Απόγονός τους ο πανεπιστημιακός Αναστάσιος Δαμβέργης ιδρυτής του γνωστού φαρμακείου
Από τις μεγάλες και ιστορικές οικογένειες του Ρεθύμνου ήταν και οι Δαμβέργηδες. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Εκκεκάκη, οι ρίζες της οικογένειας χάνονται στα βάθη της ιστορίας. Κατά μία άποψη οι Βεργίκιοι, Βεργίτσηδες, Βεργάκηδες έχουν κοινή προέλευση. Είναι πολλά τα μέλη που διέπρεψαν σε διάφορους τομείς. Γεγονός είναι ότι όλοι οι Δαμβέργηδες έζησαν μυθιστορηματική ζωή. Ας τους γνωρίσουμε καλύτερα από αυθεντικές πηγές.
Στη μεγάλη παγκρήτια συνάντηση που έγινε στα Σφακιά, τον Απρίλη του 1821 μετά την επίσημη απόφαση του ξεσηκωμού, ένας Ρεθεμνιώτης ξεχώριζε με το αρχοντικό του παράστημα και το μειλίχιο ύφος που ενέπνεε τον σεβασμό. Ήταν ο Ιωάννης Δαμβέργης. Ο Γιώργης Εκκεκάκης στη σχετική του αναφορά (Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη) τον αναφέρει «Χατζή». Ήταν από τους πλουσιότερους μεγαλεμπόρους του τόπου και μεγάλος πατριώτης.Ο Σταύρος Κελαϊδής αναφέρει (Βήμα Ιανουάριος 1956) πως ο Ιωάννης Δαμβέργης ήταν αδελφός του τότε Επισκόπου Ρεθύμνης και ανεψιός του πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’ (;;;). Γεγονός είναι ότι η σύζυγος του Δαμβέργη, Ελένη ήταν αδελφή του Επισκόπου Ρεθύμνης Ιωαννικίου.
Ο Ιωάννης Δαμβέργης ήταν από τους πρώτους που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία από την Κρήτη και από τους πρώτους που μετείχαν στις επαναστατικές συνελεύσεις. Ενώ είχε μοναδικό του στόχο να ενισχύσει τις ομάδες των αγωνιστών παρά τη μεγάλη του ηλικία, τον διόρισαν στην Επαναστατική Επιτροπή (Καντζιλαρία) Μινίστρο επί των Οικονομικών. Αν και ηλικιωμένος συγκρότησε στρατιωτικό σώμα από Ρεθεμνιώτες και πολέμησε τον εχθρό πάνω από τρία χρόνια.
Είχε δυο μεγάλους γιους τον Νικόλαο και τον Κωνσταντίνο που τους απέστειλε στο στρατόπεδο και αναδείχτηκαν σπουδαίοι πολεμιστές. Τα τρία πρώτα χρόνια της εξέγερσης οι Κρήτες νικούσαν σε όλα τα μέτωπα έχοντας την ομάδα του Πρέβελη που μεγαλουργούσε.
Όταν όμως σε λίγο ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου και η Κρήτη γέμισε από καλά γυμνασμένα στρατεύματα οι Τούρκοι πέρασαν στην αντεπίθεση. Από τις θριαμβευτικές τους νίκες ήταν οι τραγωδίες στο Μελιδόνι και στη Μίλατο, ενώ επέφεραν μεγάλες καταστροφές από όπου περνούσαν.
Ο άμαχος πληθυσμός έτρεχε να βρει καταφύγιο να σωθεί. Ανάμεσά τους ο σεβάσμιος γέροντας Ιωάννης Δαμβέργης, με τη σύζυγό του Ελένη κι ένα βρέφος, την υπηρέτριά τους, τους τρεις μικρούς γιους του, Αναστάσιο, Τίτο και Μιλτιάδη και τη μοναχοκόρη του με το όνομα Μαρούλη. Η ταλαίπωρη οικογένεια έχοντας καταφύγει στα εννιά χωριά Κισσάμου, άλλαζε συνεχώς καταφύγιο. Ένα από τα τελευταία τους κρησφύγετα ήταν μια μικρή σπηλιά, την είσοδο της οποίας έφραζε ένας μεγάλος σκοίνος.
