Από τους πιο αντικειμενικούς ερευνητές της ο Μάρκος Πολιουδάκης
Η επέτειος της εξέγερσης των φοιτητών του Πολυτεχνείου, εκτός από μνήμες αναβιώνει και μορφές που με τη ζωή, τον αγώνα και το έργο τους έδωσαν υπόσταση στην έννοια της Αντίστασης. Μια και μιλάμε όμως για Αντίσταση, θα ήθελα να κάνω κάποιες επισημάνσεις με αφορμή μηνύματα και τηλεφωνήματα που δέχομαι με απορίες αναγνωστών.
Γεγονός είναι ότι πολλοί έγραψαν για την Αντίσταση αλλά, επιτρέψτε μου, κανένα έργο δεν έχει την πληρότητα της εργασίας του Μάρκου Πολιουδάκη, που επιμελήθηκε ο κ. Θεόδωρος Πελαντάκης από τους κορυφαίους της σύγχρονης διανόησης στον τόπο μας.
Έτυχε να συγκρίνω στοιχεία, ερευνώντας κάποιο γεγονός και πάντα ο Πολιουδάκης έδινε με απόλυτη ακρίβεια όσα χρειάζεται ένας ερευνητής για τεκμηρίωση. Αντικειμενικός επίσης και αμερόληπτος αποδεικνύεται ο ξεχασμένος δυστυχώς αγωνιστής και γιατρός Μιχάλης Χριστοφοράκης.
Ο Μιχάλης Χριστοφοράκης γεννήθηκε στις Μέλαμπες το 1909. Ήταν το πρώτο παιδί οκταμελούς οικογενείας, που ανάτρεφε τα παιδιά της κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.
Η φτώχεια «έψησε» τον πρωτογιό του Χριστοφοράκη και δίκαια καμάρωνε ο φτωχός πατέρας για το παιδί του που ήταν άριστος στα μαθήματα, αλλά και φιλότιμος, εργατικός, με αίσθημα ευθύνης. Άκουγε τους μεγαλύτερους με σεβασμό και πολλές φορές γινόταν δέκτης όλων των προβλημάτων τους. Έδινε μια αίσθηση σοφού ανθρώπου παρά τη νεαρή του ηλικία.
Ο πατέρας του δεν είχε παρά να τον περιβάλλει με απόλυτη εμπιστοσύνη. Κι επειδή δεν ήθελε να τον αδικήσει, μια κι έπαιρνε τα γράμματα, δεσμεύτηκε να τον σπουδάσει σε όποια επιστήμη εκείνος ήθελε. Άλλωστε ήταν τόσο καλός μαθητής που δεν είχε πρόβλημα επιλογής. Ο Μιχάλης επέλεξε Ιατρική. Ήταν η επιστήμη που θα τον βοηθούσε να ανακουφίζει τους πάσχοντες συνανθρώπους μας γιατί πάντα είχε έγνοια γι’ αυτούς.
Στις πανεπιστημιακές σπουδές δεν δυσκολεύτηκε καθόλου. Άριστος φοιτητής αλλά σκληρά δοκιμασμένος λόγω της απόλυτης φτώχειας. Πώς να βοηθήσει η οικογένεια που δεν είχε ούτε τα απαραίτητα;Αυτή η στέρηση που βίωσε ο νεαρός Μιχάλης τον έφερε πιο κοντά στον λαό που δυστυχούσε και κείνα τα χρόνια.
Γύρισε με το πτυχίο στο χέρι στο χωριό του και ξεκίνησε το ιατρικό λειτούργημα το 1935, με τον ενθουσιασμό του νεαρού γιατρού, έτοιμου να προσφέρει με ανιδιοτέλεια τις υπηρεσίες του στον απλό κόσμο.Με την επιβολή της φασιστικής δικτατορίας του Μεταξά, 4 Αυγούστου 1936, μυήθηκε από κάποιο απόστρατο δημοκράτη αξιωματικό στην αντιδικτατορική κίνηση που ξεκίνησε ο στρατηγός Μάντακας στην Κρήτη. Σύντομα όμως η κίνηση προδόθηκε και ξεριζώθηκε στη γέννησή της, όπως αναφέρει στο βιβλίο που είναι και αυτοβιογραφία του ο Μιχάλης Χριστοφοράκης.
