Ο Γεώργιος Τσουδερός είναι ο μεγάλος και χαρισματικός άνδρας, οπλαρχηγός και στρατάρχης της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, που συμμετείχε ως αρχηγός σε πάρα πολλές μάχες και επέζησε του αγώνα τού Εικοσιένα και έλαβε μέρος και στην επανάσταση των Χαιρέτηδων (1841). Δεν δέχτηκε να φύγει από την Κρήτη μαζί με τα παιδιά του (σαν αναγκάστηκε να τα στείλει σε ένα νησί), αλλά τριγυρνούσε μόνιμα στα Ρεθεμνιώτικα, επιχειρώντας γρήγορες παντού επιθέσεις, για να μη προφταίνουν οι Τούρκοι να εντοπίζουν την βάση του και τα ορμητήριά του. H δράση του Γεωργίου Τσουδερού έχει μείνει στην ιστορία, γιατί υπήρξε από τους ελάχιστους Κρητικούς αρχηγούς που διέτρεξε ολόκληρη την Κρήτη σπιθαμή προς σπιθαμή, από την Κίσσαμο μέχρι τη Σητεία, πολεμώντας τον εχθρό. Τρομοκρατούσε και ξεμονάχιαζε τους Τούρκους και τους ανάγκαζε να κλείνονται φοβισμένοι στα φρούριά τους. 1
Την μεγάλη επιβολή τής προσωπικότητας τού εν λόγω πολεμικού άνδρα βλέπουμε και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις, όπως στο εντυπωσιακό εκείνο επεισόδιο ληστοπειρατείας (όπως αρχικά θεωρήθηκε), κατά το έτος 1827, όταν η επανάσταση στην Κρήτη κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να κατασταλεί. Ο Γεώργιος Τσουδερός θέλοντας να αναζωπυρώσει τον αγώνα στα ρεθεμνιώτικα εδάφη επιχειρούσε διαρκείς αιφνιδιασμούς και μικροεπιθέσεις κατά των Τούρκων, ώστε ο αγώνας των Κρητικών να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση. Προς τούτο, έστειλε και ένα πολεμικό πλοιάριο στο φρούριο της Γραμβούσας, προκειμένου να παραλάβει τον αδελφό του Ιωάννη και πενήντα ακόμα Ρεθεμνιώτες, που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του εγκλεισμένοι σε αυτό και να τους θέσει σε αγωνιστική δράση. Το πλοιάριο, όμως, των Γραμβουσανών γνώρισε μιαν απροσδόκητη περιπέτεια. καθώς, δηλαδή, έβγαινε από τον κόλπο, συναντήθηκε με ένα αμερικανικό πολεμικό, το οποίο, εκλαμβάνοντάς τους ως ληστοπειρατές (!), κατέσχε το πλοιάριο, μεταφέροντας τους επαναστάτες στη Νάξο. Παρά τις αληθοφανείς διαμαρτυρίες τους (ότι δεν είχαν τηλεβόλο και ότι όλοι τους ήταν πτώματα από τη ναυτία, πράγματα αδιανόητα για μιαν ομάδα ληστοπειρατών), οι επαναστάτες με τίποτε δεν ίσχυσαν να πείσουν σε τούτο τον Αμερικανό ναύαρχο.
