Ημέρα της Μητέρας η Κυριακή που μας πέρασε. Για τούτο η τιμητική αναφορά στην πλευρά του Θεού, στην κοιτίδα της ζωής, στο περιγέλιο του θανάτου.Το θέμα έχει εμπνεύσει ποιητές και άλλους δημιουργούς γιατί η «Μάνα» δεν παύει να είναι κοινός παρονομαστής στο κλάσμα του κοινωνικού γίγνεσθαι, η γέφυρα των αντιθέσεων, η ατέρμονη πηγή του ελέους.
Ας σταχυολογήσουμε λοιπόν από σχετικά κείμενα γνωστών προσωπικοτήτων αναφορές στη μάνα, υπογραμμισμένες με τη λογοτεχνική ευαισθησία και το ύφος του καθενός.
Γράφει ο Παύλος Παλαιολόγος:«Ύμνοι στη Μητέρα αντηχούν κάτω από τους θόλους των εκκλησιών. Την αγνή, την άσπιλη, την αμόλυντη, την άχραντη. Έτσι όπως τη βλέπουμε ζωγραφισμένη από τους αγιογράφους.
Σταθήκατε καμιά φορά εμπρός στην εικόνα της Παναγίας, που φωτίζεται από το χλωμό φως του καντηλιού και τα κεράκια των πιστών.
Δεν έχει την αυστηρότητα των άλλων αγίων της Εκκλησίας. Σας κοιτάζει απαλά, τρυφερά, όπως και η μητέρα σας.
Μια μητέρα βρίσκεται πάντα κάτω από ένα σταυρό.
Κοντά μας στη δυστυχία. Και δεν ζητά κανένα αντάλλαγμα.
Πουθενά δεν θα βρείτε όση παρηγοριά σας προσφέρει…».
Θυμάται για τη δική του μητέρα ο Γρηγόριος Ξενόπουλος: «Ευτύχησα να έχω μια μητέρα εξαιρετική. Ήταν γυναίκα με μεγάλη ευφυΐα, με πλατιά μόρφωση και με χριστιανικές καθαυτό αρετές.
Αυτή μ’ έμαθε τα πρώτα γράμματα. Κι όταν πήγα στο σχολειό εξακολουθούσε να με προγυμνάζει ώσπου τέλειωσα το γυμνάσιο. Στη θλίψη μου, στη δυστυχία μου περίμενα πάντα με αγωνία ένα γράμμα της μητέρας μου. Κι άμα το λάβαινα γινόμουν πάλι χαρούμενος κι ευτυχισμένος. Θ’ αγαπούσα τη μητέρα μου ακόμα κι αν δεν ήταν τόσο χαρισματική. Γιατί κάθε μητέρα είναι το ίδιο αγαπητή, λατρευτή, σεβαστή, ιερή για το παιδί της».
Γράφει και ο Λέων Τολστόι: «Θυμούμαι, όταν κουραζόμουνα τρέχοντας, πήγαινα και καθόμουνα μπροστά στο τραπέζι του τσαγιού στη μικρή παιδική πολυθρόνα μου κουρνιασμένος ψηλά.
Ήταν πια αργά. Είχα τελειώσει από πολλή ώρα το κύπελλο με το ζαχαρωμένο γάλα μου και τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν από τη νύστα. Αλλά δεν κινούμουν καθόλου. Έμενα ήσυχος και άκουγα. Και πώς να μην ακούει κανείς! Η μαμά κουβεντιάζει με κάποιο από τα παρόντα πρόσωπα και ο ήχος της φωνής της είναι τόσο γλυκός, τόσο τερπνός! Σε μένα μόνον λέει τόσα πράγματα!
Γλιστρώ ως το πάτωμα, πηγαίνω αναπαυτικά σε μια μεγάλη πολυθρόνα.
«Κοιμάσαι, μικρέ μου, Νικόλα; μου λέει η μαμά. Θα κάμης καλά να πας να πλαγιάσεις».
«Δε νυστάζω, μαμά».
Όνειρα ακαθόριστα αλλά θελκτικά πλημμυρούν τη φαντασία μου. Ο καλός παιδικός ύπνος μου κλείνει τα βλέφαρα και μετά μια στιγμή αποκοιμήθηκα.
Αισθάνομαι επάνω μου από μέσα από τον ύπνο μου ένα λεπτό χέρι. Το αναγνωρίζω με την απλή επαφή και το σφίγγω δυνατά στα χείλη μου.
Όλοι έφυγαν. Μια μόνο λαμπάδα καίει στο σαλόνι. Η μαμά είπε πως αυτή θ’ αναλάβει να με ξυπνήσει.