Έμεινε κι εκείνος με την ελπίδα ότι θα βρει μετερίζι ν’ αγωνιστεί για τη δημοκρατία γιατί ήταν από τη φύση του αγωνιστής.
Νεαρός γιατρός, συμπαθέστατος, αξιαγάπητος, δεν ήταν δυνατόν να αφήσει ασυγκίνητες τις κοπελιές. Εκείνος με την ευθυκρισία που τον διέκρινε, έδειξε να τον ενδιαφέρει η κόρη του παπά-Γιάννη Αυγουστάκη η Άννα.
Παντρεύτηκαν το 1939 και η χαρισματική κοπέλα αποδείχτηκε μια πιστή σύντροφος, άξια μάνα και συναγωνίστρια. Ήταν πάντα για τον γιατρό μια πηγή δύναμης και πίστης στον αγώνα. Απέκτησαν τρία παιδιά. Τον Γιώργη, την Ιουλία και τον Γιάννη.
Η κήρυξη του πολέμου τον βρήκε με διπλό έλκος δωδεκαδακτύλου. Αυτό δεν τον εμπόδισε να ξεκινήσει αμέσως την 28η Οκτωβρίου 1940, με προορισμό τους Αρμένους, όπου κατατάχτηκε στον στρατό περιμένοντας την αναχώρηση για τα βουνά της Αλβανίας.
Με την κατάρρευση του μετώπου βρισκόταν στο Ναύπλιο όταν ξεκίνησε η θρυλική μάχη της Κρήτης.
Αναφέρει ότι από τους ίδιους τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές μαθαίνανε εκεί στο Ναύπλιο για την «υποδοχή» του Κρητικού λαού.
Όταν κατάφερε να γυρίσει στον τόπο του άρχισε αμέσως την περίθαλψη και νοσηλεία συμμάχων στρατιωτικών.
Πάνω σ’ αυτό το καθήκον πιάστηκε από τους Γερμανούς. Δραπέτευσε όμως και βγήκε στο βουνό. Η επαρχία Αγίου Βασιλείου, σημειώνει ο Μάρκος Πολιουδάκης στο βιβλίο του για την Εθνική Αντίσταση, εντάχθηκε αμέσως στο ΕΑΜ, διότι προϋπήρχε κομμουνιστική οργάνωση στα χωριά Κοξαρέ από τον καθηγητή Γιάννη Μαθιουδάκη και στις Μέλαμπες από τον γιατρό Μιχάλη Χριστοφοράκη. Αμέτρητες οι πράξεις γενναιότητας που πέρασαν στο ενεργητικό του. Θέλουμε χώρο περισσότερο για να τις απαριθμήσουμε.
Από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ ο Χριστοφοράκης πήρε δραστήρια μέρος στην Αντίσταση σαν οργανωτικό στέλεχος και σαν γιατρός του 44ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Ρεθύμνου.
Μετά την απελευθέρωση, για την αντιστασιακή δράση του και τα δημοκρατικά του φρονήματα επί μεγάλο χρονικό διάστημα διώχτηκε και κλείστηκε δυο φορές στις φυλακές.
Μετά τον εμφύλιο συνεχίζει το ιατρικό επάγγελμα στις Μέλαμπες μέχρι το 1954, όπου μετακομίζει οικογενειακώς στο Ρέθυμνο.
Το ιατρείο του ήταν για όλους ανοικτό. Ζούσε με την αρχή της προσφοράς χωρίς να ζητά ανταλλάγματα. Ακολουθούσε τον δρόμο ενός άλλου αλτρουιστή γιατρού του Γιώργη Τσουδερού. Δικαιωματικά οι Ρεθεμνιώτες αποκαλούσαν και τους δυο «γιατρούς των πτωχών».
Ο Χριστοφοράκης δεν έκανε διακρίσεις ιδεολογικές στο λειτούργημά του.
Οι παλιοί Ρεθεμνιώτες τον θυμούνται να τρέχει με το τσαντάκι του πάντα βιαστικός να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα συνάνθρωπο. Κι είχε πάντα μια ζεστή καλημέρα για κάθε συμπολίτη του.
Ο θάνατος αδόκητος και τραγικός – σε τροχαίο – τον βρήκε στις 7 Ιουλίου 1985.