Μια μέρα κι ενώ Τούρκοι ανίχνευαν την περιοχή για να ξετρυπώσουν επαναστάτες ένα από τα παιδιά της οικογενείας βγήκε από τη σπηλιά να πάρει νερό. Αμέσως έγινε αντιληπτό και ακολούθησε τραγωδία. Μπροστά στα μάτια των αγοριών και της κόρης, οι Τούρκοι κατέσφαξαν τον σεβάσμιο γέροντα Ιωάννη Δαμβέργη, τη γυναίκα του Ελένη, το βρέφος και την υπηρέτρια. Τη Μαρούλη με τα τρία αδέλφια της τα πήραν αιχμαλώτους.Η κοπέλα κατάφερε να σωθεί γιατί ήταν μνηστή του διαβόητου ήρωα Στρατή Δεληγιαννάκη του γνωστού με το όνομα «Μπικοστρατή» υπό τας διαταγάς του οποίου πολεμούσαν ο Νικόλαος και ο Κωνσταντίνος Δαμβέργης.
Όταν ο Δεληγιαννάκης έμαθε την περιπέτεια της μνηστής του, έσπευσε να την ανταλλάξει με Τουρκάλες που είχε αιχμαλωτίσει. Κι έτσι την έσωσε. Τα τρία μικρά της αδέλφια όμως ο Αναστάσιος, ο Τίτος και ο Μιλτιάδης παραδόθηκαν ολόγυμνα σε ένα δουλέμπορο που τα οδήγησε στο σκλαβοπάζαρο που είχε στήσει στο Συντριβάνι Χανίων. Εκεί τη Μεγάλη Παρασκευή του 1824 αγοράστηκαν από Αλβανούς αξιωματικούς και μεταφέρθηκαν στο Ναυαρίνο Βρέθηκαν στην παραλία όταν ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος καταστράφηκε από τον Ευρωπαϊκό. Από εκεί οι αγοραστές τους πήραν και τους μετέφεραν στην Αίγυπτο.
Ο Αναστάσιος μη αντέχοντας τα βασανιστήρια και τις ταπεινώσεις αυτοκτόνησε. Ο Τίτος και ο Μιλτιάδης στάθηκαν τυχεροί γιατί ο αφέντης τους ο Αλβανός χιλίαρχος Ζαίμογλου ήταν ένας αρχοντάνθρωπος αγαθός και πονετικός. Περνούσαν καλά κοντά στο φιλεύσπλαχνο αφέντη τους τα δυο παιδιά, τα οποία μάλιστα είχαν και την τύχη να μορφωθούν, αλλά ο αδελφός τους Νικόλαος είχε βαλθεί να τα βρει και να τα ελευθερώσει με κάθε θυσία. Και τα κατάφερε το 1831, χάρις στη μεσολάβηση του Γάλλου προξένου στον Μεχμέτ Αλή.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι ο Νικόλαος, πρωτότοκος γιος του Ιωάννη, (γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1798) είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του τη φιλοπατρία και την αγάπη στη μόρφωση. Με αυτά τα εφόδια ανέλαβε καθήκοντα Γραμματέα των Οικονομικών, δύσκολη θέση που κράτησε σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης στην Κρήτη (1821-1829). Παράλληλα πολεμούσε γενναία με τους Δεληγιαννάκηδες. Σε μια μάχη που έγινε στα Ανώγεια το 1822, ο Νικόλαος τραυματίστηκε πολύ σοβαρά. Έμεινε τυφλός από το ένα μάτι. Μετά το άδοξο τέλος της επανάστασης κατέφυγε στη Σύρο όπου εργάστηκε ως απλός λιμενικός υπάλληλος. Εκεί πέθανε στις 14 Ιανουαρίου 1867.