Ζαρώνει στην πολυθρόνα όπου κοιμάμαι, περνά το ωραίο λεπτό χέρι της μέσα στα μαλλιά μου, σκύβει στο αυτί μου και μουρμουρίζει με την όμορφη φωνή της, που τόσο καλά γνωρίζω.
«Σήκω, ψυχούλα μου. Είναι ώρα να πας να πλαγιάσεις».
Κανένα βλέμμα αδιάφορο δεν την στενοχωρεί. Δεν φοβάται να διαχύσει επάνω μου όλη τη στοργή της, όλη την αγάπη της. Δεν κινούμαι, φιλώ όμως το χέρι της, ακόμη πιο δυνατά.
«Σήκω άγγελε μου».
Βάζει το άλλο χέρι της στον λαιμό μου και με γαργαλά με τα λιγνά δάκτυλά της… Το σιωπηλό σαλόνι είναι μισοσκότεινο… Σηκώνομαι μ’ ένα πήδημα, ρίχνω τα χέρια μου γύρω στο λαιμό της, σφίγγομαι επάνω στο στήθος της μουρμουρίζοντας.
«Ω, μαμά, αγαπητή μικρή μαμά, πόσο σ’ αγαπώ!»
Χαμογελά με το μειδίαμα της το μελαγχολικό και γοητευτικό, πιάνει το κεφάλι μου με τα δυο της χέρια, με φιλεί στο μέτωπο και με καθίζει στα γόνατά της.
«Μ’ αγαπάς πολύ».
Σιωπά στη στιγμή, έπειτα ξαναλέει:
«Άκουσε, αγάπα με πάντοτε, μη με λησμονείς ποτέ.
Όταν δε θα έχεις πια τη μαμά μου, δεν θα με
λησμονήσεις. Πες το αυτό μικρέ μου Νικόλα».
Με φιλεί ακόμη πιο στοργικά. Φωνάζω: «Ω! μην το λες αυτό αγαπητή μαμά, ψυχούλα μου».
Φιλώ τα γόνατα της και βροχή τα δάκρυά μου τρέχουν από τα μάτια μου σε μια παραφορά αγάπης».
Συγκινητική και η αναφορά του Στρατηγού Μακρυγιάννη: «Σε κάμποσον καιρόν έγιναν τρία φονικά εις το σπίτι μας και χάθη και ο πατέρας μου. Οι Τούρκοι του Αλήπασα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα πηγαίνουν εις την Λιβαδιά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από ‘να γιοφύρι του Λιδωρικιού ονομαζόμενο στενό δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι.
Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε και δεκαοχτώ μέρες γκιζερούσαν εις τα δάση… Μην υποφέροντας πλέον την πείνα αποφάσισαν να περάσουμε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις το Κόκκινον ονομαζόμενον και προχώρησαν για το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέει «Η αμαρτία του βρέφου θα μας χάση, τους είπε περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδο μέρος και σταθήτε… το παίρνω και αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνουμε…» η μητέρα μου κι ο Θεός μας έσωσε.Αυτά όλα τα’ λεγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς».
Προσθέτει ο Κωστής Παλαμάς: «Σε μια γωνιά της μνήμης μου κρατώ «Γλυκειά μισοσβημένη εικόνα», καθώς τη μνημονεύω ευλαβητικά για πρώτη και στερνή φορά στο τραγούδι των «Πατρίδων», τη μητέρα μου. Απομεσήμερα, καλοκαίρι, μπροστά στο περιβόλι. Σκυμμένη απάνω στην κούνια του βρέφους αποκοιμίζει το παιδί της από τα τρία το μικρότερο. Μα ο χτύπος ο παραμικρός είναι κίνδυνος να το ξυπνήσει. Αγάλια αγάλια κρατάτε και το ανάσασμά σας. Κάνω να φύγω η μητέρα σκυμμένη στην κούνια του μικρού μου κάνει νόημα να σωπάσω, «Σιγά, σιγά. Σα να την είχανε ταράξει και τα βήματά μου ακόμη, αρκετά να το ξυπνήσουν το μωρό της. Έτσι την κρατά η μνήμη μου την εικόνα της, και αλλού πουθενά και άλλην εικόνα της, όχι. Ένα σηκωμένο χέρι, στα χείλη της ορθός ο δείκτης του, τ’ άλλο χέρι στου παιδιού την κούνια.
Αισθάνομαι πως λείπει από την ψυχή μου κάποιο ποσό τρυφεράδας που μας μένει πάντα λείψανο από την αγάπη και από το φιλί της μητέρας. Δεν το πρόφτασα».
