Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΩΣΤΑΚΟΓΛΟΥ
• Το διεθνές συνέδριο «Όψεις της φύσης στη Νεοελληνική Λογοτεχνία», που διοργάνωσε το τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, ανέδειξε τη σχέση λογοτεχνίας, φύσης και ανθρώπου, προάγοντας τον επιστημονικό διάλογο και την αξία των ανθρωπιστικών σπουδών στη διαμόρφωση κριτικής αντίληψης και κοινωνικής ευαισθησίας
Με 55 συνέδρους από την Ελλάδα και το εξωτερικό, οι οποίοι συμμετείχαν σε έναν υγιή επιστημονικό και ακαδημαϊκό διάλογο γύρω από θέματα που αφορούν το τρίπτυχο των σχέσεων ανάμεσα στη λογοτεχνία, τη φύση και τον άνθρωπο ολοκληρώθηκε το τριήμερο διεθνές συνέδριο (15-17/11) με τίτλο «Όψεις της φύσης στη Νεοελληνική Λογοτεχνία», που διοργάνωσε το τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης στις εγκαταστάσεις του Γάλλου. Άνθρωποι προερχόμενοι από διαφορετικές παραδόσεις της φιλολογίας, γενιές, υπόβαθρα και επιστημονικούς προσανατολισμούς, επιχείρησαν να προσεγγίσουν μέσα από λογοτεχνικά κείμενα τη διαχρονικότητα της φύσης, τις απολήξεις της στον άνθρωπο και την κοινωνία, καθώς και τις μεταβολές που αυτή υπόκειται στις ατομικές και συλλογικές συνειδήσεις των ανθρώπων, ανά εποχή και περιβάλλον. «Η φιλολογία μας βοηθάει να κατανοήσουμε τη λογοτεχνία, αλλά κατανοώντας την λογοτεχνία και μιλώντας για την παρουσία της φύσης σε αυτήν, αντιλαμβανόμαστε και τη σχέση μας με τη φύση», ανέφερε μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.», η Αναστασία Νάτσινα, πρόεδρος του τμήματος Φιλολογίας και αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής φιλολογίας.
Η επικαιρότητα της κλιματικής κρίσης προβληματίζει και επηρεάζει τη φιλολογία, καθιστώντας σαφές, ότι η σχέση του ανθρώπου με τη φύση χρήζει επαναπροσδιορισμού και αναθεώρησης, όπως τονίστηκε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου. Παράλληλα αναδείχθηκε η αξία των ανθρωπιστικών σπουδών, ως ένα επιστημονικό και ακαδημαϊκό πεδίο, που εξυπηρετεί τη διαμόρφωση κριτικών αντιλήψεων, την ανάπτυξη κοινωνικών συνειδήσεων και εν τέλει την ατομική μας σύνδεση με σημαντικά ιστορικά και φιλοσοφικά θέματα. «Πρόκειται για επιστήμες αυτογνωσίας, γνώσης της κοινωνίας και δεξιότητες αυτογνωσίας και γνώσης της κοινωνίας. Μαθαίνεις να αντιλαμβάνεσαι τα προϊόντα του πολιτισμού, να τα καταλαβαίνεις, να τα εξηγείς και να σκέφτεσαι πάνω σε αυτά, για να μπορέσεις να αλλάξεις τη ζωή σου και να πάμε σε κάτι καλύτερο που ελπίζουμε», σημείωσε η κ. Νάτσινα,
«Ένα λογοτεχνικό κείμενο παράγει νέα σκέψη για το οικολογικό ζήτημα»
Το ειδικά διαμορφωμένο πλαίσιο που παρέχει ένα συνέδριο, βοηθάει πάντα στην παραγωγή διαλόγου ανάμεσα στα μέλη της επιστημονικής κοινότητας, δημιουργώντας μία αίσθηση συλλογικότητας και προωθώντας ακόμα και συζητήσεις σε ανεπίσημη μορφή, όπως υπογράμμισε η κ. Νάτσινα. «Τα συνέδρια και ειδικά τα συνέδρια δια ζώσης δεν είναι παράλληλοι μονόλογοι, αλλά άνθρωποι που έρχονται και συζητάνε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, στο διάλειμμα, στο δείπνο και προχωράει ο επιστημονικός διάλογος μέσα από την αυστηρή διαδικασία του συνεδρίου και τις θεσμοθετημένες διεργασίες του, αλλά και μέσα από την ανεπίσημη επαφή και επίσης χαλυβδώνεται η αίσθηση της κοινότητας, δημιουργείται, ενδυναμώνεται και μεταπλάθεται η αίσθηση της επιστημονικής κοινότητας στη φιλολογία και στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Αυτό χρειάζεται να προβάλλεται στην κοινωνία και να γίνεται σαφές το πόσο σημαντικό είναι το θέμα που συζητάμε, αλλά και οι συμβολές που έχουμε σε αυτό».
