Ανάμεσά τους και τα «παιδιά της Ανεζίνας»
Από τις πρώτες μου εντυπώσεις μόλις είχα έρθει στο Ρέθυμνο ήταν το ξενοδοχείο «Βαλαρή».Ενώ είχα γνωρίσει και το εσωτερικό του ξενοδοχείου «Ξενία» κοντά στην παραλία κι εκείνον τον υποχρεωτικότατο διευθυντή του, τον Γιάννη Δερμιτζάκη, εκείνο στη λεωφόρο μου άρεσε πάντα να επισκέπτομαι. Κι είχα θαυμάσιες αφορμές. Ήταν η αξέχαστη κ. Ιωάννα, (αυτό το κυρία δεν μπορώ να το απαλείψω ακόμα και τώρα) με τους λεπτούς τρόπους και τα άψογα Αγγλικά. Αυτό το «χρυσό» μου, που συνήθιζε να βάζει σε κάθε της πρόταση σχεδόν έμοιαζε σαν φιλί στην ψυχή σου. Πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων είχε επίσης να μου δίνει στοιχεία για τα ρεπορτάζ μου. Κι όσο μιλούσε δεν χόρταινα να χαζεύω και το τηλεφωνικό κέντρο. Ήταν το πρώτο ξενοδοχείο που διέθετε και αυτό το στοιχείο, που του έδινε κοσμοπολίτική ατμόσφαιρα. Όπως στις ταινίες.
Εκεί συναντούσα και τον κ. Θεμιστοκλή. Έναν γνήσιο ευπατρίδη που του οφείλουμε τόσα στοιχεία για το παλιό Ρέθυμνο. Εμβληματική μορφή και αυτός ο Ρεθεμνιώτης, άρχοντας.
Ο Θεμιστοκλής Βαλαρής του Μιχαήλ και της Φερενίκης γεννήθηκε το 1903. Αποτελεί δε φωτεινό παράδειγμα για την εποχή του, γιατί παρά τις αντιξοότητες εκείνος κατάφερε να σπουδάσει στο εξωτερικό μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο. Οικονομικές Επιστήμες στη Λιέγη ο Θεμιστοκλής, πολιτικός μηχανικός στη Γάνδη του Βελγίου, επίσης, ο Γεώργιος.
Αυτό που αξίζει να τονιστεί στην αναφορά μας αυτή, είναι ότι ο νεαρός Ρεθεμνιώτης παρά τη ζηλευτή του μόρφωση και την ευρωπαϊκή παιδεία που απέκτησε, δεν ξέχασε ποτέ τις παραδόσεις του τόπου του. Όταν έφθασε στην καρδιά της Ευρώπης άνοιξε διάπλατα τους πνευματικούς του ορίζοντες επιτρέποντας στα νέα ρεύματα και τις αντιλήψεις να τον πλησιάσουν. Από αυτά πήρε όσα υπόσχονταν αληθινή πρόοδο. Είχε αυτό το σπάνιο χάρισμα της επιλογής, από τη θέση πάντα του διψασμένου για προκοπή και μάθηση νέου ανθρώπου. Η ταχύτατη εξέλιξη που διέκρινε στο διάστημα που σπούδαζε να συμβαίνει γύρω του, εδραίωσε μέσα του την πεποίθηση ότι καμιά μιζέρια δεν μπορεί να εγκλωβίζει έναν τόπο για πάντα, αν οι άνθρωποι που ζούνε σ’ αυτόν έχουν διάθεση να σπάσουν τα δεσμά της ηττοπάθειας και να παλέψουν για το καλύτερο.
Επιστρέφοντας στον τόπο του απέδειξε πως δεν είχε ξεχάσει τις ρίζες του αν και ο τρόπος ζωής στην Ευρώπη είχε διαμορφώσει το χαρακτήρα του και τον τρόπο συμπεριφοράς του. Ο ακριβής όρος «τζέντλεμαν» ταίριαζε στο Θεμιστοκλή Βαλαρή.
Ο Θεμιστοκλής Βαλαρής από την πρώτη μέρα που επέστρεψε από τις σπουδές του στο Ρέθυμνο, άρχισε να βάζει υψηλούς στόχους. Κάποιοι από αυτούς ήταν υπερβατικοί για την εποχή. Και το αποτέλεσμα αρκετές φορές ήταν ένα ισχυρό χτύπημα στις προσδοκίες του. Δεν το έβαζε κάτω όμως. Ήξερε να αγωνίζεται. Και η αποτυχία γινόταν πρόκληση να προσπαθήσει ξανά σε καλύτερες βάσεις. Κάποτε βρέθηκε σε δεινή θέση χάνοντας όλη του την περιουσία ακόμα και την πατρική. Δεν λύγισε. Κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και να ξαναπάρει τη ζωή του στα χέρια του αποκτώντας ξανά την οικονομική του ευρωστία μετά από σκληρή δουλειά και απίστευτη θέληση.
Μόνο μια συμφορά κατάφερε να τον κλονίσει όταν «έφυγε» για το μεγάλο ταξίδι η μικρή του αδελφή, η Αιμιλία. Μέχρι το τέλος της ζωής του βούρκωνε στη θύμησή της.
Οραματιστής καθώς ήταν και πνεύμα πάντα ανήσυχο, διέβλεψε το μέλλον της πόλης του, έστω κι αν η μιζέρια είχε δημιουργήσει ένα τοπίο θολό. Κι οι νέοι έσπευδαν να μεταναστεύσουν γιατί δεν έβλεπαν φως ανάπτυξης από πουθενά.
Ο Θεμιστοκλής με μια αποφασιστικότητα που τρόμαζε κάθε συντηρητικό νου, διέλυσε τις επιχειρήσεις του και επένδυσε τα πάντα στον τομέα του τουρισμού. Εκεί έβλεπε τη μοναδική ευκαιρία ανάπτυξης του τόπου του.