Ο Γιώργης Αναγνωστάκης
Από την άλλη ιδεολογική πλευρά βρισκόταν ο Γεώργιος Αναγνωστάκης ένας ακόμα σπουδαίος και ασυμβίβαστος αγωνιστής. Και το δικό του ημερολόγιο που μας εμπιστεύτηκε φωτίζει μεγάλες στιγμές από την Αντίσταση.
Όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο αφιέρωμα ο συγγραφέας του ημερολογίου μετά από ενεργό δράση σε δύσκολες αποστολές έγινε αντιληπτός από τους Γερμανούς τον Αύγουστο του 1943. Όταν κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη εντάχθηκε στο αντάρτικο σώμα του Καπετάν Πετρακογιώργη αρχηγού Εθνικής Αντίστασης Κρήτης.
Ο Αναγνωστάκης στο ημερολόγιό του αναφέρει λεπτομέρειες για το αντάρτικο σώμα του Πετρακογιώργη πολύ σημαντικές. Σαν πυρήνα της ομάδας αναφέρει τους: Γεώργιο Ψαρογιώργη, Κωνσταντίνο Ψαρόκωστα, Δημήτρη Τσιλικοδιονύση, Εμμ. Μανουσομανώλη, Εμμ. Μανουσκώστα, Γεώργιο Χατζηγιώργη, Γεώργιο Μπαλάσκα, Γεώργιο Μπήλιο, Εμμ. Σκουρομανόλη, Γεώργιο Μπαχρή, Κυριάκο Κατσαντώνη, Α. Ηλιαντώνη, Νικόλαο Σαρτζετάκη, Χ. Χαραλαμπάκη, Αγ. Σαριδάκη, Αλ. Ανυφαντάκη, Μ. Κραουκάκη, Γρηγόρη Χρυσό κ.ά.
Εννοείται ότι ήταν και ο ίδιος από τα πρώτα στελέχη της ομάδας.
Ο οπλισμός του ήταν ένα γερμανικό ταχυβόλο και δυο χειροβομβίδες Μιλς καθώς και ένα πιστόλι. Οι άλλοι άνδρες ήταν οπλισμένοι με γερμανικά όπλα και πιστόλια, ελληνικά Μάλιγχερ, ένα ταχυβόλο Τόμιγκαν και ένα οπλοπολυβόλο Μπρέν.
Ο «πατέρας του αντάρτη» Χαρίδημος Σμυρνάκης
Ήξερα για τη «Μάνα» του Στρατιώτη πως ήταν η Μαρία Παπαϊωάννου, αλλά ότι υπήρχε και ο «πατέρας» του αντάρτη, αυτό στο βιβλίο του γιατρού Μιχάλη Χριστοφοράκη «Εθνική Αντίσταση και Δημοκρατικοί Αγώνες στην Κρήτη» το ανακάλυψα. Κι είναι γραμμένο με τόσο γλαφυρό ύφος που δεν τόλμησα, καν, να επιχειρήσω διασκευή.Αναφέρεται σε κάποιον Χαρίδημο Σμυρνάκη από τον Κισσό Αγίου Βασιλείου, που είχε πάντα το σπίτι του ανοικτό σε κάθε κυνηγημένο.
Αν εμάς, σήμερα, μας φαίνεται απόλυτα φυσικό να δώσουμε ένα ποτήρι νερό σε έναν αντικαθεστωτικό, εκείνες τις μαύρες εποχές αυτό ήταν και αιτία για να οδηγηθεί στο απόσπασμα ο ευαίσθητος Κρητικός που θα τηρούσε τους απαράβατους νόμους της γης του αναφορικά με τη φιλοξενία.
Όπως αναφέρει ο Μιχάλης Χριστοφοράκης, μπορεί παντού να είχαν οι αντάρτες κάποιον θερμό και γενναίο προστάτη, αλλά ο ίδιος ξεχώριζε έναν λεβέντη από τον Κισσό Αγίου Βασιλείου. Ήταν ο Χαρίδημος Σμυρνάκης. Μέχρι τα βαθιά τους γεράματα οι αντάρτες είχαν το όνομά του στα χείλη τους και μάλιστα με απέραντο σεβασμό. Γιατί αυτό το όνομα συμβόλιζε τον ανόθευτο λαϊκό αγωνιστή. Ένα σύμβολο που δεν αμαύρωσε τη φήμη του μέχρι τα βαθιά του γεράματα…
Η έναρξη της Αντίστασης βρήκε τον Χαρίδημο σχεδόν πενηντάρη. Έναν αγρότη με στιβαρά κι εργατικά χέρια κι ένα χαρακτήρα διαμάντι. Από την πρώτη στιγμή είχε εκδηλωθεί και μάλιστα έμβλημά του ήταν «Όλοι κι όλα για τον αγώνα».
