Κάτι ήξεραν εκείνοι οι λόγιοι μιας άλλης εποχής που κάθισαν και αποτύπωσαν στο χαρτί ένα οδοιπορικό του τόπου τους. Έτσι έχουμε θαυμάσιες και ανάγλυφες εικόνες από το Ρέθυμνο του θρύλου και της ιστορικής αναφοράς με τόση δεξιότητα γραφής που θαρρείς και περπατάμε οι ίδιοι σε κείνα τα μέρη με τη δύναμη της φαντασίας μας.
Χαρακτηριστική η περιγραφή του Μιχαήλ Μύρ. Παπαδάκη για τη Σοχώρα που έζησε από τα παιδικά του χρόνια. Και αναφέρει σχετικά για την εποχή γύρω στα 1911.
«Όλα τα χριστιανικά σχολεία ήταν συγκεντρωμένα στον περίβολο του σημερινού Μητροπολιτικού Ναού, εκτός από το Παρθεναγωγείο που στεγαζόταν στην Αγία Βαρβάρα.
«Αι χριστιανικαί εκκλησίαι ως αι όρνιθες συγκέντρωναν τα Ελληνόπαιδα υπό τας εαυτάς πτέρυγας» όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο γυμνασιάρχης Μιχαήλ Γ. Πρεβελάκις.
Το σπίτι του Παπαδάκη ήταν στην πάλαι ποτέ οδό Σμύρνης, που οι Ρώσοι είχαν ονομάσει οδό Γκροζάσκυ. Ο δρόμος αυτός ξεκινούσε από την καμάρα με τις βρύσες και την τούρκικη επιγραφή της οδού Κορωναίου και κατέληγε στη Μελισσινού που επί Ρωσικής κατοχής λεγόταν Ζαπροζέφκυ. Το σύνηθες των Ρώσων να δίνουν ονόματα σε χωματόδρομους της εποχής δικών τους επιφανών προσώπων.
Γι’ αυτά ο Μιχαήλ Παπαδάκης, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο βιβλίο του «Το χρονικό της Κυρίας των Αγγέλων Ρεθύμνου» περιγράφοντας με γλαφυρό ύφος και τις συνοικίες.
Είναι γνωστό για την Αρκαδίου πως λεγόταν οδός Τσάρου και η πλατεία Ηρώων Πολυτεχνείου στη Σοχώρα είχε το όνομα του Σκριδλώφ, του Ρώσου υποναυάρχου που μαζί με τους ομολόγους του Ιταλίας Μπετόλο, Αγγλίας Νόελ και Γαλλίας Ποτιέ, διοικούσαν την Κρήτη.
Η οδός Σμύρνης, διευκρινίζει ο Παπαδάκης, ήταν τουρκοκρατούμενη. Μόνο τέσσερα ήταν τα σπίτια που στέγαζαν χριστιανικές οικογένειες κι ένα από αυτά είχε νοικιάσει η οικογένειά του. Ας μη ξεχνάμε ότι ο μεγάλος αυτός λόγιος καταγόταν από το Βάτο Αγίου Βασιλείου, αλλά είχε μεταφερθεί με την οικογένειά του στην πόλη λόγω σπουδών. Απέναντι από τους Παπαδάκηδες έμενε μια ξακουστή για τις χανούμισσες μοδίστρα η κυρά Γραμματικώ, από το Άδελε. Ήταν ανύπαντρη κι έμενε με το γέρο πατέρα της και μια της αδελφή. Είχε μεγάλη περιουσία στο χωριό αλλά το σπίτι στη Σοχώρα το είχε αποκτήσει με τη μοδιστρική. Ήταν η μόνη που είχε ρολόι στο σπίτι της. Κι ήταν απερίγραπτο το θέαμα του μαθητόκοσμου που αποκρεμόταν πρωί και απόγευμα στο παράθυρό της, που έβλεπε στο δρόμο, να ρωτήσει για την ώρα.
Εκείνη, χωρίς ν’ αφήσει τη βελόνα από το χέρι, απαντούσε χωρίς να δυσανασχετεί. Λες και η φορτική αυτή τακτική των παιδιών την έκανε να νοιώθει παντοδύναμη.Όσο για τους Τούρκους της φέρονταν με μεγάλο σεβασμό εκτιμώντας την τέχνη της που έκανε ωραιότερες τις γυναίκες τους.
