Φινλανδία και Σουηδία ως ελεύθερα, ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη κατέθεσαν αίτημα ένταξης στη συμμαχία του ΝΑΤΟ για να προστατευτούν από τον Ρωσικό – Πουτινικό επεκτατισμό. Έχοντας κάθε δικαίωμα να το πράξουν, προέβησαν σε αυτή την επιλογή, όχι επειδή το αποφάσισε από μόνη της μια κυβέρνηση αλλά συλλογικά, θεωρώντας ότι αυτό επέβαλε το εθνικό συμφέρον των χωρών τους. Ας δούμε όμως τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό το εθνικό συμφέρον σε πολιτικό επίπεδο στο εσωτερικό αυτών των χωρών.
Στην Σουηδία, το κοινοβούλιο ενέκρινε με ευρεία πλειοψηφία την πρόταση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης για ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Από τα οκτώ κόμματα του κοινοβουλίου, μόνο τα δύο μικρά αριστερά κόμματα αντιτίθενται. Τα εν λόγω κόμματα κατέχουν μαζί 43 έδρες από τις συνολικά 349 του Σουηδικού κοινοβουλίου.
Στο Φινλανδικό κοινοβούλιο, το αίτημα για ένταξη στο ΝΑΤΟ πέρασε με 188 ψήφους υπέρ και μόλις 8 κατά. Το φινλανδικό κοινοβούλιο περιλαμβάνει 10 κόμματα. Οι πολέμιοι της αίτησης περιλάμβαναν ορισμένους βουλευτές από την Αριστερή Συμμαχία, μέρος του πεντακομματικού συνασπισμού της Φινλανδίας.
Στα του οίκου μας, στην Ελλάδα πρόσφατα ψηφίστηκαν δύο εξαιρετικής σημασίας αμυντικές συμφωνίες. Μια με την Γαλλία και μία με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Η πρώτη πέρασε από το κοινοβούλιο με 191 υπέρ (ΝΔ- ΠΑΣΟΚ- Ελληνική Λύση) έναντι 109 κατά (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25). Η δεύτερη υπερψηφίστηκε και αυτή από την ελληνική βουλή με 181 υπέρ (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και δύο ανεξάρτητοι) έναντι 119 κατά (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜέΡΑ25 και Ελληνική λύση). Η διαφορά με τις δύο παραπάνω χώρες, σχετικά με ευρείες συναινέσεις σε κρίσιμα ζητήματα που δεν χωρούν κομματικές αντιπαραθέσεις, είναι εμφανής.
Το όχι στην ελληνογαλλική συμφωνία συνοδεύτηκε στη σχετική συζήτηση στη βουλή από ένα κρεσέντο λαϊκισμού, αγγίζοντας τα όρια του παραλογισμού, με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μιλάει για φέρετρα γεμάτα Έλληνες στρατιώτες που θα επέστρεφαν από τη ζώνη του Σαχέλ ως συνέπεια της εν λόγω συμφωνίας. Η αντίστοιχη αντίθεση στην ελληνοαμερικανική συμφωνία από την άλλη, συνοδεύτηκε από τα γνωστά διαχρονικά αριστερά και ακροδεξιά τσιτάτα περί προτεκτοράτων, παραχώρησης κυριαρχίας, συνέργειας σε ιμπεριαλιστικά σχέδια κτλ. Η γνωστή κασέτα που τόσο εύκολα σταματάει να παίζει όταν αρχίζουν οι επευφημίες και οι εναγκαλισμοί με τον Τραμπ.
Γιατί να αδυνατούμε ως χώρα να συνεννοηθούμε σε αυτονόητα ζητήματα όπως είναι το εθνικό συμφέρον, η άμυνα της χώρας, ο γενικότερος προσανατολισμός και η θέση μας στη διεθνή σκακιέρα; Δεν είναι μόνο ζήτημα κόμματων και πολιτικού προσωπικού. Όπως πολύ σωστά μου επισήμανε κι ένας καλός φίλος, το κοινοβούλιο είναι ο αντικατοπτρισμός της κοινωνίας. Δεν θα υπήρχε αυτή η υπερπροσφορά λαϊκισμού αν δεν υπήρχε η αντίστοιχη ζήτηση.Και στην ελληνική κοινωνία, παρά την μείωση τα τελευταία χρόνια, η ζήτηση για λαϊκιστική ρητορική και πρακτικές είναι μεγάλη. Το αξιακό χάος που χωρίζει τις πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, κυρίως από το 2010 και μετά, κάνει αδύνατη οποιαδήποτε ευρεία συναίνεση ακόμα και για τα αυτονόητα. Κι αυτό γιατί πολλές φορές το “αυτονόητο” δεν εκλαμβάνεται ως κάτι ενιαία αντιληπτό. Ορίζεται και νοηματοδοτείται εντελώς διαφορετικά εντός αυτού του αξιακού χάους.
Όμως, αυτό είναι ένα πρόβλημα που διαχρονικά αντιμετωπίζουμε ως χώρα. Δεν εμπλακήκαμε (αρχικά) με ευρεία συναίνεση σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Ούτε ενταχθήκαμε με ευρεία συναίνεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ευτυχώς, μέσα στη διαχρονική ατυχία του να επηρεάζεται η στάση μας σε καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της χώρας ζητήματα από ιδεοληψίες και λαϊκιστές, είχαμε την τύχη ικανοί ηγέτες και ορθολογικές πολιτικές δυνάμεις.