Το περιεχόμενο των λογοτεχνικών κειμένων προσφέρεται σε όλους, όχι μόνο στην επιστημονική κοινότητα, παρέχοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη να σκεφτεί και να καταλάβει έννοιες και συνθήκες που έχουν να κάνουν με τον ίδιο του τον εαυτό. Η κ. Νάτσινα ανέφερε: «Ένα λογοτεχνικό κείμενο παράγει νέα σκέψη για το οικολογικό ζήτημα και είναι χρήσιμο. Πέρα από το καθαρά δικό μας επιστημονικό πεδίο υπάρχει και μία ευρύτερη χρησιμότητα, όταν με τα λογοτεχνικά κείμενα μπορεί κανείς να συνδεθεί Εύκολα με το περιεχόμενο, ακόμα και αν δεν είναι ειδικός. Η φιλολογία μας βοηθάει να κατανοήσουμε τη λογοτεχνία, αλλά κατανοώντας τη λογοτεχνία και μιλώντας για την παρουσία της φύσης σε αυτήν, αντιλαμβανόμαστε και τη σχέση μας με τη φύση. Όταν διαβάζεις ένα μυθιστόρημα που έχει να κάνει με τη φύση, έχει να κάνει με οικολογικές τάσεις, το τέλος του κόσμου, τις πλημμύρες και πολλά άλλα, δεν σκέφτεσαι μόνο πάνω στη λογοτεχνία, αλλά και πάνω στη ζωή. Όταν θα έρθει ένας φιλόλογος να σε βοηθήσει να καταλάβεις σε μεγαλύτερο βάθος και τις συνδέσεις του με ιστορικά ζητήματα, με φιλοσοφικά ζητήματα, σε βοηθάει να διαμορφώσεις μία στάση πάνω στη ζωή σου. Γι’ αυτό λέμε ότι είναι καίρια η μελέτη της λογοτεχνίας, από τη φιλολογία, σαν ένα ζήτημα ζωής».
«Μας λείπει μία κριτική αντίληψη»
Απώτερος σκοπός της λογοτεχνίας είναι εν τέλει να χτίσει μία κοινωνία με ανθρώπους κριτικά σκεπτόμενους, συνειδητοποιημένους και ευαισθητοποιημένους σε σειρά από κοινωνικά και οικολογικά ζητήματα που μας αφορούν όλους. «Από την σκοπιά της φιλολογίας, με το να μελετάς το λογοτεχνικό έργο καλλιεργείται κριτική αντίληψη, εμπλεκόμαστε συναισθηματικά, ταυτιζόμαστε με τους ήρωες και μας βοηθάνε αυτές οι ταυτίσεις να σκεφτούμε τις επιλογές μας και τις αποφάσεις μας, πάνω σε μία σειρά από ζητήματα, όχι μόνο το οικολογικό. Να σκεφτούμε για τη θέση της γυναίκας, για τη σεξουαλικότητα, για μία σειρά από θέματα που υπάρχουν στη λογοτεχνία. Το να μάθεις να μελετάς τη λογοτεχνία σημαίνει ότι μαθαίνεις και έρχεσαι σε επαφή με όλα αυτά τα διαφορετικά ζητήματα και βρίσκεις τρόπους να σκέφτεσαι για όλα αυτά τα θέματα. Είναι ένας τρόπος να σκεφτείς βαθύτερα πάνω στην ίδια σου τη ζωή και ελπίζουμε να πάμε και σε μία καλύτερη κοινωνία με αυτόν τον τρόπο, είναι πολύ φιλόδοξο το σχέδιο, αλλά σε αυτό ελπίζουμε ότι μπορεί να πετύχει κανείς», όπως κατέθεσε στα «Ρ.Ν.», η κ. Νάτσινα.