Εκείνη με τη σιγουριά που της έδινε η προστασία των αλλόθρησκων γειτόνων έλεγε πολλές φορές στους ομοθρήσκους της, όποτε αισθανθούν ότι απειλείται η ζωή τους να τρυπώσουν σπίτι της και δεν θα έχουν να φοβηθούν κανένα. Για τις εποχές εκείνες αυτή η προοπτική βοήθειας, ήταν το μεγαλύτερο δώρο για τους γονείς κυρίως που θα είχαν μια σίγουρη γωνιά να εξασφαλίσουν τα παιδιά τους μέχρι να περάσει ο κίνδυνος.
Δίπλα στην κυρά Γραμματικώ έμενε η Καρινιώτισσα αγνώστων λοιπών στοιχείων. Αυτή είχε μια κόρη τη Μάρθα και μαζί ξενόπλεναν για να βγάζουν το καθημερινό τους. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε πλυντήριο οι πλύστρες εξασφάλιζαν τον επιούσιο. Πόσους και πόσους επιστήμονες δεν ανέδειξε εκείνη η σκάφη του σκληρού μόχθου. Μάνα και κόρη, στη δική μας ιστορία, άπλωναν τα ασπρόρουχα στην ταράτσα να στεγνώσουν και ευώδιαζε η γειτονιά από την μυρωδιά του καλοπλυμένου ρούχου.
Πελάτες τους είχαν εργένηδες επιφανείς όπως τον Χανιώτη πρωτοδίκη και κατόπιν Αρεοπαγίτη Γεώργιο Αντωνακάκη.
Ένας ένστολος ιππότης και μια τραγική μορφή
Στο τέταρτο χριστιανικό σπίτι έμενε με τη γυναίκα του ο ενωμοτάρχης της Κρητικής Χωροφυλακής Αντώνιος Γιανναράκης. Αργότερα στο σπίτι αυτό με το παραδοσιακό κιόσκι έμενε η οικογένεια Αυγουλά.
Ήταν ωραίος και δυνατός ο άνδρας αυτός. Κι εκτός από τη λαμπρή καταγωγή του από τους Λάκκους Κυδωνίας, είχε και προσωπικές περγαμηνές δόξας. Σε διεθνείς αγώνες σκοποβολής που έγιναν στα Χανιά το 1908 με συμμετοχή Άγγλων, Γάλλων, Ιταλών Αυστριακών και Γερμανών πρωταθλητών είχε δοξάσει την Κρήτη παίρνοντας την πρωτιά. Ήταν υπενωμοτάρχης και τον πήραν αμέσως στο Κυβερνείο στα Χανιά. Εκεί πέρα από χαιρετισμό και «παρουσιάστε», με την είσοδο επισήμων, δεν είχε άλλη δουλειά. Βαρέθηκε σύντομα και ζήτησε μετάθεση για Ρέθυμνο. Το αίτημά του έγινε δεκτό και νιόπαντρος με μια ωραιότατη Χανιώτισσα ήρθε να εγκατασταθεί στην πόλη μας. Αμέσως τον συμπάθησαν όλοι γιατί δεν ήταν μόνο ευπαρουσίαστος, ένας πραγματικός λεβέντης αλλά και ένας «ιππότης» της εποχής του Ευγενικός και λιγομίλητος.
Την καλή του συμπεριφορά επιβεβαιώνει και το παρακάτω περιστατικό.
Εκεί στη γειτονιά κυκλοφορούσε πρωί και απόγευμα ένας υπερήλικας Τούρκος, θα ήταν πάνω από 80 χρόνων κουβαλώντας ένα μεγάλο δίσκο με κουλούρια. Τον έλεγαν Μουλά Αχμέτη.
