, είναι πάντα επίκαιρη και αναγκαία. Η πανδημία covid-19 άλλαξε τις προτεραιότητες σε παγκόσμιο επίπεδο. Ανέδειξε την τεράστια απειλή που αποτελεί για τις σύγχρονες κοινωνίες μια κρίση Δημόσιας Υγείας, απέναντι στην οποία δεν υπάρχουν υγειονομικά σύνορα. Για να μην αφήσουμε αυτή την πανδημική κρίση να πάει χαμένη, επιβάλλεται μια νέα υγειονομική στρατηγική σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, με ενδυνάμωση των δημόσιων συστημάτων υγείας και των διεθνών μηχανισμών υγειονομικής ασφάλειας, αλλά και με νέο πλαίσιο για τη λειτουργία της φαρμακευτικής αγοράς. Σήμερα ζούμε τη χρεωκοπία του παγκόσμιου μοντέλου έρευνας, ανάπτυξης και διάθεσης νέων φαρμάκων, το οποίο δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες και διευρύνει συνεχώς τις υγειονομικές ανισότητες. Εκτός όμως από άνισο και αναποτελεσματικό, αυτό το μοντέλο είναι και μη βιώσιμο. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, η μεσοσταθμική αύξηση της παγκόσμιας φαρμακευτικής δαπάνης λόγω των καινοτόμων φαρμάκων είναι 7,5-10% το χρόνο, ενώ τα στοιχεία από τις ΗΠΑ μιλούν για 10,7% ετήσια αύξηση του μέσου όρου των καθαρών τιμών.
Άρα χρειαζόμαστε μια νέα φαρμακευτική στρατηγική σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο, που θα ανταποκρίνεται στο επιδημιολογικό προφίλ των σύγχρονων κοινωνιών (γήρανση πληθυσμού, νοσήματα «φθοράς», καρκίνος, αυτοάνοσα, ψυχικά νοσήματα κλπ.) και θα διασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση των ασθενών σε κάθε αναγκαία θεραπεία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ενισχυμένη δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας για νέα φάρμακα και ιατροτεχνολογικά προϊόντα, διαφάνεια στην κοστολόγηση τους, κεντρική αξιολόγηση (ΗΤΑ) και διαπραγμάτευση, δίκαιες τιμές, νέο πλαίσιο για τις πατέντες και την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων των εταιρειών. Η Ευρώπη είναι προνομιακός χώρος κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών για την προώθηση μιας βιώσιμης και κοινωνικά υπεύθυνης φαρμακευτικής πολιτικής. Υπάρχουν παραδείγματα διακρατικών συνεργασιών (πχ. Συμμαχία της Βαλέττα των χωρών του ευρωπαϊκού νότου) που μπορούν να αναθερμανθούν και να επικαιροποιηθούν.
Προφανώς χρειάζεται και στη χώρα μας ένα νέο πλαίσιο για το φάρμακο, γιατί το σημερινό έχει εξαντλήσει τα όρια του. Αυτό που πρέπει να διαφυλάξουμε «ως κόρη οφθαλμού» είναι η μεγάλη κοινωνική κατάκτηση της εγγυημένης πρόσβασης όλων των ασθενών (ασφαλισμένων και ανασφάλιστων) στα αναγκαία φάρμακα, η οποία έγινε εφικτή μέσω της άτυπης τριμερούς χρηματοδότησης της δαπάνης (Κράτος – ΕΟΠΥΥ, πολίτες, φαρμακοβιομηχανία). Μετά από την περίοδο της ασυδοσίας (μέχρι το 2009), οδηγηθήκαμε στη μνημονιακή περίοδο της ισοπέδωσης και της μεγάλης απόκλισης από το μέσο όρο της ΕΕ στην κατά κεφαλή φαρμακευτική δαπάνη. Το ζητούμενο τώρα είναι μια νέα ισορροπία που θα κάνει το σύστημα πιο σταθερό και προβλέψιμο, διατηρώντας στην αγορά τόσο τα φθηνά και αποτελεσματικά φάρμακα καθημερινής χρήσης (ειδικά τα εγχωρίως παραγόμενα γενόσημα), όσο και τα καινοτόμα και ακριβά φάρμακα που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες θεραπευτικές προκλήσεις (αντινεοπλασματικά, γονιδιακές θεραπείες, ανοσοθεραπείες, βιολογικοί παράγοντες, CAR-T-Cells, Ιατρική Ακριβείας, ορφανά φάρμακα για σπάνια νοσήματα κλπ.).
Για να προκύψει αυτό το νέο πλαίσιο εθνικής φαρμακευτικής πολιτικής, έχουμε ανάγκη κατ’ αρχάς θεσμούς κοινωνικής και πολιτικής διαβούλευσης που υπήρχαν και η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατήργησε, όπως είναι η Διακομματική Επιτροπή της Βουλής για τη χάραξη μακροπρόθεσμης στρατηγικής στον τομέα του φαρμάκου, που συγκροτήθηκε με πρόταση της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά και πρωτοβουλία του Προέδρου της Βουλής Νίκου Βούτση. Μια εθνική φαρμακευτική πολιτική δεν μπορεί να διαμορφωθεί με αδιαφάνεια, χωρίς συστηματική ενημέρωση των κομμάτων για τα πραγματικά δεδομένα, με τροπολογίες και αποσπασματικές ρυθμίσεις, χωρίς minimum πολιτική συνεννόηση. Οι άξονες αυτής της νέας στρατηγικής, πρέπει να είναι:
– Επιτάχυνση των διαρθρωτικών μέτρων για τον ιατρικά τεκμηριωμένο έλεγχο της ζήτησης (Οργανισμός ΗΤΑ, Διαπραγμάτευση τιμών, «κλειδωμένα» θεραπευτικά πρωτόκολλα, μητρώα ασθενών, εξορθολογισμός των ιατρικών συνεδρίων κλπ.).
– Σταδιακή αναπροσαρμογή των κλειστών προϋπολογισμών (ΕΣΥ και ΕΟΠΥΥ) τα επόμενα χρόνια, στο πλαίσιο της σύγκλισης με το μέσο όρο της ΕΕ στη δημόσια δαπάνη υγείας (7,5% του ΑΕΠ).
– Δικαιότερη κατανομή των επιστροφών λόγω υπέρβασης της δαπάνης (clawback).
– Μείωση της επιβάρυνσης των πολιτών, με προτεραιότητα σε συνταξιούχους και οικονομικά αδύναμους ασθενείς.
– Στήριξη της εγχώριας καινοτομίας και παραγωγής.
– Ενεργός ρόλος της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις στο χώρο του φαρμάκου, πίεση για κοινή πολιτική της ΕΕ στο ζήτημα των ελλείψεων, για κοινές αξιολογήσεις – διαπραγματεύσεις – προμήθειες φαρμάκων και εμβολίων.
Το κρίσιμο όμως δίλημμα της φαρμακευτικής πολιτικής «στο τέλος της μέρας», είναι: έλεγχος της δαπάνης ή κάλυψη των αναγκών; Από την απάντηση που θα δώσουν οι κοινωνικοί εταίροι, οι φορείς των ασθενών, οι επαγγελματίες υγείας, οι εμπλεκόμενοι στην αγορά φαρμάκου και, κυρίως, το πολιτικό σύστημα, θα κριθεί η αξιοπιστία των θεσμών και η προστασία της Δημόσιας Υγείας.
* Ο Ανδρέας Ξανθός είναι βουλευτής Ρεθύμνου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, πρώην υπουργός Υγείας