Ο Τίτος Δαμβέργης μετά την απελευθέρωσή του επέστρεψε στη Σύρο κοντά στον αδελφό του. Αργότερα έγινε ο πεθερός του μεγάλου ιστορικού Βασιλείου Ψιλάκη. Πέθανε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 1888.
Λίγους μήνες μετά (15 Φεβρουαρίου 1889) τον ακολούθησε στον τάφο και ο αδελφός του Μιλτιάδης λίγες μόλις μέρες πριν από το μεγαλύτερο αδελφό τους Κωνσταντίνο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Τίτος και ο Μιλτιάδης μετά την απελευθέρωσή τους δεν θέλησαν να επιστρέψουν στην Κρήτη επειδή δεν ήθελαν να γίνουν Οθωμανοί υπήκοοι. Έμειναν μαζί με τον αδελφό τους Νικόλαο.
Γιος του Μιλτιάδη ήταν ο λογογράφος και εκδότης Ιωάννης Δαμβέργης (1862-1938) που γεννήθηκε στο Ηράκλειο και σπούδασε νομικά. Ανέπτυξε στην πρωτεύουσα μια πολυσχιδή δράση. Ήταν διευθυντής του περιοδικού «Εβδομάς» εκδότης του περιοδικού «Πάτρια». Ιδρυτικό μέλος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας, της Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών κ.λπ.
Κατά την τελευταία κρητική επανάσταση εργάστηκε στην Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή των Αθηνών. Αργότερα υπήρξε για ένα διάστημα και στενός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Από τα έργα του που εκδόθηκαν αυτοτελώς αναφέρεται ενδεικτικά η συλλογή των διηγημάτων του με τίτλο «Οι Κρήτες μου» που πρωτοεμφανίστηκε το 1898.
Ο Πανεπιστημιακός Κωνσταντίνος
Σε έναν ακόμη γιο του, ο Ιωάννης είχε δώσει το όνομα Κωνσταντίνος. Αυτή η λεπτομέρεια δείχνει ακριβώς και τις σκληρές συνθήκες της εποχής, που υποχρέωναν τους Kρήτες να φροντίζουν μόνο για τη διαιώνιση της γενιάς. Ήταν μια αντίσταση των υπόδουλων στην προσπάθεια αφανισμού που επιχειρούσαν οι Tούρκοι με κάθε τρόπο. Γι’ αυτό και η γέννηση του αρσενικού ήταν γεγονός. Γιατί αντιπροσώπευε ένα ακόμα τουφέκι. Και η επανάληψη του ονόματος ενδέχεται να είχε αυτό τον σκοπό. Να μη χαθεί το όνομα καθώς οι κίνδυνοι δεν έλειπαν και μάλιστα σε καθημερινή βάση.
O νεότερος Kωνσταντίνος γεννήθηκε στα 1800. Πολέμησε ηρωικά στο πλευρό του μεγάλου αγωνιστή Στρατή Δεληγιαννάκη. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Τούρκων στα πρώτα χρόνια της επανάστασης του ’21.Tο 1831 έφυγε για τη Μύκονο, όπου εγκαταστάθηκε για λίγο καιρό.
Πήρε μέρος στην επανάσταση 1821-1829 όπου και διακρίθηκε. Πολέμησε τόσο στην Κρήτη όσο και στην ηπειρωτική Ελλάδα κάτω από τις διαταγές του Στρατή Δεληγιαννάκη που ήταν επ’ αδελφή γαμπρός του. Πολέμησε και σαν απλός στρατιώτης πριν ηγηθεί δικής του ομάδας.
Στην επανάσταση του 1866, παρά τη μεγάλη του ηλικία θέλησε να έρθει και πάλι στην Κρήτη να πολεμήσει αλλά τον απέτρεψαν με μεγάλη δυσκολία οι δικοί του.
Έζησε τα τελευταία του χρόνια στην Αθήνα όπου και πέθανε στα 1890.Γιος αυτού του Κωνσταντίνου ήταν ο Αναστάσιος που γεννήθηκε στα 1857 στη Μύκονο. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στον Πειραιά και συνέχισε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας σπουδάζοντας Φαρμακευτική.