Κι ένα απόσπασμα από το Χριστός ξανασταυρώνεται του Νίκου Καζαντζάκη: «Σε μια πέτρινη γούβα γεμάτη εφτακάθαρο νερό ο παπάς σταμάτησε.
– «Εδώ, είπε, θα χτίσουμε την πόρτα της Παναγίας, της Προστάτισσας του γένους των ανθρώπων!
Βάλτε σημάδι!».
Άπλωσε τα χέρια στ’ γης:
– Παρθένα Μάννα, φώναξε, Ρόδυ αμάραντο, Αγράμπελη ανθισμένη που αγκαλιάζεις τον άγριο Δρυ, το Θεό, καλοί άνθρωποι είμαστε, κατατρεμένοι, άκουσε τη φωνή μας! Κάθεσαι εσύ εδώ στη γης, κοντά μας, κι είναι η ποδιά σου μια ζεστή φωλιά γεμάτη ανθρώπους. Είσαι μάννα και κατέχεις τι θα πει στεναγμός και πείνα και θάνατος είσαι γυναίκα και κατέχεις τι θα πει υπομονή κι αγάπη. Σκύψε Κυρά μου, απάνω από το χωριό μας τούτο, δώσε υπομονή κι αγάπη στις γυναίκες, ν’ αντέχουν στον καθημερινό αγώνα και το παιδί και τις έννοιες του σπιτιού! Δώσε δύναμη στους άντρες να δουλεύουν και να μην απελπίζονται να πεθαίνουν και ν’ αφήνουν πίσω τους την αυλή τους γεμάτη παιδιά κι αγγόνια! Δώσε Κυρά μου, καλά, χριστιανικά τέλη και στους γερόντους και τις γερόντισσες Τούτη ΄ναι η πόρτα σου, Κυρά μου Πορταΐτισσα, έμπα!».
«Στη μάνα των πέτρινων χρόνων»
O μεγάλος Παντελής Πρεβελάκης, σημειώνει στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο του έργου «Ο Κρητικός»:
«Θυμήθηκε τότες τη μάνα του την ώρα που την αποχαιρέτα, που ‘ στεκι αυτή τυλιγμένη στα μαύρα και πίσω της σπίθιζεν ο ουρανός. Η καρδιά του την πόνεσε ξαφνικά και μες στο νου του ανάδεψε ο λογισμός πως πρώτη φορά τη χωριζόταν.
«Κακομοίρα μάνα. Κι άραγες που θα μας βγάλει η στράτα;». Το σπλάχνο του ανοιγότανε και φαρδαίνει, θαρρείς ήτανε να χωρέση τη γυναίκα που ολοχρονίς του παραστέκι και που τον είχε βαστηγμένο στην κοιλιά της κι αναστημένο με το αίμα της καρδιάς της. Κατάλαβε μονομιάς πως είχε μάνα, κι άλλο πιο πολυτίμητο δεν ήξερε στον κόσμο από τούτο. Έτρωεν ωστόσο τον δρόμο, γυρεύοντας τα κοντόστρατα και απόμερα για να γλυτώσει τα συναπαντήματα και να φτάσει το γρηγορότερο στη χώρα. Και πάλι τον έπνιγε η συμπόνια για τη μάνα που άφησε πίσω του, και τονε φλογίζει το άξαφνο λαμπάδισμα της ψυχής του για το πλάσμα που ‘χε γεννητάτα απόπάνω του και που, σαν νάταν ο ίδιος ο ατός του ποτές δεν το’ βαλε στο νου του. Διάνεψε πάλι στα μάτια του η μορφή της με μαύρη στολή και με τ’ αστέρια του πουρνού που χυνόντανε πίσω της, καθώς τα κρεμαστά νερά. Η ψυχή του μαζώχτηκε, ο λόγος ανέβηκε στα χείλη του. Μουρμούρισε μέσα στην ερημιά, όπως κάνεις το τάμα μπρος στο εικονοστάσι:
«Να ξαναδώ, Μαυρομάτα, τη μάνα μου και να σου χτίσω εκκλησιά να σε προσκυνούνε, στον τόπο που της άφησα την καλήν υγεία!
Μια μητέρα των πέτρινων χρόνων».