Μπορεί το ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία σε ακαδημαϊκό πλαίσιο να εμφανίζει αυξομειώσεις ανά τα χρόνια, αλλά η φιλοσοφική επιστήμη δεν θα πάψει ποτέ να αποτελεί ένα έναυσμα ανάπτυξης δεξιοτήτων, απαραίτητες για τη ζωή, όπως σημείωσε η πρόεδρος του τμήματος φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης: «Στο Ρέθυμνο έχουμε τη φιλοσοφική σχολή και οι φοιτητές που επιλέγουν τις σπουδές της φιλοσοφικής σχολής έχουν τάσεις αύξησης και μείωσης, αλλά είναι λιγότεροι από το παρελθόν. Πράγματι, υπάρχει μικρότερη επαγγελματική αποκατάσταση και αυτό είναι ένα σημαντικό ζήτημα, αλλά με αυτόν τον τρόπο χάνουμε την ευκαιρία που έχουν οι ανθρωπιστικές επιστήμες πηγαίνοντας στο βάθος ορισμένων ζητημάτων, που αφορούν τη ζωή μας πολύ καίρια και δεν είναι απλή απόκτηση δεξιοτήτων για να κάνεις κάποιο επάγγελμα, αλλά σε βοηθούν να στοχαστείς πάνω στη ζωή σου. Πρόκειται για επιστήμες αυτογνωσίας, γνώσης της κοινωνίας και δεξιότητες αυτογνωσίας και γνώσης της κοινωνίας. Μαθαίνεις να αντιλαμβάνεσαι τα προϊόντα του πολιτισμού, να τα καταλαβαίνεις, να τα εξηγείς και να σκέφτεσαι πάνω σε αυτά, για να μπορέσεις να αλλάξεις τη ζωή σου και να πάμε σε κάτι καλύτερο που ελπίζουμε. Μας λείπει μία κριτική αντίληψη για τα πράγματα και αυτή την αντίληψη την καλλιεργούν οι ανθρωπιστικές επιστήμες».
«Το συνέδριο προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον από την επιστημονική κοινότητα»
Ο απολογισμός του συνεδρίου δεν είχε παρά θετικό πρόσημο, γεγονός που αποτυπώθηκε και στον αποχαιρετιστήριο επίλογο που επικοινώνησε η κ. Νάτσινα, όταν και στάθηκε στη διαφορετικότητα των συμμετεχόντων, στην ανάγκη να καταστούν ανθεκτικά τα φτωχά οικοσυστήματα και στη στήριξη των ανθρωπιστικών σπουδών. «Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι από τη συμμετοχή, καθώς είχαμε 55 συνέδρους από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Το Ρέθυμνο δεν είναι εύκολο να το φτάσεις, δεν είναι ένας φθηνός προορισμός. Το ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν από τόσο μακρινά μέρη για να βρεθούμε εδώ και να συζητήσουμε για αυτά τα πράγματα είναι εξαιρετικά σημαντικό. Είμαι ευχαριστημένη όχι μόνο από τη συμμετοχή, αλλά και από το επίπεδο των ανακοινώσεων, δηλαδή ήρθαν πραγματικά άνθρωποι επιστημονικά καταρτισμένοι και πολύ σοβαρές δουλειές και άρτιο επιστημονικό ύφος. Συζήτησαν μεταξύ τους σε επιστημονικό διάλογο και πραγματικά δεν θα μπορούσα να είμαι περισσότερο χαρούμενη για το πως εξελίχθηκαν τα πράγματα», ανέφερε η κ. Νάτσινα.
Φιλόλογοι από περιοχές της Ελλάδας και του εξωτερικού επιβεβαίωσαν το αυξημένο ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, συμβάλλοντας αποτελεσματικά τόσο στη θετική διενέργεια των εργασιών του συνεδρίου, αλλά και στην παραγωγή σημαντικών συζητήσεων γύρω από τις όψεις της φύσης στη Νεοελληνική λογοτεχνία. Η κ. Νάτσινα κατέληξε: «Το Συνέδριο ήταν τριήμερο και είχαμε συνεχώς παράλληλες συνεδρίες, ακριβώς επειδή είχαμε τόσες συμμετοχές. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάναμε ανοικτή πρόσκληση για υποβολή περιλήψεων, όπως γίνονται τα ανοικτά συνέδρια και είχαμε 110 περιλήψεις από τις οποίες επιλέξαμε τις μισές. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι το συνέδριο προσέλκυσε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από την επιστημονική κοινότητα. Ακόμα και οι 55 ήταν πολλές και έπρεπε να έχουμε συνεχώς παράλληλες συνεδρίες, αλλά αυτό λειτούργησε αποτελεσματικά. Το συνέδριο κύλησε πάρα πολύ καλά, γιατί ήρθαν νεοελληνιστές και νεοελληνίστριες φιλόλογοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό, από διαφορετικές επιστημονικές παραδόσεις της φιλολογίας και από διαφορετικές γενιές επίσης. Ήρθαν λοιπόν κοντά για να συζητήσουν ένα κοινό θέμα, με διαφορετικές οπτικές γωνίες και όταν συμβαίνει αυτό, πλουτίζει απολύτως την οπτική και την κατανόηση που έχουμε για αυτό το ζήτημα, ακόμα και για ανθρώπους που ασχολούνται χρόνια με αυτό. Αυτή η άλλη οπτική έρχεται και σε φωτίζει».