Συνέχισε τις σπουδές στη Χαϊδελβέργη και αποφοίτησε με διδακτορικό δίπλωμα. Σπούδασε επίσης Χημεία με υποτροφία.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής της Χημείας στις Σχολές Ευελπίδων, Δοκίμων, Υπαξιωματικών και στο Πρακτικό Λύκειο. Διετέλεσε τμηματάρχης στο υπουργείο των Οικονομικών και διευθυντής των Τελωνείων.
Έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, Πάρεδρον μέλος και τακτικό του Ιατροσυνεδρίου.
Ένα φαρμακείο έμβλημα της Αθήνας
Ο Αναστάσιος είχε συνδέσει το όνομά του με το φαρμακείο που ήταν έμβλημα της Αθήνας. Για επτά δεκαετίες στεγαζόταν στο κέντρο, απέναντι από την Εθνική Βιβλιοθήκη, στο επιβλητικό Μέγαρο της Πρωίας, Πανεπιστημίου 39. Εγκαινιάστηκε το 1906 και ήταν το προσωπικό επίτευγμα του διαπρεπούς καθηγητή της Φαρμακευτικής, Αναστασίου Δαμβέργη, ο οποίος επί της ουσίας εισήγαγε στην Ελλάδα τη δυτική έννοια του φαρμακείου με βάση επιστημονική. Το φαρμακείο του Δαμβέργη διατηρήθηκε στην ίδια θέση, με όλον τον περίτεχνο ξυλογλυπτικό διάκοσμο ως το 1976, όταν το περίφημο Μέγαρο της Πρωίας (Μέγαρο Ιωάννη Πεσμαζόγλου), έργο του Πάνου Καραθανασόπουλου (μαθητή του Τσίλλερ), κατεδαφίστηκε. Το φαρμακείο μεταφέρθηκε στην Πανεπιστημίου 6 (Μέγαρο Κούπα, ανάμεσα στη Βουκουρεστίου και στην Κριεζώτου) και παρέμεινε σε λειτουργία ως το 2006 και τη συνταξιοδιότηση του νεότερου Αναστασίου Δαμβέργη, εγγονού του ιδρυτή.
Όπως αναφέρει ο Νίκος Βατόπουλος σε άρθρο του (Οικογένεια Δαμβέργη, ο αξέχαστος θρύλος της φαρμακοποιίας) που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» ( 9/7/2019) ο Αναστάσιος ήταν ο αρχετυπικός αλλά όχι συνήθης τύπος αστού που ολοκλήρωσε λαμπρές σπουδές στο εξωτερικό και επέστρεψε στην πατρίδα για να συμβάλει στην ανάπτυξή της. Η πορεία του ως καθηγητή αλλά και ως στελέχους του υπουργείου Οικονομικών, στην κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη το 1884, του έδωσαν την απαιτούμενη εμπειρία και του καλλιέργησαν την επιθυμία να δημιουργήσει το πρότυπο φαρμακείο με το όνομά του, που έγινε αργότερα θρύλος.
Εντυπωσιακή ήταν η ανάπτυξη της εταιρείας και μετά τον θάνατό του με τη συμβολή του ξεχωριστού επίσης Κωνσταντίνου Δαμβέργη που έχτισε εργοστάσιο φαρμακοποιίας στα Σεπόλια το 1933, έχοντας και εκείνος λαμπρές σπουδές στη Γερμανία. Η δυναστεία Δαμβέργη είναι κεφάλαιο στην εξέλιξη της φαρμακοποιίας στην Ελλάδα.
Η πανέμορφη Καλή Καλό
Από τη μεγάλη οικογένεια των Δαμβέργηδων και η ηθοποιός Καλή Καλό που έφυγε πριν από μέρες (8 Μαρτίου 2024) σε ηλικία 97 χρόνων.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Καλλιόπη Δαμβέργη και γεννήθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 1926, με καταγωγή από το Ρέθυμνο. Μητέρα της ήταν η Χρύσα, κόρη του στρατηγού Γ. Καλοχριστιανάκη, υπασπιστή του Ελευθέριου Βενιζέλου, επίσης ηθοποιός και μια χειραφετημένη για την εποχή γυναίκα. Πατέρας της ήταν ο Νίκος Δαμβέργης, της οικογένειας των φαρμακοβιομηχάνων.
