Ο άνθρωπος την παλιά εποχή αντιμετώπισε πολλές στερημένες εις τη διαβίωσή του καταστάσεις για να διατηρήσει τη ζωή που του είχε δώσει η Θεία δύναμις. Πάλεψε μόνος του επάνω στη γη για να αποκτήσει αυτά που είχε ανάγκη κάνοντας τεράστιες προσπάθειες για να μη φύγει από τις πολλές δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Περάσανε πολλά χρόνια για να γίνει η ζωή τους καλύτερη. Οι οικογένειες αυτών των εποχών προσπαθούσανε να αυτοδημιουργηθούν για να έχουν μελλοντικά την πρόοδο που αναζητούσανε πριν πολλά χρόνια.
Όπως γνωρίζουμε, το επάγγελμα όλων ήτανε γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Μικροί και μεγάλοι είχανε συμμετοχή σε όλες τις εργασίες αυτών για να μπορούν να αποκτούν περισσότερα που τους επαρκούσανε για τη διαβίωσή τους. Η οικογένεια είχε αρχές και πειθαρχία και όλοι μαζί ενωμένοι φέρνανε παντού καλά αποτελέσματα και παίρνανε ανάσα αλλά και το πιστεύανε ότι θα φθάσουν σύντομα εκεί που επιθυμούσανε. Τα παιδιά που αποκτούσε η κάθε οικογένεια το σπίτι της το μετέτρεπε σε ένα οικογενειακό σχολείο και οι γονείς των ήτανε οι δάσκαλοί τους και τα εκπαιδεύανε σε όλα για να γίνουν καλά και προοδευτικά προκειμένου να φύγουν όσο μπορούν πιο γρήγορα από αυτή τη βασανισμένη ζωή που περάσανε οι πρόγονοί τους και ύστερα οι γονείς τους.
Περισσότερο τους λέγανε: Να είναι εργατικοί, να είναι τίμιοι, να λένε πάντα την αλήθεια, να μην κλέπτουν, να μην λένε ψέματα, να μην βλασφημούν κ.λπ. Από όλα αυτά που τους λέγανε πολλές φορές ήτανε να μην κλέβουν γιατί όταν θα τους μπει η στάμπα (σφραγίδα) του κλέφτη στο όνομά τους από τότε ο αγροφύλακας και ο χωροφύλακας θα τους παρακολουθεί πιο συχνά. Ακόμα και όταν γίνει καταγγελία κλοπής στον τόπο που διαμένουν πρώτα θα ελέγχουν αυτούς ως ύποπτους και μετά τους άλλους.
Στη συνέχεια τα χρόνια περνούσανε και τα παιδιά των οικογενειών που εκτελούσανε όλα όσα είχανε διδαχθεί από τους γονείς τους είχανε πολλές επιτυχίες σε ότι επιθυμούσανε. Αυτό το οφείλανε εις τους γονείς τους γιατί κουραστήκανε να τα λένε πολλές φορές για να μην τα δούνε όταν μεγαλώσουν χωρίς εργασίες ακόμα και στη φυλακή. Αργότερα όταν ερχότανε σε μεγάλη ηλικία και ήτανε καλοί σε όλα η κοινωνία τα υποδεχότανε να εργαστούν σε όλα τα επαγγέλματα και στις υπηρεσίες χωρίς καμία αντίρρηση και προχωρούσανε μόνα τους να κτίσουν το λαμπρό τους μέλλον.
Ενώ τα παιδιά που οι γονείς τους αδιαφορούσανε να τα ενημερώνουν από την μικρή τους ηλικίας για όσα ήτανε χρήσιμα για την πορεία της ζωής τους αυτά μένανε χωρίς εργασίες στα επαγγέλματα και παντού και δεν μπορούσανε να δημιουργηθούν. Έτσι για να διατηρηθούν στη ζωή η μειωμένη διαβίωσή που είχανε τα ανάγκαζε να επιβαρύνουν τους άλλους ακόμα και να τους αφαιρούν τα αγαθά τους όταν απουσιάζανε και ζούσανε με την περιφρόνησή τους.