Αυτό το κατάφερε, τελικά, ο Γεώργιος Τσουδερός, ο οποίος, «τη συστάσει των εν τη νήσω προξένων», μετέβη στη Νάξο και παρουσιάστηκε προ του Αμερικανού ναυάρχου. Με την επιβλητική του εμφάνιση, αυξημένη με μιαν αφελή και ωραία θελκτικότητα, διαβεβαίωσε τον ναύαρχο ότι όλοι μαζί και οι πενήντα επιβαίνοντες στο πλοιάριο και ο αδελφός του, ο Ιωάννης, ήταν χερσαίοι και ότι η σύλληψή τους αποτελούσε αδικία, που δεν επιτρεπόταν στο ηρωικό τέκνο μιας φιλελεύθερης χώρας, που διέκειτο συμπαθώς προς τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα. Και όπως καταλήγει ο διηγούμενος το επεισόδιο Ι. Μουρέλλος, «ο ναύαρχος κατεθέλχθη από την επιβλητικήν και αξιοπρεπή τού γέροντος αρχηγού αφέλειαν και όχι μόνον απέλυσε τους κρατουμένους αποδώσας και τον οπλισμόν των και το πλοιάριόν των, αλλά και τους εφωδίασεν με αρκετάς τροφάς και άφθονα πολεμοφόδια ευχηθείς εις αυτούς ταχείαν την απελευθέρωσιν της αγωνιζομένης πατρίδος των».2
Σε άλλη περίπτωση, μετά τη δυσμενή εξέλιξη του Πρωτόκολλου του Λονδίνου, που άφηνε, δυστυχώς, την Κρήτη εκτός του νέου ελληνικού κράτους, στην επονείδιστη και πικρή των Τούρκων δουλεία, τον βλέπουμε ως Στρατάρχη του Ρεθύμνου να επιλέγεται από τον αρμοστή Νικόλαο Ρενιέρη ως ο μόνος κατάλληλος, μαζί τον Γ. Σακόρραφο και τον Κ. Κριτοβουλίδη, όπως περιτρέξουν τις επαρχίες Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου και εμψυχώσουν τον λαό που ήταν βαθιά θλιμμένος από τα λυπηρά αγγέλματα της αναγκαστικής συνέχισης της δουλείας.
Ο Γ. Τσουδερός, όπως σημειώνει ο Ι. Μουρέλλος, είναι γεγονός ότι έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης όλων των οπλαρχηγών της Κρήτης και πάντα όλοι προτιμούσαν τη συνεργασία μαζί του, γιατί από την αρχή του αγώνα κρατήθηκε μακριά από μικρομίση και προσωπικές προστριβές, καλούμενος πάντα ως διαιτητής μέσα στους διαρκείς διαπληκτισμούς των άλλων.3
Ο Μιχαήλ Aφεντούλιεφ ανέδειξε τον Γεώργιο σε εκατόνταρχο (στις 17 Δεκεμβρίου 1821) και αργότερα σε πεντακοσίαρχο (στις 4 Ιουλίου 1822), ενώ μετά την αναγνώριση του «Κρητικού Συμβουλίου» (1828) το Γενικό Στραταρχείο διόρισε πέντε Στρατάρχες στην Κρήτη. και εν μέσω αυτών ήταν και ο Αγιοβασιλειώτης Γεώργιος Τσουδερός. Οι πέντε αυτοί αρχηγοί, εκτός από τη γνωστή σε όλους γενναιότητά τους, είχαν και άλλα εξαιρετικά προσόντα, που τους εξασφάλιζαν τον απεριόριστο σεβασμό και την πειθαρχία όλων των αρχηγών και καπετάνιων στο πρόσωπό τους.