Δεν υπολόγιζε ούτε βιός, ούτε αγαθά μπροστά στην επιθυμία του να δει τον τόπο του ελεύθερο.
Λέγεται μάλιστα ότι στην πρώτη σύναξη στελεχών που έγινε στο σπίτι του στον Κισσό, τότε που ξεκινούσε η οργάνωση του λαού κάτω από τη σημαία του ΕΑΜ, ο Χαρίδημος διέθεσε ένα ολόκληρο βόδι.
Δεν ήταν πλούσιος. Είχε όμως τεράστια περιουσία σε αισθήματα και λεβεντιά. Κι από τότε η πόρτα του σπιτιού του έμενε ανοικτή. Το σπίτι βόλευε αφάνταστα μια και ο Κισσός ήταν στο κέντρο της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου, αλλά όπως είναι ψηλά στις πλαγιές του Κέντρους το χωριό επέτρεπε σε ώρα κινδύνου τη διαφυγή στο βουνό. Απ’ έξω έδειχνε τόσο παλιό που θεωρούσες ότι ήταν ακατοίκητο. Κανένας ξένος περαστικός δεν θα του έδινε σημασία.
Μπαίνοντας όμως σε τύλιγε η ανθρώπινη ζεστασιά που σκορπούσε η άξια σύντροφος του Χαρίδημου η κυρά Βαγγελιώ… Ακούραστη γυναίκα, διαρκώς είχε και μια απασχόληση, κυρίως να προετοιμάζει φαγητό καθώς όλο και κάποιο «παιδί» θα κατέληγε στο σπίτι… Πότε ξεκουραζόταν αυτή η γυναίκα κανένας δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα. Και πάντα με το χαμόγελο. Ποτέ δεν την άκουσε κανένας να διαμαρτύρεται. Ακόμα κι όταν η κούραση ξεπερνούσε τις αντοχές της.
Μόνιμο στέκι ανταρτών
Μόνιμο στέκι ανταρτών λοιπόν το σπίτι του Χαρίδημου. Και τι δεν γινόταν εκεί… Συναντήσεις, συνεδριάσεις, ό, τι μπορούσε να βοηθήσει από στρατηγικής πλευράς τον αντιστασιακό αγώνα.
Ο Χαρίδημος που φημιζόταν και για την διακριτικότητά του, με το που υποδεχόταν τους αγωνιστές κι αφού τους έδινε ό, τι μπορούσε για να «στυλωθούν», εξαφανιζόταν κάπου εκεί γύρω, περισσότερο για να προσέχει και να ειδοποιήσει σε περίπτωση που θα έκαναν ξαφνικά την εμφάνισή τους Γερμανοί. Έδειχνε πατρική αγάπη σε κάθε αντάρτη. Ίσως επειδή δεν είχε τότε ακόμα αποκτήσει παιδιά.
Είχε σπάνια αντανακλαστικά, μπορούσε να αντιληφθεί το παραμικρό κι ας συνέβαινε σε απόσταση από αυτόν. Είχε αυτό που λέει κι ο απλός λαός μας «μάτια στην πλάτη».
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μιχάλης Χριστοφοράκης:
«Από τις πολλές φορές που περνούσα από τον Κισσό, μερικές θέλοντας να τον αιφνιδιάσω φρόντιζα να τον πλησιάσω γιατί τάχα δεν με είχε αντιληφθεί.
Ο μπάρμπα-Χαρίδημος ωστόσο, ενώ έδειχνε απορροφημένος στο ζευγάρισμα λόγου χάρη, χωρίς καν να στρέψει το βλέμμα του, μ’ αιφνιδίαζε ο ίδιος λέγοντάς μου:
«Καλώστονε, κάτσε δέκα λεπτά να ξεκουραστείς μέχρι να τελειώσω τούτη τη σπορέ, μα επαέ δεν φοβάσαι κανένα». Σαν να μην συνέβαινε τίποτα τελείωνε ο Χαρίδημος τη δουλειά του μια κι ήξερε πως έπρεπε να υπάρχει και ζαερές (τρόφιμα) όπως έλεγε. Κατόπτευε τα γύρω της περιοχής, χωρίς να δίνουν υποψίες οι κινήσεις και το βλέμμα του και ξεκινούσαμε για το σπίτι του…».
