Η υψηλή συγκέντρωση πλαστικών απορριμμάτων, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη παράκτια ανάπτυξη και τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, επιφέρουν άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στην τοπική βιοποικιλότητα, στη φυσική αναγέννηση των ακτών και στην ποιότητα των θαλάσσιων υδάτων
Η αλλοίωση του θαλάσσιου οικοσυστήματος, η μείωση της πανίδας και της χλωρίδας και η προσβολή ή ακόμα και η εξαφάνιση ψαριών, θηλαστικών και ειδών προς εξαφάνιση είναι τα αποτελέσματα της θαλάσσιας ρύπανσης, η οποία έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια και δημιουργεί μεγάλους κινδύνους για τα τοπικά και τα εθνικά ύδατα. Παράλληλα, η διάβρωση των ακτών, ειδικά στην Κρήτη σε ένα επίπεδο που ξεπερνά το 60% του συνόλου των παράκτιων παραλιών, είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο που δημιουργεί θέματα ασφάλειας, προσβασιμότητας και αισθητικής, επιβαρύνοντας το θαλάσσιο οικοσύστημα, περιορίζοντας παράλληλα την επίγεια δραστηριότητα σε είδη όπως η χελώνα, η οποία εκκολάπτει τα αυγά της στην άμμο. Συνολικά 11.500 χιλιάδες τόνοι πλαστικών καταλήγουν ετησίως στις ελληνικές θάλασσες, με περισσότερο από το 80% των θαλάσσιων απορριμμάτων να είναι πλαστικά, τα οποία συνήθως οδηγούνται στον βυθό της θάλασσας, καθιστώντας αδύνατη την απομάκρυνσή τους, σύμφωνα με έρευνα της WWF Greece. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τουλάχιστον δύο εστίες συγκέντρωσης πλαστικών και λοιπών απορριμάτων στο Κεντρικό Αιγαίο και στο Βόρειο κομμάτι του Κρητικού Πελάγους, τα οποία παρασύρονται από τη θαλάσσια κυκλοφορία και τους ανέμους, διασπείροντας τα σκουπίδια σε πλήθος ακτών και θαλασσών.
Η παραγωγή πλαστικού στη χώρα συνιστά μία από τις μεγαλύτερες πηγές ρύπανσης, με το μεγαλύτερο μέρος των πλαστικών απορριμμάτων να καταλήγει σε χωματερές και το 6% αυτού να διαρρέει προς το περιβάλλον. «Το πλαστικό δεν διαλύεται ποτέ, γίνεται απλά τόσο μικρό που δεν το βλέπουμε, οπότε με αυτόν τον τρόπο εντοπίζεται μέσα στα ζώα, τα θηλαστικά και τα ψάρια, αλλά και σε εμάς τους ίδιους, γιατί τρεφόμαστε από τη θάλασσα και από την κατανάλωση ψαριού, μέσα στον οργανισμό του οποίου μπορεί να υπάρχουν μικροπλαστικά», ανέφερε μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο Βλάσης Αγγελόπουλος, μηχανικός Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου Κρήτης και σύμβουλος στο κομμάτι της θαλάσσιας ρύπανσης και των αποβλήτων πλοίων. Όπως τόνισε, τα στατιστικά που σκιαγραφούν και αποδεικνύουν τη θαλάσσια ρύπανση στις ελληνικές θάλασσες, «Δυστυχώς αυτά τα νούμερα τείνουν να αυξηθούν στο μέλλον, αν δεν κάνουμε κάποια δραστική αλλαγή». Ως ένα «hot spot» χαρακτήρισε με τη σειρά του την Κρήτη μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο Νίκος Καμπάνης, διευθυντής Ερευνών του Εργαστηρίου Παράκτιας και Θαλάσσιας Έρευνας του ΙΤΕ. «Η Κρήτη είναι hot spot, διότι υπάρχουν διάφορες περιοχές συλλογής πλαστικών που κυκλοφορούν στη θάλασσα. Εμείς εδώ στην Κρήτη υποφέρουμε και από χωματερές, υπάρχουν περιοχές που χειρίζονται με πλημμελή τρόπο τις χωματερές τους».