Η πρώτη παρουσία της Καλής σε θεατρική παράσταση ήταν σε ηλικία μόλις τριών ετών, στη Δασκαλίτσα του Ντάριο Νικκοντέμι, μετά από απόφαση της Μαρίκας Κοτοπούλη, στο θέατρο της οποίας έπαιζε η μητέρα της.
Ο πρώτος πραγματικός της ρόλος, όμως, ήταν σε ηλικία 5 ετών, ειδικά γραμμένος για αυτήν από τον Σπύρο Μελά, στο έργο του «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται», όπου σημείωσε μεγάλη επιτυχία παίζοντας δίπλα στον Βασίλη Λογοθετίδη και στο ζεύγος Μουσούρη στο θέατρο «Αλίκη». Τόση ήταν η επιτυχία, ώστε ο Αττίκ έστειλε τον διευθυντή της «Μάντρας» του να ζητήσει από τη μητέρα της συνεργασία.
Και όταν αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της, εκείνος έγραψε της «Μπέμπας» τραγούδια και παρλάτες, τη δίδαξε ηθοποιία, της έδωσε το ψευδώνυμο «Καλή Καλό» και την εμφάνισε σε παραστάσεις του.
Παράλληλα, μαθήτευε επί πολλά χρόνια στη σχολή κλασικού μπαλέτου του Βασιλικού (σήμερα Εθνικού) Θεάτρου και άλλες. Σχηματιζόταν έτσι μια εικόνα της ως παιδιού-θαύματος, κάτι σαν την Σίρλεϊ Τεμπλ της Ελλάδας, όπως έγραφε ο τύπος της εποχής, ωστόσο, το διαζύγιο των γονιών της και ο πόλεμος διέκοψαν αυτή την εξέλιξη, καθώς μητέρα και κόρη άρχισαν να περιοδεύουν με «μπουλούκια» στην επαρχία για την επιβίωσή τους.
Συμμετείχε και στην Αντίσταση και μάλιστα στην ομάδα «Μπουμπουλίνας» της θρυλικής Λέλας Καραγιάννη που κανένας δεν έμπαινε εύκολα. Εκεί γνώρισε τον Γιώργο Μαμαλάκη το γενναίο αεροπόρο γιο του επίσης ήρωα Κλέαρχου Μαμαλάκη.
Μαζί στη ζωή μαζί και στην Αντίσταση. Ο πόλεμος κοντεύει να τελειώσει όταν η Καλή αντιλαμβάνεται ότι θα γίνει μητέρα. Ο Γιώργος όμως δεν πρόλαβε καν να συνειδητοποιήσει ότι έρχεται ένα νέο πλάσμα στον κόσμο ένα δικό του παιδί.
Ο Γιώργος σκοτώθηκε λίγο πριν την απελευθέρωση στη διάρκεια μιας επικίνδυνης αποστολής που είχε αναλάβει κοντά στο Ελληνικό.
Πήγε να συναντήσει τον ήρωα πατέρα του, αλλά και τον ήρωα παππού του, τον Στρατή Μαμαλάκη με το όνομα.
Λίγους μήνες μετά γεννήθηκε η κόρη του. Σήμερα το κορίτσι αυτό είναι μια διάσημη ζωγράφος και ζει στην Ελβετία με τον άνδρα της. Ονομάζεται Γιούλη Μαμαλάκη Βίντμερ και έγινε γνωστή από μια δική της τεχνοτροπία στα εικαστικά.
Η Καλή Καλό μετά τον θάνατο του αγαπημένου της έσφιξε τα δόντια και συνέχισε την καλλιτεχνική αλλά και την αγωνιστική της δράση.