Μουλάς θα πει διαβασμένος αλλά οι μουλάδες δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς στους Ρωμιούς που αντιπαθούσαν την τάση των Τούρκων αυτών να θεωρούν τον εαυτό τους παντογνώστη. Κορόιδευαν λοιπόν τους Μουλάδες όσο τους έπαιρνε φυσικά αμφισβητώντας τις γνώσεις τους. Ο γέρο κουλουράς όμως ήταν πράγματι σοφός. Αυτό επιβεβαίωνε το άσπρο μαντήλι που ήταν τυλιγμένο στο κόκκινο φέσι του. Εκτός όμως από το διακριτικό των μορφωμένων της εποχής ο Τούρκος είχε κι ένα καλό χαρακτήρα. Ίσως να τον είχε κάνει σοφότερο και η βασανισμένη ζωή που έζησε ως τότε, ξοδεύοντας την περιουσία του στους γιατρούς για τα άρρωστα παιδιά του αλλά και για τις άλλες ατυχίες που τον ταλαιπώρησαν. Από τα πέντε παιδιά του τα τέσσερα πέθαναν μετά από πολύχρονες αρρώστιες. Ο καημένος ο πατέρας πούλησε περιουσίες, τα πήγε και στην Πόλη και στη Σμύρνη στους καλύτερους γιατρούς. Μάταια όμως γιατί δεν κατάφερε να τα κρατήσει στη ζωή. Μια κακή τύχη δεν τον άφηνε να πάρει ανάσα. Κοντά στα στερνά του ήρθε και το αποκορύφωμα της δυστυχίας του, να τον γονατίσει. Το μικρότερο παιδί του, ένα πανέμορφο αγόρι, μόλις είχε κλείσει τα 18 όταν πήγε να κολυμπήσει στου Κιουλούμπαση. Δεν ξαναγύρισε όμως. Τον πήραν τα κύματα και δεν βρέθηκε ποτέ. Το ταλαίπωρο ζευγάρι των γονιών, έμεινε μόνο κι έρημο. Η μάνα πέρασε πολλά με την υγεία της. Κάποτε όμως συνήλθε και τουλάχιστον μπορούσε να φροντίσει τον άντρα της που πουλώντας κουλούρια έφερνε κάποια χρήματα στο σπίτι. Ας ήταν καλά ένας Τούρκος εύπορος ο Ζεινέλης Κορτουζάκης, που διατηρούσε το φούρνο, που αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία Ζουλάκη. Αυτός έδινε στον γέρο τα κουλούρια να τα πουλήσει χωρίς να του κρατά ούτε γρόσι.
Η ευσπλαχνία του υπενωμοτάρχη
Έβγαινε λοιπόν κάθε πρωί έξω ο κουλουράς και φώναζε:
– Φταζιμάκια ιδέ κουλούργια.
– Με σισάμι ιδέ κολούργια!
Δυο κουλούρια στοίχιζαν μια πεντάρα. Ακόμα κι αυτό το ελάχιστο ποσό όμως ήταν απαγορευτικό για πολλούς που μπορεί να λαχταρούσαν ένα κουλούρι αλλά δεν πλησίαζαν τον κουλουρά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να περισσεύουν αρκετά κάθε μέρα. Ζήτημα να πουλούσε ένα δυο. Γύριζε τα υπόλοιπα στο φούρνο γιατί λόγω ηλικίας δεν είχε πια δόντια. Και πώς να μασήσει.
Τον είχε προσέξει αυτό τον ταλαίπωρο κουλουρά, ο Γιανναράκης και τον είχε συμπαθήσει πολύ. Σκεφτόταν όμως με ποιο τρόπο να τον βοηθήσει χωρίς να τον προσβάλει.
Μια μέρα όμως δεν άντεξε βλέποντας το δίσκο γεμάτο σχεδόν. Πλησίασε και τον ρώτησε πόσα κουλούρια του είχαν περισσέψει.
– Τριάντα απάντησε ο γέρο κουλουράς νοιώθοντας και αμήχανος μπροστά στην …εξουσία.
– Και πόσο κάνουν;
– Δεκαπέντε πεντάρες. Εβδομήντα πέντε λεφτά.
Έβγαλε αμέσως ο Γιανναράκης και τα πλήρωσε. Τα πήρε μετά και τα μοίρασε στα κοπέλια της γειτονιάς. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του Τούρκου. Δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει τον ευεργέτη του που πήρε συνήθειο κι όποτε έβλεπε τον ταβά γεμάτο αγόραζε τα κουλούρια.
Τραγικός επίλογος
Μια Πρωτομαγιά όμως στάθηκε μοιραία για τον καημένο τον κουλουρά. Έπεσε πάνω σε ξέφρενα από ενθουσιασμό παιδιά που θα έκαναν την ημερήσια εκδρομή τους και δεν τα συγκρατούσε καμιά δύναμη. Καθώς έτρεχαν έπεσαν πάνω του και τον έριξαν καταγής. Το ταπεινό εμπόρευμα σκορπίστηκε ολόγυρα, αλλά τα παιδιά χωρίς διάθεση να επωφεληθούν εξασφαλίζοντας κι ένα ακόμα έδεσμα για την εκδρομή τους, έσπευσαν να εξαφανιστούν από φόβο για τις συνέπειες καθώς ο γέρο κουλουράς έμενε ακίνητος.