Την κατοχή στις μικρές πόλεις και στα χωριά υπηρετούσανε ο αγροφύλακας και ο χωροφύλακας να εκτελούν υπηρεσίες για να προστατεύουν όλα τα υπάρχοντα των ανθρώπων που είχανε στα σπίτια και στα χωράφια τους και για την τήρηση των νόμων της πολιτείας. Υπόψιν ότι αυτή την εποχή η κάθε οικογένεια τα μόνα επαγγέλματα που εκτελούσε ήτανε του γεωργού και του κτηνοτρόφου. Με τα λίγα αυτοσχέδια μέσα που είχανε καλλιεργούσανε την γη που είχανε στην εξουσία τους για να έχουν μόνο να επιβιώνουν και ελπίζανε ότι μια ημέρα θα φύγουν από αυτήν την στερημένη ζωή που έχουν.
Τον περισσότερο χρόνο που διέθεταν ήτανε να αποκτούν σιτηρά για το ψωμί και από τις ελιές το λάδι τους και λιγότερο για όλα τα άλλα και για τον ίδιο σκοπό είχανε και τα ζώα (πρόβατα, κατσίκια, βόδια κ.λπ.). Για να μπορούν να εργαστούν σε όλα ήτανε απαραίτητο να έχουν και ένα γάιδαρο για να τους προσφέρει βοήθεια σε όλες τις μεταφορές τους.
Με την εργατικότητα που είχανε όλοι μαζί η οικογένεια επάνω σε αυτά τα κατάφερνε να ζουν πολύ καλύτερα και όσο περνούσανε τα χρόνια αυξανότανε οι ελπίδες που είχανε.
Όμως δεν μπορούσανε να προβλέψουν τους κινδύνους που θα είχανε από τις καιρικές συνθήκες τον χειμώνα και του καλοκαιριού και τις αντιμετωπίζανε με ψυχραιμία και με την βοήθεια του Θεού ότι θα ξεπεραστούν και θα ξεχαστούν.
Ακόμα δεν μπορούσανε να το πιστέψουν και ούτε περιμένανε ότι θα συναντήσουν σύντομα στην πορεία της ζωής τους τις κλοπές που δεχότανε στα προϊόντα και στα ζώα τους από τους ίδιους τους χωριανούς τους και από τα διπλανά χωριά.
Δυστυχώς υπήρχανε τότε ορισμένοι που θέλανε να έχουν προϊόντα και ζώα για τη διατροφή τους χωρίς να εργάζονται και προτιμούσανε να τα αποκτούν με τις κλοπές που πράττανε.
Δεν κάνανε όμως καλούς υπολογισμούς ότι κάποτε τα όργανα που εκτελούν υπηρεσία στην περιοχή θα τους πιάσουν και θα βρεθούν στη φυλακή. Την ημέρα φοβότανε να κάνουν κλοπές. Μόνο βλέπανε που υπάρχουν προϊόντα και ζώα και πηγαίνανε την νύχτα που απουσίαζαν οι ιδιοκτήτες τους. Επίσης δεν πηγαίνανε κάθε φορά να κλέψουν στον ίδιο κάτοχο γιατί θα στήνανε ενέδρα να τους πιάσουν.
Από τις πληροφορίες που πήραμε από ένα ηλικιωμένο θα αναφέρουμε τις τρεις κλοπές που είχε κάνει ο ίδιος ο κλέφτης την κατοχή εις την περιοχή του Βρύσινα και τις συνέπειες που είχε όταν τον πιάσανε.
