Το τηλεοπτικό debate των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ, είχε δυο όψεις. Για να το θέσω με ποδοσφαιρικούς όρους, το πρώτο «ημίχρονο» ήταν άνευρο με αναγνωριστικό «παιχνίδι» από όλους. Το δεύτερο απέκτησε ρυθμό, ένταση, ενδιαφέρον, προσέφερε στον μέσο θεατή τις μπηχτές και τις κόντρες που – πιθανότατα – ήθελε να δει. Παρότι όμως ακούστηκαν αρκετά σκληρά λόγια, τα χαμόγελα και οι ήρεμοι τόνοι κράτησαν τη διαδικασία σε ένα πολιτισμένο επίπεδο.
Και επειδή το αντιπαράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ζεστό και καθημερινό, ο πρώτος και ξεκάθαρος νικητής του debate ήταν το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Η εικόνα που έβγαλε προς τα έξω και κυρίως προς τον κόσμο που δεν ανήκει στους παραδοσιακούς του ψηφοφόρους, ήταν εκείνη ενός κόμματος με παλμό, το οποίο μπορεί να συζητά, χωρίς να σπαράσσεται. Προφανώς υπήρξαν τοποθετήσεις και αντεγκλήσεις εσωτερικής κατανάλωσης, εντελώς περιορισμένου και αμιγώς ΠΑΣΟΚικού ενδιαφέροντος δηλαδή, αλλά τούτο δεν θα μπορούσε και να αποφευχθεί, για εσωκομματικές εκλογές μιλάμε. Ταυτόχρονα ακούστηκαν και πολιτικές θέσεις, προτάσεις και απόψεις για μια σειρά θεμάτων που μας απασχολούν όλους και απασχολούν την χώρα.
Το ίδιο το φορμάτ της τηλεμαχίας, με λιγότερους περιορισμούς από όσους συνήθως, βοήθησε για την πραγματοποίηση μια καλής και σε στιγμές ουσιαστικής συζήτησης. Και όταν λέω για το φορμάτ, αυτό περιλαμβάνει και τους δημοσιογράφους, οι οποίοι είχαν 30 δευτερόλεπτα για θέσουν τις ερωτήσεις τους. Έτσι ακούσαμε πράγματι ερωτήσεις to the point και όχι τοποθετήσεις, όπως ενίοτε συνέβαινε με τους τηλεστάρ παλιότερων debate.
Από εκεί και πέρα, στα επί μέρους, οι υποψήφιοι είχαν καλές και λιγότερο καλές στιγμές. Ως εκ τούτου, οι εκτιμήσεις για το ποιος νίκησε και ποιος όχι είναι υποκειμενικές – θριαμβευτής έτσι κι αλλιώς δεν προέκυψε.
Προέκυψε όμως χαμένος. Κατά κοινή ομολογία, ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας εμφανίστηκε απροετοίμαστος, χωρίς γνώση σε βασικά θέματα και χωρίς πειστική απάντηση στο ερώτημα του Μιχάλη Κατρίνη σχετικά με το πώς θα συνδυάσει τη δημαρχία του μεγαλύτερου δήμου της χώρας με την προεδρία του ΠΑΣΟΚ. Το γεγονός ότι ειδικά στην συγκεκριμένη ερώτηση, την οποία σίγουρα ανέμενε, αφού συνιστά μια από τις βασικές κατηγορίες εναντίον του, δεν κατάφερε να αρθρώσει μια στοιχειωδώς ικανοποιητική απάντηση, είναι ενδεικτικό της κακής του εμφάνισης.
Αντίστοιχα η Άννα Διαμαντοπούλου δεν ακούστηκε πειστική στις εξηγήσεις της για την απουσία της από τις μάχες του ΠΑΣΟΚ την περασμένη δεκαετία και κάποιες φιλοκυβερνητικές θέσεις της.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης κράτησε την ψυχραιμία του στις επιθέσεις της Νάντιας Γιαννακοπούλου (που μάλλον υπερέβαλλε για να αποδείξει, κυρίως στους υπόλοιπους και λιγότερο στους ψηφοφόρους, ότι δεν είναι το συμπλήρωμα στην εξάδα), έβγαλε την εμπειρία που έχει αποκτήσει ως πρόεδρος και βγήκε από τη τηλεμαχία χωρίς κάποιο κραυγαλέο λάθος.
Ο Παύλος Γερουλάνος ήταν καλός, στο αναμενόμενο για τον ίδιο επίπεδο και ύφος, γοητευτικό οπωσδήποτε για τους μετριοπαθείς θεατές και ψηφοφόρους. Παραμένει ερωτηματικό η απήχηση που μπορεί να έχει ευρέως.
Και ο Μιχάλης Κατρίνης είχε την πιο ΠΑΣΟΚική παρουσία όλων – για καλό ή για κακό.
Το γενικό ζητούμενο εντούτοις, επετεύχθη. Το ΠΑΣΟΚ ήταν τα μεσάνυχτα της Τρίτης σε καλύτερη θέση από εκείνη στην οποία βρισκόταν το πρωί της ίδιας μέρας.
Πράγμα που δεν μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένο πριν το debate.