Στη χώρα μας κάθε φορά που δημοσιοποιείται ένα τραγικό περιστατικό οπαδικής βίας ξεκινά ένας δημόσιος διάλογος για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Η συζήτηση αυτή κυριαρχείται από τα κλισέ ενός λόγου που τονίζει την επικινδυνότητα των οπαδών, δημιουργεί κλίμα ηθικού πανικού και καλλιεργεί μια ευρεία συναίνεση για την ανάγκη προστασίας της κοινωνίας μέσα από κατασταλτικές πολιτικές. Διαχρονικά οι νομοθετικές παρεμβάσεις των αρμόδιων υπουργών χαρακτηριζόταν από το ζήλο τους να ανταποκριθούν στο σταθερό αίτημα των ιεροφάντων της συντήρησης να καταστείλουν «σε μια νύκτα» και με δρακόντεια μέτρα τη βία και οδηγούσε σε ένα φαύλο κύκλο μαξιμαλιστικών πολιτικών και ανεφάρμοστων νόμων που προκαλούσαν κοινωνικές αντιδράσεις χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η αδυναμία σφαιρικής κατανόησης του φαινόμενου του νεανικού οπαδισμού και της κοινωνικής προέλευσης της βίας περιόριζε τη δυνατότητα χάραξης μακροπρόθεσμων πολιτικών με προληπτικά μέτρα και κοινωνικές παρεμβάσεις.
Η βία στους αθλητικούς χώρους είναι σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο που κρύβει πίσω της τη νεανική δυσφορία για τους κοινωνικούς θεσμούς, τον κόσμο της εργασίας και το σχολείο. Ο οπαδισμός λειτουργεί ως ένας χώρος όπου υφιστάμενες κοινωνικές εντάσεις και φασίζουσες συμπεριφορές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να εκφραστούν. Νέοι που είναι ή αισθάνονται κοινωνικά αποκλεισμένα υιοθετούν μια κουλτούρας βίας, επιθετικής ανδροπρέπειας και κοινωνικού ρατσισμού. Πυρήνες οπαδικών κοινοτήτων γίνονται δεξαμενές παραβατικότητας και η απόλαυση της βίας λειτουργεί ως πηγή ευχαρίστησης, μια μιμητική πρακτική και μια πρόσκαιρη φαντασιακή διαφυγή από τα ανεπίλυτα προβλήματα της νεολαίας: την κρίση των αξιών και των μεγάλων αφηγημάτων της νεωτερικότητας, τις αλλοτριωμένες συνθήκες εργασίας, τις κοινωνικές ανισότητες, τη διάλυση των κοινοτικών δεσμών και την αναζήτηση ταυτότητας και νοήματος σε ένα κατακερματισμένο κοινωνικό κόσμο.
Στο χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου η κοινωνική δυσαρέσκεια εγκολπώνεται στις καθημερινές αντιπαλότητες επιχειρηματικών λόμπι που έχουν διεισδύσει στην πολιτική οικονομία του φιλελευθεροποιημένου αθλητικού θεάματος. Επιθετικές επενδύσεις στις τοπικές κοινωνίες, ολιγαρχικές δομές, σκάνδαλα, χρηματισμοί, σχέσεις πατρωνίας μεγαλοπαραγόντων με επιλεκτικούς συνδέσμους οπαδών, άσκηση ψυχολογικής βίας στους αντιπάλους, πελατειακές σχέσεις με τον κρατικό μηχανισμό και όλα αυτά πασπαλισμένα με καπιταλιστικές αγαθοεργίες μέσα από προγράμματα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης συνιστούν μια ζοφερή πραγματικότητα. Σε αυτό το περιβάλλον τα παιχνίδια κυριαρχίας μεγαλοπαραγόντων γιγαντώνουν τα πάθη και ενισχύουν τη γενικευμένη αίσθηση ανυποληψίας, διαφθοράς, ευνοιοκρατίας και άνισου ανταγωνισμού στο χώρο. Η βία, η παραβατικότητα, ο κοινωνικός ρατσισμός, οι φασίζουσες λογικές διαχωρισμού των ποδοσφαιρικών κόσμων σε ανώτερες και κατώτερες ποδοσφαιρικές φυλές, το μίσος για τον ‘εχθρικό άλλον’ γίνονται αξιακά πρότυπα που διαποτίζουν τις ποδοσφαιρικές κοινωνίες.