Η μεταπολεμική ένταξή της στο ΚΚΕ οδήγησε στη σύλληψή της το 1947 από το θέατρο, ενώ εμφανιζόταν στην επιθεώρηση «Το παρδαλό κατσίκι», και στον εκτοπισμό της για έξι μήνες στην Ικαρία. Μετά την επιστροφή από την εξορία, που συμπίπτει με την ενηλικίωσή της (σ.σ. στα 21 χρόνια, τότε), η Καλή Καλό δημιούργησε τον δικό της θίασο το 1950 και ερμήνευσε ρόλους σε όλα τα είδη του θεάτρου – βαριετέ, επιθεώρηση, οπερέτα, ελεύθερο θέατρο, και πρόζα.
Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τους Μινωτή, Κυβέλη, Μιράντα Μυράτ, Κατράκη, Τραϊφόρο, Χριστόφορο Νέζερ, Αυλωνίτη, Μαυρέα, Κοκκίνη, Σταυρίδη, Καλουτά, Ρένα Ντορ και Ρένα Βλαχοπούλου.
Επίσης, πρωταγωνίστησε στο Εθνικό Θέατρο και στο ΚΘΒΕ, παίζοντας έργα των Μπρεχτ, Πιραντέλλο και άλλων μεγάλων συγγραφέων. Το γεγονός ωστόσο ότι δεν την ενδιέφερε ο κινηματογράφος και έπαιξε μόνο σε τέσσερις κινηματογραφικές ταινίες, συνετέλεσε στο να είναι σχεδόν άγνωστη στις νεότερες γενεές. Στο τέλος της σταδιοδρομίας της εμφανίσθηκε και σε λίγες τηλεοπτικές σειρές.
Εκτός από τη θεατρική της σταδιοδρομία, η Καλό έμαθε μόνη της ξένες γλώσσες και ακολούθησε πανεπιστημιακές σπουδές στην παιδοψυχολογία στη Λωζάνη και, συγκεκριμένα, στα συστήματα των Μοντεσσόρι, Ντεκρολύ και Πεσταλότσι. Είναι, μάλιστα, δημιουργός των «Πρότυπων Εκπαιδευτηρίων Καλής Δαμβέργη».
Εκτός από τον Γιώργο Μαμαλάκη η Καλή Καλό έκανε ακόμα δυο γάμους. Το 1957 παντρεύτηκε τον Δημήτρη Βαλμά, τον οποίο είχε γνωρίσει σε περιοδεία στη Σύρο και μαζί έζησαν στη Θεσσαλονίκη.Τέλος, από το 1959 έως το 1979 ήταν παντρεμένη με τον πλοίαρχο Κώστα Καρανικόλα, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Χρήστο.
Σε ηλικία 13 ετών, ο Χρήστος τραυματίσθηκε σοβαρά από έκρηξη σε πείραμα χημείας και, παρά το ότι η μητέρα του ξόδεψε όλη της την περιουσία για να θεραπευθεί, απεβίωσε το 1988, σε ηλικία 27 ετών. Για χρόνια μετά την απώλεια του γιου της, η ηθοποιός είχε αποτραβηχτεί στην Αστυπάλαια.
Μάλιστα, πριν από χρόνια, βρέθηκαν σε σπίτι όπου διέμενε η ηθοποιός στην Άνω Κυψέλη, μέσα σε ένα ξύλινο κουτί, τα οστά του γιου της.
Μητέρα και γιος ήταν πολύ δεμένοι και η ίδια δεν ήθελε να αποχωριστεί τα οστά. Μάλιστα, όπως είχε δηλώσει, «Δεν ήθελα, δεν μπορούσα να ανακατευθούν με άλλα».
Τους τελευταίους μήνες, ζούσε στο Γηροκομείο Αθηνών, όπου είχε μεταφερθεί με τη μεσολάβηση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 97 ετών.
Με αυτή έκλεισε μια ακόμα σελίδα της οικογένειας που άφησε έντονο αποτύπωμα στον Αγώνα, στην Επιστήμη, στην Τέχνη. Κι όμως ελάχιστα είναι γνωστά γύρω από αυτή και τα σπουδαία μέλη της.