Εκείνη την ώρα γύριζε από τη νυκτερινή του υπηρεσία ο Γιανναράκης. Είδε τον Τούρκο πεσμένο καταγής κι έσπευσε να τον βοηθήσει. Έτρεξε μαζί του να βοηθήσει κι ένας χειροδύναμος Τούρκος βαρκάρης ο Πίτσουλας. Αυτός σήκωσε το γέρο, τον κρέμασε στον ώμο και τράβηξαν με τον Γιανναράκη στο Τσάρειο Νοσοκομείο. Εκεί που είναι σήμερα η σχολή Αστυνομίας.
Μάταια όμως προσπάθησαν οι γιατροί. Τις μετρημένες μέρες που έζησε ο κουλουράς φώναζε τα νεκρά παιδιά του.
– Μπρε Χασανάκι, μπρε Αληό, μπρε Μεχμετάκι, μπρε Σεφκή, μπρε Μουχαρέμη. Εδά μπρε θα ‘ρθω να σας σε βρω. Ανημένετέ με.
Άπλωνε και τα χέρια να αποχαιρετήσει τον ευεργέτη του που εκείνες τις στερνές ώρες τον θυμόταν συνέχεια. Κι έπειτα κάποια στιγμή παρέδωσε το πνεύμα του.
Τον μετέφεραν στο τζαμί, του Μεχμέτ Μπαμπά, το πρώτο αριστερά καθώς μπαίνανε από την Κορωναίου στην οδό Ρήγα Φεραίου. Αυτό καταστράφηκε το 1941 από βόμβες. Στη νότια πλευρά του σωζόταν κάτι που έμοιαζε με σπήλαιο. Ήταν η κρύπτη που ήταν θαμμένος ο ιδρυτής του Μεχμέτ Μπαμπάς.
Σε τούτο το τζαμί διάβασε την κηδεία ο χότζας Σειχ Ιμάμ Απτούλ Καδίρ Ταχραλεδάκις.
Ύστερα τον οδήγησαν στα μεζάρια. Στους λιγοστούς που συνόδευαν το λείψανο ήταν και η κυρά Γραμματικώ, η Καριννιώτισσα και ο Γιανναράκης φυσικά. Συνόδευσαν από πλευράς νεαρών γειτόνων ο Χαλήμ Μαυροματάκης και ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκης που μας αφηγείται στον τοπικό τύπο την ιστορία αυτή.
Και μια τραγική λεπτομέρεια. Για το μακρινό ταξίδι ο κουλουράς δεν έφυγε μόνος. Τον συνόδευσε και η συνοδοιπόρος του στη ζωή, η χανούμη του που μοιράστηκε μαζί του ελάχιστες χαράς και αμέτρητες πίκρες. Όσες κι εκείνος. Δεν άντεξε η καημένη χαροκαμένη μάνα στο άκουσμα του θανάτου του συντρόφου της. Έπαθε ανακοπή. Τουλάχιστον το μαρτυρικό ζευγάρι είχε και την ελάχιστη ευτυχία εκεί στο τέλος να τους θάψουν πλάι-πλάι.
Κράτησα όλες τις λεπτομέρειες, διασκευάζοντας το θαυμάσιο αυτό αφήγημα του Μιχαήλ Παπαδάκη, που εντόπισα στο αρχείο του. Για να έχουμε την εικόνα εκείνης της γειτονιάς που υπάρχει και σήμερα αλλά με τόσο διαφορετική σύνθεση.
Ο Μανόλης Κούνουπας για το παλιό λιμάνι
Και μια θαυμάσια περιγραφή του παλιού λιμανιού από τον αξέχαστο λόγιο Μανόλη Κούνουπα που μας λείπει, ιδιαίτερα μέρες καλοκαιριού που συνήθιζε να περνά τις διακοπές του στον τόπο του.
