Δανειστήκαμε για τίτλο τη διάσημη φράση από το υπαρξιστικό θεατρικό έργο «Κεκλεισμένων των θυρών» του Γάλλου φιλοσόφου Ζαν-Πoλ Σαρτρ για να σκιαγραφήσουμε μια πτυχή του τρόπου που αντιμετωπίζουμε τις πολύ χαμηλές βάσεις εισαγωγής που καταγράφουν τα πανεπιστημιακά τμήματα στο Ρέθυμνο. Ένα φαινόμενο που δεν συνάδει ούτε με την ιστορία του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο, αλλά ούτε και με το παρεχόμενο επίπεδο σπουδών. Στη σχολή ή στα τμήματα που δίδαξαν οι αείμνηστοι Ν. Παναγιωτάκης, Ι. Καμπίτσης, Ν. Σβορώνος, Β. Κρεμμυδάς, Αν. Αβραμέα, Νικ. Φαράκλας, από τους εν ζωή ο Γ. Σηφάκης και η Χρ. Μαλτέζου, και πιο νεότεροι όπως ο Χρ. Χατζηιωσήφ, ο Ν. Σταμπολίδης, ο Π. Θέμελης, ο Αλ. Πολίτης, ο Ν. Βαγενάς, ο Β. Κάλφας (εν ενεργεία καθηγητής στο ΑΠΘ) και πολλοί ακόμη εξαίρετοι πρώην και νυν καθηγητές που πέρασαν ή διδάσκουν τώρα στο Ρέθυμνο, που λόγω οικονομίας χώρου δεν μπορούν να παρατεθούν τα ονόματά τους, οι βάσεις είναι κάτω από τα 10.000 μόρια!
Αναμφισβήτητα, τις βάσεις εισαγωγής τις καθορίζει η ζήτηση, όπως πολύ σωστά αναφέρθηκε στο ρεπορτάζ της καλής συναδέλφου Ελπίδας Αριστείδου στο φύλλο των «Ρ.Ν» του Σαββατοκύριακου 30-31 Ιουλίου 2022. Η γεωγραφική ετερότητα της Κρήτης ως νησί και η ακρίβεια σε συνδυασμό με τη χαμηλή αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών καθιστούν αποτρεπτική την επιλογή για σπουδές στο Ρέθυμνο αν είσαι από κάποιο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας ή της υπόλοιπης νησιωτικής. Επιπλέον, και σε συνδυασμό με τα παραπάνω υπάρχουν πολλά πανεπιστημιακά τμήματα σε όλη την ελληνική επικράτεια που μπορούν να καλύψουν grosso modo την ανάγκη για σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου, βάζοντας «νερό στο κρασί» της πρώτης επιλογής ή ακόμη και των παρεχόμενων σπουδών. Αφού διαπιστώσαμε τους εξωγενείς παράγοντες που έχουν διαμορφώσει αυτή την απευκταία κατάσταση, καλό θα είναι να δούμε και «τα του οίκου μας».
Πόλη και Πανεπιστήμιο χρειάζεται επειγόντως να ενσκήψουν στο πρόβλημα, γιατί σε μια εποχή που η επίκληση των αριθμών και μιας θολής «αριστείας» καθίστανται κριτήριο επιλογών και επιβίωσης, δυστυχώς, το ενδεχόμενο απαξιωτικών συμψηφισμών είναι προ των πυλών. Πολύ σωστά επισημαίνει ο αντιπρύτανης Οικονομικών και Υποδομών Κωνσταντίνος Σπανουδάκης τη ζωτική ανάγκη της ανέγερσης των νέων φοιτητικών κατοικιών, που έχει δρομολογηθεί. Ωστόσο, μέχρι τότε θα έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος. Χρειάζεται ένας σχεδιασμός με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων ούτως ώστε το Ρέθυμνο να αποτινάξει τη φήμη της πιο δύσκολης πόλης στην εξεύρεση στέγης. Οι Ρεθυμνιώτες οφείλουν να θυμηθούν ότι ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ανάπτυξής τους το οφείλουν στην ύπαρξη του Πανεπιστημίου Κρήτης και των φοιτητών που εδώ και 45 χρόνια σπουδάζουν στην πόλη τους.
Το δεύτερο βασικό στοιχείο είναι οι παρεχόμενες σπουδές. Μπορεί το επίπεδο σπουδών και το έμψυχο δυναμικό της Φιλοσοφικής Σχολής να είναι υψηλό, ωστόσο, χρειάζεται μια ανακατεύθυνση που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής και του μέλλοντος που έχει ήδη έρθει – ένας λόγος παραπάνω όταν η επίσημη πολιτεία τις απαξιώνει με τον τρόπο της. Χωρίς να είμαστε οπαδοί της άκριτης «καραμέλας» περί σύνδεσης των σπουδών με την παραγωγή -το δικαίωμα στην εργασία όπως και στην εκπαίδευση είναι ιερό- είναι κοινός τόπος πλέον ότι οι κλασικές σπουδές και οι ανθρωπιστικές επιστήμες πρέπει να αλλάξουν, αλλιώς θα βουλιάξουν. Είναι το ζήτημα που έθεσε στο προαναφερθέν ρεπορτάζ ο αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων, Δια Βίου Μάθησης, Διεθνών Σχέσεων και Εξωστρέφειας του Πανεπιστημίου Κρήτης Γιώργος Κοσιώρης, σχετικά με τις ψηφιακές τεχνολογίες και τις ανθρωπιστικές σπουδές. Η πανεπιστημιακή κοινότητα χρειάζεται να βάλει τα πράγματα κάτω και να σχεδιάσει το μέλλον του Πανεπιστημίου Κρήτης και των κλασικών σπουδών όχι με όρους 19ου και 20ου αιώνα, αλλά με όρους 21ου, χωρίς βέβαια τον αφορισμό και την κατακρήμνιση των θεμελίων της μέχρι σήμερα προόδου. Και σε αυτό μπορεί να βοηθήσει και μια περαιτέρω εμβάθυνση της διασύνδεσης και της λειτουργικής σχέσης με τα τμήματα του Ηρακλείου.
Οι προκλήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς στιβαρό θεωρητικό υπόβαθρο, που κατεξοχήν οι ανθρωπιστικές επιστήμες μπορούν να το προσφέρουν. Πόλη, τοπική κοινωνία και Πανεπιστήμιο Κρήτης βρίσκονται ενώπιον του χρέους τους απέναντι στην ιστορία αλλά και στο μέλλον που κοιτάζει με αμείλικτο τρόπο το παρόν. Από το 1977 έως σήμερα έχουν αποδείξει, έστω και με κάποιες παλινωδίες, ότι αναγνωρίζουν το πανεπιστήμιο ως «όχημα» πολιτισμού, ανάπτυξης και ευημερίας και ξέρουν να ανταποκρίνονται στα αιτήματα των καιρών και της προόδου. Ίδωμεν…