Παράλληλα, όπως τόνισε ο κ. Καμπάνης, τα πλαστικά που κυκλοφορούν στο κεντρικό Αιγαίο και στο Κρητικό πέλαγος είναι πάρα πολλά προκαλώντας έντονα προβλήματα, δυσοσμίες και εννοείται προσβολή του θαλάσσιου οικοσυστήματος, καθώς τα ρεύματα με βορειοδυτική κατεύθυνση τα μεταφέρουν διαρκώς προς τα Νότια. «Υπάρχει θέμα της υποβάθμισης της θάλασσας με την ιστορία των πλαστικών, δεν υπάρχει αμφισβήτηση για αυτό», ανέφερε, συμπληρώνοντας ότι ένα σύνολο ερευνών και μελετών δείχνουν ότι οι επιπτώσεις από τη συγκέντρωση πλαστικών στις θάλασσες είναι σε σημείο που τα θαλάσσια οικοσυστήματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι βρίσκονται σε κατάσταση ρύπανσης. Σε αυτό, έρχεται να προστεθεί και το αυξημένο ρίσκο των πετρελαιοκηλίδων για την Κρήτη, όπως ανέφερε ο κ. Καμπάνης, με το ρίσκο να αυξάνεται εξαιτίας της διεύρυνσης της διώρυγας του Σουέζ, αλλά και της εντατικοποίησης της συχνότητας των περασμάτων πλοίων. «Συνολικά η παγκόσμια ρύπανση από τα πετρελαιοειδή που παράγονται από τα πλοία είναι το 3% της συνολικής ρύπανσης. Το ποσοστό είναι πάρα πολύ μικρό, βέβαια πρόκειται για ένα απόβλητο, το οποίο φαίνεται και μας ενοχλεί, αλλά έχει το θετικό ότι μπορούμε να το ανακτήσουμε εύκολα από τη θάλασσα, γιατί βρίσκεται στην επιφάνειά της», διαφώνησε ο κ. Αγγελόπουλος.
Η έλλειψη στοιχειώδους περιβαλλοντικής συνείδησης, ο υπερτουρισμός και η τεράστια παραγωγή πλαστικού βρίσκονται ανάμεσα στους λόγους που εντοπίζεται τόσο εκτεταμένη ρύπανση των υδάτων, η οποία βλάπτει την υγεία ανθρώπων και ζώων, αλλάζοντας τις ισχύουσες συνθήκες στο θαλάσσιο οικοσύστημα. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας, εντοπίστηκαν χιλιάδες θραύσματα πλαστικού σε θαλάσσιες χελώνες, ενώ είδη όπως ο ασημόγλαρος και ο θαλασσοκόρακας χρησιμοποιούν πλαστικά υλικά για να περιγράψουν τις φωλιές τους, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την αναπαραγωγική τους διαδικασία. Παράλληλα, τα θραύσματα και οι ίνες των πλαστικών απορριμμάτων που βρίσκονται εκτεθειμένα στο περιβάλλον, έχουν ήδη εισχωρήσει σε όλα τα επίπεδα των οικοσυστημάτων και της τροφικής αλυσίδας των ελληνικών θαλασσών, ενώ μικροπλαστικά εντοπίστηκαν στο σύνολο των εμπορικών ειδών, ενώ ενδεικτικό είναι ότι σε ένα μόνο δείγμα καταγράφηκαν 642 μικροπλαστικές ίνες και θραύσματα πλαστικού. «Τα πλαστικά και τα στερεά απόβλητα πηγαίνουν στον πάτο, οπότε είναι πολύ δύσκολο να τα μαζέψουμε σε σχέση με άλλου είδους απόβλητα. Στις παραλίες βγαίνουν είτε αυτά που δεν βυθίζονται ή αυτά που τα μεταφέρει ο καιρός με ανέμους. Οι πιο ογκώδεις ρύποι μένουν στον πάτο της θάλασσας», σχολίασε ο κ. Αγγελόπουλος.
Επιπτώσεις στα θαλάσσια οικοσυστήματα έχει και η διάβρωση των ακτογραμμών, που οδηγεί σε αλλοιώσεις παραλιών και μεταβολές θέσεων. «Η διάβρωση της ακτογραμμής αλλοιώνει την παραλία, τόσο από πλευράς λειτουργικότητας, όσο και από πλευρά αισθητικής. Όταν μιλάμε για διάβρωση, μιλάμε για αξιοποιήσιμες, αμμώδεις παραλίες. Υπάρχουν οι μηχανικοί μηχανισμοί της θάλασσας, όταν σκάει το κύμα λειτουργεί ως μεταφορέας ιζημάτων, δηλαδή τα παρασύρει προς τα βαθιά, είτε τους αλλάζει θέση», ανέφερε ο κ. Καμπάνης, συμπληρώνοντας ότι πρόκειται για ένα «ανησυχητικό φαινόμενο, γιατί δημιουργεί θέματα ασφάλειας, αισθητικής και εν τέλει μειώνουν την προσβασιμότητα, ενώ τέλος μειώνουν την αντικειμενική οικονομική αξία της παραλίας. Κάθε τετραγωνικό μέτρο της παραλίας που χάνεται, μειώνει την αξία της. Εκεί που μπορούμε να το πούμε χαρακτηριστικά αυτό ότι συμβαίνει είναι στις παραλίες με ξαπλώστρες και ομπρέλες». Όπως τόνισε ο κ. Καμπάνης, η διάβρωση εξαρτάται από διάφορους τοπικούς παράγοντες, δηλαδή «το πόσο είναι εκτεθειμένη μία περιοχή στους