Ο Χαρίδημος ήταν τόσο αφοσιωμένος στον αγώνα που μερικές φορές η παρορμητικότητά του έφθανε τα όρια της αποκοτιάς.
Χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει ο Χρήστος Μαυρομιχελάκης στο γνωστό συγγραφέα και ιστορικό ερευνητή κ. Μανόλη Παντινάκη για το βιβλίο του «Επαρχία Αγίου Βασιλείου: «Η κατοχή δεν μας λύγισε» (Από το βιβλίο αυτό πήραμε και τη φωτογραφία του Χαρίδημου). Μόλις οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν ότι κομάντος Εγγλέζοι επρόκειτο να αποβιβαστούν στον Άγιο Παύλο στα Σακτούρια, προχώρησαν σε συλλήψεις αθώων πατριωτών από τα χωριά Ακούμια, Βάτο, Ακτούντα και Άρδακτο. Ίσως να ήταν και από άλλα χωριά, αλλά ο Μαυρομιχελάκης αυτά αναφέρει στον καλό συνάδελφο, με την επιφύλαξη, όπως λέει κι ο ίδιος ότι κάτι μπορεί να έχει ξεχάσει.
Μετά από αυτό το γεγονός, ειδοποιήθηκαν οι αγωνιστές να συγκεντρωθούν επειγόντως στο σπίτι του Σμυρνάκη, για να αποφασίσουν πως θα πράξουν. Η σύλληψη αυτή τόσων ανθρώπων είχε αναστατώσει τους πάντες. Η αγωνία ήταν μεγάλη γιατί κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει και την εξέλιξη.
Σε κείνη τη σύναξη ο Χαρίδημος πρότεινε στους συντρόφους του, να χτυπήσουν τους Γερμανούς στα Ακούμια και να ελευθερώσουν τους κρατούμενους. Ενημέρωσε μάλιστα ότι σύνδεσμός από την Κρύα Βρύση θα τους έφερνε όπλα για όσους δεν είχαν, εφόσον το ζητούσαν.
Έδειχνε αποφασισμένος. Αν μπορούσε, αρκεί να συμφωνούσαν με την πρότασή του, θα πήγαινε και μοναχός του. Οι άλλοι κοιτούσαν βαθειά προβληματισμένοι. Πρυτάνευσε όμως, τελικά, η λογική επειδή οι συνέπειες, από την πράξη αυτή, θα ήταν ολέθριες και δεν επρόκειτο να σωθούν και οι όμηροι. Ίσα-ίσα που με την επίθεση αυτή θα ήταν καταδικασμένοι.
Ο Χαρίδημος ήταν για την εποχή του ένα φωτεινό άστρο, μια όαση, γιατί πρόσφερε συστηματικά τη βοήθειά του, μέχρι το τέλος της κατοχής, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, αν τον έπιαναν οι Γερμανοί.
Όσο για το χιούμορ του, δεν τον εγκατέλειπε και στην πιο δύσκολη ώρα. Όταν έμπαινε σπίτι του κι έβλεπε στρωμένους πέντε δέκα νοματέους να τρώνε, έπαιρνε το ανάλογο ύφος κι έβαζε δήθεν τις φωνές:
«Πάλι τρώτε, μα εσείς μωρέ κοπέλια θα με κάνετε φτωχό. Σάικα (ασφαλώς) δεν ψήνουνε στα σπίθια σας…».
Κι έπειτα, καθώς μας περιγράφει ο Μιχάλης Χριστοφοράκης, γύριζε στη γυναίκα του:
«Βαγγελιώ βάλε να φάει καθένας όσο θέλει, βάλε να φάω κι εγώ κι αν περισσέψει θα φας κι εσύ… Και να κατέχεις πως επαέ θέλει κάθε βούι και την παχνέ του».