Πόσο συγκινητικά αλήθεια αναφέρεται στη μητέρα του και ο βετεράνος της δημοσιογραφίας Μανόλης Μαθιουδάκης, πρώην πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ:
«Από μικρό παιδί ,μας λέει ο κ. Μανόλης Μαθιουδάκης, με είχε μάθει να μην επιβαρύνω τους άλλους. Το κρεβάτι μου έπρεπε να στρωθεί από τα δικά μου χέρια . Τα πράγματά μου έπρεπε να είναι νοικοκυρεμένα στη θέση τους. Μου έλεγε συχνά η μάνα μου «Δεν ζεις σε ξενοδοχείο. Να μάθεις να μην τα περιμένεις όλα από τους άλλους. Θα θυμάσαι πως οι άλλοι δεν είναι δικοί σου υπηρέτες. Ούτε και συ βέβαια θα υπηρετείς εκείνους που δεν έχουν ανάγκη. Να έχεις έγνοια μόνο για κείνους που είναι ανήμποροι και σε χρειάζονται. Να υπηρετείς το δίκιο και τις ανθρώπινες αξίες.
Να μάθεις πως η γυναίκα αξίζει τον σεβασμό. Ιδιαίτερα στη γειτονιά σου πρέπει να είσαι το παράδειγμα. Μην ακούσω κακομοίρη μου πως δεν σεβάστηκες τους ανθρώπους που σου λένε την καλημέρα τους και σ’ εμπιστεύονται
Μεταξύ των πολλών αρετών της η μητέρα μου είχε και το χάρισμα της συνέπειας και της ακρίβειας.
Έτσι χρειάστηκε μια δυο φορές που σαν νέος κι εγώ άργησα να επιστρέψω στο σπίτι να υποστώ τις συνέπειες της αργοπορίας μου . Βρήκα την πόρτα κλειδωμένη και έμεινα έξω να κόβω βόλτες στο πεζοδρόμιο …Και το ωραίο δεν ξέρετε ποιο είναι. Με τον τρόπο που με μεγάλωνε δεν ένοιωσα πικρία για την τιμωρία μου. Ήξερα ότι δίκαια έπασχα. Αυτό είχε καταφέρει σε μένα η μάνα μου. Και την ευγνωμονώ».
Έτσι μεγάλωσε το παιδί της η Ελένη Μαθιουδάκη. Προσπαθούσε να του δώσει εφόδια για να αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες της ζωής.
Χαρακτηριστικό είναι και αυτό που μας καταθέτει ο κ. Μαθιουδάκης.
«Μια από τις παραξενιές ,που είχα από μικρός, ήταν και η απέχθειά μου στις μελιτζάνες. Σας πληροφορώ ότι η μητέρα μου επί μία εβδομάδα έψηνε μελιτζάνες και μάλιστα χωρίς καρυκεύματα. Σχεδόν άνοστες. Νερόβραστες.
«Είναι σκληρή η ζωή μου έλεγε. Δεν σηκώνει παραξενιές και ιδιοτροπίες. Θα λες δόξα των Θεώ και θα τρως το βρισκούμενο». Αυτή η εμπειρία ήταν επίσης πολύτιμη για μένα».
Και κάτι ακόμα σπουδαίο. Με συμβούλευε να φεύγω από μια παρέα που κουβέντιαζε σε βάρος κάποιου απόντα. «Ακόμα και η σιωπή σου – μου έλεγε – σε μια τέτοια περίπτωση θα μαρτυρά μια ένοχη στάση». Μ’ έμαθε να αποφεύγω τις ίντριγκες και ν’ ανεβαίνω με την αξία μου».
Η μάνα του στρατιώτη
Έχουμε όμως και τη μάνα του στρατιώτη που ήταν η Μαρία Παπαιωάννου:
Τέτοια αγάπη για τους στρατιώτες πρώτη φορά συνάντησα και σίγουρα τελευταία. Μέσα στις τόσες ασχολίες της η Μαρία Παπαϊωάννου είχε πάντα την αγωνία να βρει λύσεις στα προβλήματα νέων που υπηρετούσαν στο Σύνταγμα.
Ειλικρινά δεν χωρούν σε λίγες γραμμές οι τόσες προσφορές της σπάνιας αυτής γυναίκας, στα νέα παιδιά που υπηρετούσαν την πατρίδα. Και κάποτε που τη ρώτησα μου είπε απλά:
«Μια μάνα προσεύχεται κι αγωνιά για το παιδί της. Οφείλω να την υποκαταστήσω, όπου και όπως μπορώ, ώστε να το ξαναδεί καλύτερα απ’ ότι το έστειλε να υπηρετήσει…».
Τραγική απώλεια η αφορμή.