Η πρώτη κλοπή έχει ως εξής: Ένας χωριανός του είχε αλωνίσει στο αλώνι του το κριθάρι που είχε θερίσει. Το λίχνισε αλλά δεν πρόλαβε να πάρει τον καρπό στο σπίτι του. Ο γείτονάς του που το ήξερε όταν κατάλαβε ότι κοιμήθηκε πήρε το γάιδαρο του και δυο τσουβάλια και πήγε στο αλώνι. Τα γέμισε και τα πήγε στο σπίτι του σαν καλός νοικοκύρης. Το πρωί όταν πήγε ο κάτοχος να πάρει τον καρπό πρόσεξε ότι κάποιος είχε μπει στο αλώνι.
Η δεύτερη κλοπή που έπραξε ήτανε: Ένας άλλος χωριανός του είχε τα πρόβατά του στο βουνό. Ένα βράδυ μόλις τα άρμεξε πήρε το γάλα και έφυγε για το σπίτι του. Πάλι ο ίδιος μόλις έφυγε ο βοσκός πήγε και του έκλεψε ένα αρνί μαύρο. Πήγε στο χωράφι του το έσφαξε και το πήγε στο σπίτι του. Το πρωί της άλλης μέρας που πήγε ο βοσκός στη μάνδρα του παρατήρησε ότι του λείπει το ένα από τα πέντε μαύρα αρνιά που είχε αλλά δεν έδωσε σημασία, ίσως είναι εκεί κοντά και γυρίσει. Όμως δεν γύρισε ποτέ και το είπε στο χωροφύλακα να το ξέρει για να παρακολουθεί για τυχόν και για άλλες κλοπές.
Και η τρίτη κλοπή με τον ίδιο κλέφτη: Ήτανε Αύγουστος μετά της Παναγίας που βγάζανε στα χωριά τις πατάτες τους. Ο μπαρμπα-Νικόλας είχε φυτέψει πολλές γιατί είχε μεγάλη οικογένεια. Όλοι μαζί τις βγάλανε αλλά δεν προλάβανε να τις πάνε όλες στο σπίτι. Ο ίδιος κλέφτης έτυχε να περάσει από τον δρόμο και είδε τις πατάτες στο χωράφι. Αμέσως πήγε στο χωριό και πέρασε έξω από το καφενείο και είδε μέσα τον κάτοχό τους. Αμέσως πήρε τον γάιδαρό του με δυο τσουβάλια και πήγε γρήγορα στο περιβόλι και άρχισε να βάζει τις πατάτες μέσα στα τσουβάλια. Όμως δεν υπολόγισε μήπως ο γιος του είναι εκεί κοντά φύλακας και τον πιάσει όπως και έγινε. Απότομα παρουσιάστηκε και τον έκανε τσακωτό. Το πρωί τον ανέφεραν στον Ενωμοτάρχη και τον συνέλαβε. Τον έστειλε στο δικαστήριο και του χρέωσε ακόμα και τις δυο προηγούμενες κλοπές. Δικάστηκε τρία χρόνια φυλακή και εκτόπιση από την Κρήτη και τον πήγανε στη Θήβα.
Τελειώνοντας, ο ηλικιωμένος είπε: ότι εξαιτίας αυτών των κλοπών και πολλών άλλων λέγανε στο χωριό μου: «Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη και την τρίτη πιάνεται» στη συνέχεια έγινε συνήθεια και το λέγανε όλοι στα παιδιά τους όταν θα μεγαλώσουν να μην περιμένουν ότι από τις κλοπές θα προοδεύσουν αλλά θα καταστρέψουν την οικογένειά τους γιατί θα κλειστούν για ένα χρονικό διάστημα στη φυλακή.
Οφείλουμε και εμείς να προσθέσουμε ότι από την παλιά εποχή έχουμε κληρονομήσει την κακή πράξη της κλοπής και δυστυχώς εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να εκτελείται με πολλά δυσάρεστα επακόλουθα. Ορισμένοι αποφεύγουν να κουραστούν σε ένα επάγγελμα και προτιμούν με τον πιο εύκολο και ακούραστο τρόπο να διαβιώσουν και να προοδεύσουν με την κλοπή, μη υπολογίζοντας ότι τους περιμένει να κατοικήσουν σε ένα μικρό κελί της φυλακής.