Εννοούσε φυσικά την όρεξη για φαγητό και τις διαστάσεις του κάθε αγωνιστή…
Ο μοναδικός αυτός άνθρωπος, φαίνεται πως έφθασε στα βαθειά γεράματα. Γιατί στο βιβλίο του ο Μιχάλης Χριστοφοράκης (έκδοση 1984) αναφέρει πως στα 90 του χρόνια, εκείνη την εποχή, ο Χαρίδημος περίμενε πότε θα του στείλουν τα έντυπα της Εθνικής Αντίστασης και του Κ.Κ.Ε., που τον τόνωναν ψυχικά και του παρέτειναν τη ζωή…
Ο «παππούς» της Αντίστασης
Ναι είχε και η Αντίσταση στο Ρέθυμνο τον «παππού» της. Ήταν ο κατά κόσμον Μανώλης Παπαδογιάννης ο γνωστός πολιτικός.
Γεννήθηκε στον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου το 1889. Ήταν το όγδοο παιδί δεκαμελούς αγροτικής οικογένειας. Από την πλευρά της γιαγιάς (μητέρας του πατέρα του) ήταν δισέγγονος του νεομάρτυρα Γεωργίου, ενός εκ των Τεσσάρων Μαρτύρων.
Ο Μανόλης Παπαδογιάννης είχε επιστήθιους φίλους σε κάθε πολιτική παράταξη, ενώ οι ψήφοι που τον έφερναν στα έδρανα του Κοινοβουλίου ήταν απόλυτα προσωπικοί.
Ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό ότι ξεκίνησε την καριέρα του ως δάσκαλος με οργανική θέση στο Γερακάρι το 1909.
Αυτό τον διορισμό τον είχε «κορνιζώσει» με καμάρι σε περίοπτη θέση του σπιτιού του, επειδή από τον μισθό του δασκάλου κατάφερε να σπουδάσει νομικά.
Έτσι με τον ιδρώτα του το φτωχό παιδί από τον Άγιο Ιωάννη, κατάφερε να κάνει λαμπρή καριέρα.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε ηλικία 22 χρόνων, εξελέγη βουλευτής στην Επαναστατική Συνέλευση Κρήτης (1911-1912).
Συνέχισε ως Ακόλουθος στο υπουργείο Εσωτερικών το 1916 και χρημάτισε νομάρχης Πρεβέζης, Χαλκίδας και Λακωνίας.
Στην καθαρά πολιτική του καριέρα τον συναντούμε Πληρεξούσιο Ρεθύμνου το 1935, βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος 1946.1950 και 1958 με την ΕΡΕ υφυπουργό Γενικό Διοικητή Ηπείρου το 1946, Κρήτης 1946-1947 και υπουργό Οικισμού και Ανοικοδόμησης 1948-1950.
Το 1941 κατετάγη εθελοντής, σε ηλικία 52 ετών και πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης. Είχε τον βαθμό του εφέδρου λοχαγού.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης με δική του πρωτοβουλία έρχεται σε επαφή με σημαίνοντα πρόσωπα της υποστηριζόμενης από τους συμμάχους αντίστασης, θέτοντας τον εαυτό του σε κάθε επικίνδυνη αποστολή. Είχε εμπειρία και θέλησε να την αξιοποιήσει στο έπακρον, εκπαιδεύοντας νέους που ήθελαν να αγωνιστούν ενάντια στον εχθρό.
Κάτι ακόμα σπουδαίο είναι ότι ο Μανόλης Παπαδογιάννης είναι ο πρώτος πολιτικός που βγήκε στο βουνό να πολεμήσει, σε αντίθεση με άλλους που έσπευσαν να εξασφαλίσουν τα νώτα τους.
Για τον «παππού της Αντίστασης» πολλά αναφέρουν τα ιστορικά βιβλία, όπου μπορεί να καταφύγει καθένας που ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα.Πέθανε το 1971 κυριολεκτικά στην «ψάθα» δείγμα της μεγάλης του εντιμότητας.
Πηγές:
Σπύρος Μαρνιέρος: «Αμαριώτικη Φωνή»
Μανόλης Παπαδογιάννη: Απόσπασμα ημερολογίου από το αρχείο Σπύρου Μαρνιέρου.
Σταύρου Φωτακη: Άγιος Ιωάννης Χλιαρός Αμαρίου Ρεθύμνου και «Στη βορεινάδα μιας κορφής γράφω τα που θυμούμαι).
Εύας Λαδιά: Ο πατέρας του αντάρτη
Εύας Λαδιά: Μιχάλης Χριστοφοράκης