Μου πήρε χρόνο να καταλάβω πως ξεκίνησε αυτή η αγάπη για τον στρατό, που της έδωσε, επάξια, και τον τίτλο «Μάνα του Στρατιώτη». Μια μέρα, που είχε άνεση χρόνου η κουβέντα μας, μια τακτική ευχάριστη συνήθεια, έμαθα την αφορμή.
Είχε έναν αδελφό τον Πέτρο, που έκανε καριέρα στο στρατό και μάλιστα έφθασε στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Αυτός είχε τραυματιστεί δύο φορές στους πολέμους 1012-1913. Δυστυχώς γι’ αυτόν βρέθηκε αργότερα ανάμεσα στα θύματα του εμφυλίου πολέμου. Η απώλεια ήταν βαριά για τη Μαρία που του είχε αδυναμία. Κι όπως ήταν φυσικό, την έφερε πιο κοντά σε κάθε στρατευμένο νέο, αλλά διαμόρφωσε ακόμα και την ιδεολογία της. Μου έλεγε, και το εννοούσε, πως δεν ήταν η αριστερή ιδεολογία που την ενοχλούσε. Αντίθετα κάπου την εύρισκε σύμφωνη. Αυτό που δεν μπορούσε να συγχωρήσει ήταν πως η πλευρά αυτή έστειλε στο θάνατο τον αδελφό της. Και παραδεχόταν, γιατί είχε κι αυτό το μεγαλείο ψυχής, ότι το ίδιο θα ένοιωθε και μια μάνα ή αδελφή της άλλης πλευράς αν πενθούσε κάποιον αγαπημένο της.
Τα έλεγε αυτά κι έτρεχαν τα μάτια της δάκρια. Ακόμα και στα βαθιά της γεράματα. Και όπως φάνηκε η μόνη της παρηγοριά, πενθώντας τον αδελφό της, ήταν να περιθάλπει και να φροντίζει, σαν πραγματική μητέρα, τα «στρατιωτάκια της» όπως τα έλεγε.
Πανταχού παρούσα
Αρρώσταινε φαντάρος; Στο προσκέφαλό του η Κυρία Μαρία, όπως τη λέγαμε όλοι μας με άπειρο σεβασμό.
Είχε πρόβλημα κάποιος στρατιώτης; Η Κυρία Μαρία ήταν μια ανοικτή αγκαλιά να τον ακούσει και να του δώσει λύση.
Αθετούσε φαντάρος υπόσχεση σε μια κοπελιά; Κέρβερος η Κυρία Μαρία τον επανέφερε στην τάξη θυμίζοντας το χρέος του, σύμφωνα με τους κανόνες ηθικής της εποχής. Και τι δεν έκανε χωρίς ποτέ να βαρυγκωμήσει…
Έγραφε τις επιστολές αναλφάβητων σε παλιότερες εποχές, δίδασκε γραφή και ανάγνωση σε όσους είχαν διάθεση για μάθηση, πάντρευε ερωτευμένους, βοηθούσε οικογένειες στρατιωτών που δεν είχαν τρόπο συντήρησης, παρηγορούσε λυπημένους, κι ένα βράδυ με κρύο και βροχή έμεινε ξάγρυπνη πλάι στο νεκροκρέβατο στρατιώτη που πέθανε ξαφνικά για να τον συντροφέψει μέχρι να τον πάρουν για να ταφεί στην πατρίδα του.
Κατάφερε μάλιστα, πρωτοστατώντας, να δει και την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που κοσμεί το Σύνταγμα, όνειρο χρόνων που κυνήγησε με πίστη και πάθος.
Ήταν φυσικό να τύχει τόσων διακρίσεων από την V Mεραρχία, όπως τιμητική πλακέτα, μετάλλιο εξαίρετων πράξεων και άλλα.
Επάξια ήταν η «Μάνα του Στρατιώτη»
Από το διοικητή μέχρι τον χαμηλόβαθμο αξιωματικό, όλοι είχαν την άγραφη υποχρέωση να ενημερώνουν τη «Μάνα του Στρατιώτη» για τις συνθήκες ζωής των στρατιωτών. Κι είναι άπειρες οι διακρίσεις που δέχτηκε κατά καιρούς σαν μεγάλη αναγνώριση των υπηρεσιών της. Ήταν η δική μας Κυρά της Ρω, ήταν μια εμβληματική μορφή φλογερής Ελληνίδας.
Διάβασα και ποιήματά της σχετικά, στο ημερολόγιο, γεμάτα λατρεία για την Ελλάδα…
Αυτά για τη μάνα την πλευρά του Θεού. Και είναι τόσο ελάχιστα μπροστά στο τόσο της μεγαλείο.