Γράφει λοιπόν για το παλιό λιμάνι ο αξέχαστος λογοτέχνης:
«…… Τα βαπόρια μετά το ολονύκτιο ταξίδι έφταναν στο Ηράκλειο ή στη Σούδα και αφού επιβίβαζαν και αποβίβαζαν επιβάτες εκεί και φόρτωναν και ξεφόρτωναν εμπορεύματα, έφταναν μεσημέρι στο Ρέθυμνο και αγκυροβολούσαν αρόδο δηλαδή στα ανοιχτά. Την ίδια ώρα και στιγμή ξεκινούσε από το λιμάνι ένα ρυμουλκό σκάφος το «Εωσφόρος», το οποίο έσερνε δύο ή τρεις φορτηγίδες (σκάφη χωρίς κατάστρωμα) τις λεγόμενες μαούνες, κατάλληλες για τη μεταφορά εμπορευμάτων. Οι Ρεθεμνιώτες του έδωσαν το προσωνύμιο «βαποράκι». Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε στο ακρομόλιο – κυματοθραύστη καθόμαστε κάτω από το Φάρο και χαζεύαμε το… καταπληκτικό θέαμα, τον Εωσφόρο που σαν αρρενοπρεπής άντρας να πλέει και να προπορεύεται καμαρωτά τραβώντας τις μαούνες, που ακολουθούσαν υποχρεωτικά όπως εκείνες οι πειθήνιες γυναίκες, οι χανούμισσες, που βάδιζαν η μια πίσω από την άλλη με τον Τσαούση του χαρεμιού επικεφαλής.
Τότε δε λογάριαζαν τον καιρό. Το δελτίο και τα μποφόρ ήταν άγνωστα, έτσι βλέπαμε το βαποράκι με τις μαούνες, να παλεύουν και να ανεβοκατεβαίνουν πάνω στα τεράστια, άγρια κύματα και να διακινδυνεύουν ένα ναυάγιο, μιαν ολοκληρωτική απώλεια από τη μια στιγμή στην άλλη. Από κοντά στον «Εωσφόρο» με τις μαούνες να σκαμπανεβάζουν σαν καρυδότσουφλα μέσα στα πελώρια κύματα βρίσκονταν και οι βάρκες με τους επιβάτες καθισμένους πρύμνα να σταυροκοπιούνται και πρώρα τις αποσκευές τους μαζί με τα κοτόπουλα.
Τέσσερις κωπηλάτες έλαμναν τη βάρκα αγκομαχώντας. Παρ’ όλα αυτά όλα εκείνα τα χρόνια ποτέ δεν ακούστηκε και ποτέ δεν συνέβη κάποιο ατυχές, θλιβερό επεισόδιο. Οι βάρκες σίμωναν το βαπόρι κι ένας λεμβούχος παρέδιδε τον επιβάτη στον άλλο που στεκόταν στην ανεμόσκαλα. Υπήρχαν και άλλα καΐκια και βάρκες αραγμένα, που εκτός της μεταφοράς επιβατών είχαν και αλιευτικές χρησιμότητες. Αλλά και τα αλιευτικά σκάφη πάλι είχαν την αποκλειστικότητα άλλων και διαφορετικών εργασιών με σκοπό κάποιο εισόδημα.
Οι τράτες ήταν τα καΐκια που έσερναν αλιευτικούς δικτυωτούς σάκους που έβγαιναν στα ανοιχτά και ξεπάστρευαν όπως και σήμερα όλα τα ψάρια του βυθού. Για τις τράτες υπάρχει σχετική νομοθεσία αλιείας τόπου και χρόνου.
Το παραγάδι είναι αλιευτικό όργανο σε σχήμα μακριού νήματος (χονδρή πετονιά μέχρι 200 μέτρα) από το οποίο κρέμονται, σε σταθερές αποστάσεις, άλλα μικρότερα νήματα με δολωμένα αγκίστρια με καλαμάρι ή γαρίδες στο άκρο τους. Το όλο σύστημα βυθίζεται στο νερό με βαρίδια. Η μακριά, χονδρή πετονιά κρέμεται ψηλά από το βυθό από δύο σημαδούρες εκατέρωθεν. Οι σημαδούρες είναι πλωτά, υδατοστεγή σώματα από διάφορα υλικά, που επιπλέουν στο νερό και συγκρατούν την πετονιά. Οι σημαδούρες εξάλλου επισημαίνουν και τη θέση του παραγαδιού στη θάλασσα, ήμερα και νύχτα, καθώς είναι εφοδιασμένες με φωτιστικά, ακουστικά μέσα είτε ακόμα και ραδιοηλεκτρικά. Μερικές φορές για να γίνονται εμφανείς σε μεγάλες αποστάσεις είναι εφοδιασμένες με ένα καλάμι που επιπλέει καθέτως και εξέχει από την επιφάνεια ενάμισι ή δύο μέτρα με μια σημαιούλα στην κορυφή. (ψάρεμα ξιφία). Οι σημαδούρες εντοπίζονται καμιά φορά και από πομπό, που διαθέτουν, αφού τα μεγάλα ψάρια μπορούν να τραβούν τα παραγάδια για πολλά μίλια ακόμα μέσα στην ανοιχτή θάλασσα.