Του μεγάλου αυτού Αϊβασιλειώτη οπλαρχηγού και στρατάρχη, του Γεωργίου Τσουδερού, κρίνουμε σκόπιμο να μεταφέρουμε, στο σημείο αυτό, ευστοχότατο χαρακτηρισμό του από τον σπουδαίο ιστορικό της Κρήτης και συναγωνιστή του- ώστε να γνωρίζει πολλά και ασφαλή για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του- τον Καλλίνικο Κριτοβουλίδη, διατηρώντας την απολαυστικά πλούσια και χυμώδη λόγια γλώσσα των «Απομνημονευμάτων» του:
«Σειράν διαφόρων ανδραγαθημάτων παρουσιάζει ο στρατιωτικός βίος του Γεωργίου Τσουδερού. Άμα γνωσθείσης της επαναστάσεως του 1821, αυθόρμητος ωπλίσθη και αυτός υπέρ της πατρίδος του. Εκλεχθείς δε εξ αρχής οπλαρχηγός των πολεμικών Λαμπαίων όλης της επαρχίας, εθριάμβευσε διακριθείς πάντοτε εις τας μάχας. Αν και προβεβηκώς την ηλικίαν, ήττον όμως παραδόξως ως νεάζων ωκυποδέστατος και ενεργητικώτατος προπορευόμενος, ως και ο Σήφακας, των συστρατιωτών εν τοις κινδύνοις. Αφέλεια, φιλοπατρία ειλικρινής και συν τούτοις ανδρεία ψυχής ήσαν τα κοσμούντα τον Τσουδερόν. Τόπος της γεννήσεώς του ήτο το χωρίον Ασώματος της Λάμπης, είχε δε και ετέρους αδελφούς τον Ιωάννην, πολεμικόν παρομοίως άνδρα, και τον Μελχισεδέκ, ηγούμενον τού κατά την ιδίαν επαρχίαν μοναστηρίου Πρέβελη».4
Αυτός υπήρξε ο γενναίος οπλαρχηγός και στρατάρχης του Αϊ- Βασίλη Γεώργιος Τσουδερός, αδελφός των δύο άλλων μεγάλων πολεμικών επίσης ανδρών, του Ηγουμένου Μελχισεδέκ και του Ιωάννη. Όταν ο αγώνας στην Κρήτη έπαιρνε να σβήσει, ο Τσουδερός ήταν από τους τελευταίους που τον εγκατέλειψαν. Μέχρι τα μέσα του 1831, εξακολουθούσε να περιπλανιέται από βουνό σε βουνό και από χαράδρα σε χαράδρα διώκοντας με όση δύναμη είχε τον εχθρό. O πρόωρος θάνατος του Καποδίστρια ματαίωσε την υποσχεθείσα αναγνώριση των εθνικών υπηρεσιών τού Τσουδερού, ο οποίος έφτασε σε έσχατο σημείο φτώχειας. Υπέφερε από φρικτές στερήσεις μέχρι το έτος 1833, οπότε έφθασε στη Μεθώνη ο βασιλιάς Όθωνας, ο οποίος εκτιμώντας τις υπηρεσίες του, του υποσχέθηκε αναγνώριση και οικονομική ενίσχυση. Έτσι το 1838 ο Τσουδερός ονομάζεται Συνταγματάρχης της Bασιλικής Φάλαγγας.5
Είναι, πάντως, μετά από όλα αυτά, πραγματικά οδυνηρό και αδιανόητο ότι ο θαυμάσιος αυτός πολεμικός άνδρας, ακολουθώντας, δυστυχώς, την κοινή και τόσων άλλων γενναιόψυχων Ελλήνων μοίρα, με τεράστια προσφορά στην Πατρίδα, πέθανε πάμπτωχος, μετά την αποτυχία της επανάστασης των Χαιρέτηδων (1841), μακριά από την πατρίδα, στις 10 Αυγούστου 1846, σε ηλικία 90 περίπου ετών.6
1 Μουρέλλος, Ι. Δ., Ιστορία της Κρήτης, τ. Β΄, Ηράκλειον Κρήτης 1932, 847.
2 Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π., 926- 927. Πβ. και Δερεδάκης, Ν., «Πειρατής… κατά λάθος! Μια από τις άγνωστες ιστορίες της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη», εφημ. Ρέθεμνος 18.05.2021.
3 Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π., 1085.
4 Κριτοβουλίδης, Καλλίνικος, Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, εν Αθήναις 1859, 431.
5 Λαδιά, Εύα, «Οι Τσουδεροί στην επανάσταση του 1821», εφημ. Ρεθεμνιώτικα Νέα της 22/3/2019.
6 Ψιλάκης, Βασίλειος, Ιστορία τής Κρήτης, τ. Γ΄, Αθήναι χ.χ, 376.