κυματισμούς, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Επίσης ένας σημαντικός παράγοντας είναι το τι κοκκομετρία έχει η άμμος», όπου όσο πιο χοντρή είναι η άμμος, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα διάβρωσης. Ουσιαστικά, οι διαβρώσεις χωρίζονται σε δύο είδη, τις εποχικές, αυτές δηλαδή που προκαλούνται ακόμα και σε ημερήσιο ή σε μηνιαίο βαθμό και στη συνέχεια επανέρχονται οι παραλίες στην αρχική τους μορφή και οι συστηματικές διαβρώσεις, κατά τις οποίες μία ακτογραμμή δεν μπορεί ποτέ να επανέλθει με έναν φυσικό τρόπο. «Η μη αναστρέψιμη διάβρωση είναι κυρίως αυτή με τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις», συμπλήρωσε ο κ. Καμπάνης, αναφερόμενος σε κατασκευές λιμανιών, αλιευτικών καταφυγίων και άλλων πτυχών της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Σημαντικές είναι οι συνέπειες στη θαλάσσια χλωρίδα και πανίδα από τη ρύπανση του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τον κ. Αγγελόπουλο, δημιουργώντας συνθήκες αλλοίωσης του οικοσυστήματος σε μακροχρόνια κλίμακα. «Το ίδιο το περιβάλλον όταν είναι ρυπασμένο από σκουπίδια, διώχνει και καταστρέφει χλωρίδα και πανίδα. Αν παραμείνουν τα απόβλητα στο ίδιο σημείο για μεγάλο χρονικό διάστημα υπάρχει ανατροπή του οικοσυστήματος και αλλάζει όλο το μικροκλίμα και την έμβια ζωή», ανέφερε και στη συνέχεια υπογράμμισε ότι οι αλλαγές που έχει υποστεί το θαλάσσιο οικοσύστημα τα τελευταία χρόνια είναι μεγάλες και ευδιάκριτες, ακόμα και επίπεδο πρωτογενούς ανάλυσης, όπου παρατηρείται καθολική αποχή θαλάσσιας ζωής από μέρη που κάποτε είχαν τελείως διαφορετική εικόνα. «Πριν από κάποια χρόνια υπήρχαν παραλίες στις οποίες έβρισκες αστερίες και πετούσαν χελιδονόψαρα. Σήμερα, στις ίδιες παραλίες δεν υπάρχει τίποτα, ούτε ψάρι, ούτε χταπόδι, ούτε όστρακα, ούτε τίποτα».
Αναφορικά τώρα με το τι ενέργειες μπορούν να γίνουν προκειμένου να αντιμετωπιστεί η έκταση της θαλάσσιας ρύπανσης, ο κ. Αγγελόπουλος ανέφερε: «Από μόνη της μία νομοθεσία ή μία λιμενική αρχή δεν πρόκειται να καταφέρει να σώσει τη θάλασσα. Σε τοπικό επίπεδο, το σημαντικό για τον τόπο είναι η θάλασσα. Οπότε οι ίδιοι οι κάτοικοι και οι επαγγελματίες του χώρου θα πρέπει να προσέξουν περισσότερο και αναφέρομαι σε αλιείς, όσους έχουν σκάφη για τουριστικούς λόγους, οι οποίοι συνήθως προκαλούν και τη μεγαλύτερη ζημιά», με τον κ. Καμπάνη να συμπληρώνει: «Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να μειώσουμε τη ρύπανση, για παράδειγμα ο εθελοντισμός με προσπάθειες περισυλλογής και στην ακτογραμμή, αλλά και στη θάλασσα, από αλιείς ή όσους δραστηριοποιούνται με μικρά σκάφη. Επιπλέον πρέπει να ενισχυθεί η πρωτογενής ευαισθητοποίηση που αφορά τη χρήση πλαστικών από πλευράς πολιτών». Σύμφωνα με τον κ. Αγγελόπουλο, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί δεν θα μπορέσουν ποτέ να επιβλέψουν όλες τις ρυπάνσεις που γίνονται από όλες τις πλευρές το καλοκαίρι, με αποτέλεσμα να πρέπει να ενισχυθεί η περιβαλλοντική συνείδηση των πολιτών. «Η αλήθεια είναι ότι η περιβαλλοντική συνείδηση δεν υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια, αλλά πλέον αρχίζει και μπαίνει στη ζωή μας και αλλάζουμε τρόπο σκέψης, αλλά κυρίως αυτό παρατηρείται στις νέες γενιές. Ωστόσο, δεν είναι αυτές που παράγουν τα περισσότερα σκουπίδια», συμπλήρωσε. Τέλος, ο κ. Αγγελόπουλος ανέφερε: «Το σημαντικότερο είναι να προσπαθήσουμε να προλάβουμε μία κατάσταση και όχι να πάμε πάντα να τη διορθώσουμε αφότου γίνει. Αν ξεκινήσουμε σήμερα με τις γνώσεις και την τεχνολογία που έχουμε, ίσως σε λίγα χρόνια να δούμε αλλαγές. Αλλά για να αλλάξει ένα ολόκληρο οικοσύστημα πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια. Την αλλαγή θα την καταλάβουμε εξάλλου από την ανάπτυξη χλωρίδας και πανίδας».