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν μπορεί να γίνει με αναλυτικά εργαλεία του παρελθόντος. Οι εμμονές στις κατασταλτικές λογικές δεν βοηθά στην αναζήτηση εναλλακτικών πολιτικών ξεκινώντας από μια βασική πρακτική που έχει εφαρμοστεί στο εξωτερικό: την οργάνωση ενός ουσιαστικού, και όχι προσχηματικού, διαλόγου ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς (πολιτεία, ποδοσφαιρικές αρχές, αθλητικοί παράγοντες, δημοσιογράφοι, φίλαθλοι, οργανωμένοι σύνδεσμοι, επιστημονική κοινότητα) που θα καταλήξει σε συνθετικές προγραμματικές συμφωνίες και δεσμεύσεις. Ένα τέτοιος μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός καλείται να διερευνήσει: τη συστηματική πρόληψη και παρέμβαση σε επίπεδο κοινότητας με την ενεργοποίηση κοινωνικών υπηρεσιών και κοινωνικών διαμεσολαβητώνˑ τις δυνητικές κοινωνικές λειτουργίες των συνδέσμων και τους ρόλους που θα μπορούσαν να έχουν στην καλλιέργεια ενός διαφορετικού ποδοσφαιρικού πολιτισμούˑ το κτίσιμο ενός κοινωνικού κεφαλαίου συνεργασιών με εναλλακτικές φωνές που υπάρχουν στις συσσωματώσεις οπαδώνˑ τη λογοδοσία των συνδέσμων απέναντι στην κοινωνία και την εμπέδωση της κοινωνικής τους ευθύνης με την παράλληλη ενίσχυση της αυτονομίας και της ανεξαρτησία τους και την αποκοπή του ομφάλιου λώρου των υποτελών σχέσεων τους με τις ΠΑΕˑ τη διαμόρφωση ενός ανεξάρτητου θεσμού παρατηρητηρίου της αθλητικής βίας επιφορτισμένο με τη συστηματική μελέτη και το σχεδιασμό πολιτικών αντιμετώπισης του φαινομένουˑ και τέλος την ανάπτυξη της βιωματικής αθλητικής παιδείας στο σχολείο.
Τα πολλαπλά πρόσωπα της βίας στους αθλητικούς χώρους μας θυμίζουν την σκοτεινή πλευρά του αθλητισμού και τα δομικά προβλήματα των μικροκοινωνιών του εμπορευματοποιημένου αθλητισμού: Είναι για παράδειγμα η βία και το μίσος ενός ανώτερου Εμείς απέναντι στο εχθρικό Εσείς, η έμφυλη βία σε ανυπεράσπιστες αθλήτριες, τα σεξιστικά σλόγκαν, η συμβολική βία των παραβατών του λευκού κολλάρου, οι αυτοκτονίες χρεωκοπημένων ποδοσφαιριστών, οι προπηλακισμοί διαιτητών και ποδοσφαιριστών από μπράβους… Ο ευκαιριακός τρόπος που αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της βίας μέσα από ένα δημόσιο διάλογο επικεντρωμένο στο πρόσκαιρο, το θεαματικό και το δραματοποιημένο περιορίζει τις δυνατότητες για μια νηφάλια, ολιστική προσέγγιση ενός σύνθετου νεολαιίστικού φαινομένου. Οι κραυγές πόνου του αδικοχαμένου Άλκη ας γίνουν μάθημα για να αναστοχαστούμε για το νόημα των αθλητικών παιχνιδιών και τα βαθύτερα αίτια της βίας των νέων σε μια κοινωνία που παράγει αντιπαλότητες, διαχωρισμούς, εντάσεις και αδικίες. Ο νέος που απολαμβάνει τη βία ως μια απάντηση στη βαρεμάρα, την πλήξη, τη διάψευση ονείρων, την καταπιεσμένη οργή και τη φτώχεια είναι γέννημα της δικής μας κοινωνίας. Ας μην το ξεχνάμε…