Τα «διχτυάρικα» είναι βάρκες διασκευασμένες για ψάρεμα με δίχτυ και εφοδιασμένα με κατάστρωμα που χρησιμεύει τόσο για προστασία από τα κύματα, όσο και για την τοποθέτηση και εύκολη χρήση των διχτύων και των παραγαδιών.
Το «γρι-γρι» είναι πετρελαιοκίνητο γρήγορα σκάφος (τρεχαντίρι), που σέρνει πίσω του μικρές βάρκες με πυροφάνι, δεμένες τη μια πίσω από την άλλη. Αυτό το σμήνος ανοίγεται στο πέλαγος σαν την κλώσα να την ακολουθούν τα κλωσόπουλα.
Το γρι-γρι συνοδεύεται και από δεύτερο καΐκι δεμένο πίσω του ως βοηθητικό και είναι φορτωμένο με μεγάλο κυκλικό δίχτυ. Οι βάρκες σαν φτάσουν στον ψαρότοπο, τοποθετούνται κυκλικά όπως και το δίχτυ, το οποίο κλείνει στο κάτω μέρος σχηματίζοντας έναν σάκο, εντός του οποίου παγιδεύονται τα ψάρια, συνήθως σαρδέλες. Θυμάμαι ότι παλαιότερα τα γρι-γρι, ψάρευαν και έφερναν στην προκυμαία τόνους σαρδέλες σε σωρούς, οι οποίες πουλιόντουσαν όσο – όσο με το φτυάρι, όπως θυμάμαι και το συναρπαστικό θέαμα τη νύχτα από την προκυμαία με τις βαρκούλες και τον άτονο φωτισμό τους από το πυροφάνι.
Αδιάκοπη η κίνηση στο λιμάνι μεγάλων φορτηγών καϊκιών και πάντοτε αισθητή η παρουσία ενώπιων του Κουτήφαρη που έφερνε τσικάλια από τη Σίφνο.
Το παλαιό λιμάνι διέθετε και ναυπηγοεπισκευαστική και πολύ παλαιότερα κατασκευαστική μονάδα κάθε είδους ξύλινου σκάφους στην υπάρχουσα και σήμερα επικλινή προβλήτα μετά το τελωνείο.
Οι παλαιότερες ταβέρνες του λιμανιού είχαν ένα χρώμα ξεχωριστό και οικείο, ατμόσφαιρα λαϊκή, παραδοσιακή, κρασί βαρελιού και ψάρια της ώρας. Η κακαβιά του Μανόλη του Λιοδάκη ήταν περιζήτητη και όλες οι άλλες στη σειρά προσέλκυαν τον πελάτη γιατί μιλούσαν από μόνες τους. Δεν είχαν ανάγκη κανενός κράχτη για να μαζέψουν πελάτες. Πού είναι σήμερα ο Μανόλης κι όλοι αυτοί οι ευσυνείδητοι επαγγελματίες που γνώριζαν και καλωσόριζαν τον πελάτη τους με το μικρό του όνομα και τον υποδεχόταν εγκάρδια και ένθερμα. Πού είναι ο Αχιλλέας, ο Κουμιώτης, ο Βενιζέλος;…».
Αυτά αναφέρει ο Μανόλης Κούνουπας για το παλιό λιμάνι στο οποίο θα επανέλθουμε δοθείσης ευκαιρίας για δυο σημαντικά πολιτιστικά γεγονότα που σήκωσαν το Ρέθυμνο μεσούρανα, χωρίς καμιά χορηγία, χωρίς καμιά θεσμική υποστήριξη. Γίνονταν και τέτοια κάποτε.