Εκείνη την εποχή η τουριστική υποδομή στο Ρέθυμνο, ήταν ανύπαρκτη. Το ξενοδοχείο «Βαλαρή», όμως, στη γνωστή θέση, ήταν μια τουριστική μονάδα, πρότυπη για την εποχή της. Με τον εξοπλισμό που διέθετε, από το ασανσέρ, μέχρι την κεντρική θέρμανση και το τηλεφωνικό κέντρο, ήταν ο πρώτος πόλος έλξης τουριστών. Κι αυτό θα πρέπει να αναφέρεται πάντα. Ο Θεμιστοκλής Βαλαρής ήταν ο πρώτος που πίστεψε στο τουριστικό μέλλον του Ρεθύμνου και για χάρη του υψηλού αυτού στόχου, επένδυσε την περιουσία του, για να αποδείξει και να δικαιωθεί τελικά. Και σ’ αυτό τον τομέα του οφείλουμε πολλά.
Ο Μανόλης Μπιρλιράκης
Χαρά μου μεγάλη περνώντας από την πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη να αναζητώ πίσω από το γκισέ του γραφείου τον κ. Μανόλη Μπιρλιράκη. Ποιος να φανταζόταν ότι σε ένα τόσο μικρό χώρο, λειτουργούσε ένας τόσο μεγάλος κύκλος εργασιών.
Ο ίδιος με τον αδελφό του Νίκο αποτελούσαν κινητήριους μοχλούς της τοπικής οικονομίας. Από κατασκευαστικές εταιρίες μέχρι τουριστικές.
Μανόλης και Νίκος ανήκαν στη μαρτυρική γενιά που έζησε σε πέτρινα χρόνια.
Στο Γυμνάσιο ακόμα έζησαν την ένταση της συμμετοχής στην Αντίσταση. Αγνοί δημοκράτες και τα δυο αδέλφια είχαν αφοσιωθεί στον αγώνα με συγκινητική αυταπάρνηση. Κι όσα δεν πέρασαν από τους Γερμανούς κατακτητές τα έζησαν από τους υπέρμαχους της αναρχίας μεταπολεμικά.
Με δάκρυα παλιός Ρεθεμνιώτης μιλώντας μου για τα Γεναριάτικα του 1945, μου έλεγε πως τη μέρα της μεγάλης συμφοράς, οι επιλήσμονες της Ρεθεμνιώτικης αρχοντιάς έσερναν από τα τρία Μοναστήρια ένα λεβέντη που από τα αίματα στο πρησμένο του πρόσωπο δεν καταλάβαινες ποιος ήταν. Μετά βίας αναγνώρισε τον Νίκο Μπιρλιράκη.
Έδωσαν πολλά στην πατρίδα τα δυο αδέλφια, συνέχισαν να προσφέρουν και στην ανάπτυξη για να μπορέσει ο τόπος τους να ορθοποδήσει οικονομικά.
Ο Μανόλης Μπιρλιράκης είχε πάθος με την ομαδική προσπάθεια. Λάτρευε κάθε συνεταιριστική κίνηση. Με τη σύνεση που τον διέκρινε έκανε σωστές επιλογές και συνεταιριζόταν με ομάδες που κυρίως λειτουργούσαν με εντιμότητα.Θυμάμαι πως και μόνο η αναφορά του ονόματος Μπιρλιράκης ήταν μια εγγύηση που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην αγορά.Περνούσε ο λόγος τους.
Ο τουρισμός δεν άργησε να κερδίσει το ενδιαφέρον του Μανόλη, χωρίς όμως να το εκφράζει, γιατί όποιος θα τον άκουγε να μιλά για δαύτον στο Ρέθυμνο της μιζέριας θα προβληματιζόταν για την ψυχική του ισορροπία. Κι είχαν να λένε για τη σοβαρότητα των Μπιρλιράκηδων, όπως και για την εντιμότητά τους.
Με το δικό του μοναδικό τρόπο άρχισε να συζητά με τουριστικούς παράγοντες του Ηρακλείου και συχνά πυκνά έπαιρνε το Μπάμπη και την Πέπη του, τα δυο αγαπημένα του παιδιά και πήγαινε στον Άγιο Νικόλαο να μελετήσει από κοντά την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής.
Το «Ιδαίον» στο ξεψύχισμα της δεκαετίας του ’60 ήρθε να γίνει στολίδι για την πόλη.
Είχε να μου λέει ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, όταν κάναμε τη βιογραφία του για το πόσο τον ενέπνεε να παρακολουθεί από το «Ιδαίον» την κίνηση του λιμανιού και να κάνει σκέψεις πάνω σε διάφορα θέματα της πόλης.
Ο Μανόλης Μπιρλιράκης ήταν ο πρώτος που συνεργάστηκε με τουριστικό πρακτορείο στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Το ξενοδοχείο του «Ιδαίον» επίσης ήταν το πρώτο στο Ρέθυμνο που δέχτηκε, το 1973, Σκανδιναβούς πελάτες-γκρουπ και συγκεκριμένα Δανούς, που έφτασαν με πτήση τσάρτερ στην Κρήτη, μέσω του τουριστικού γραφείου της εποχής «Κaraven».
Μαζί με τον αδερφό του Νίκο ανέλαβε σειρά πρωτοβουλιών και δράσεων για την ανάπτυξη της ξενοδοχίας, ενώ ασχολήθηκε και με το εμπόριο λαδιού. Διετέλεσε για πολλά χρόνια πρόεδρος του Επιμελητηρίου Ρεθύμνου, αφήνοντας ένα εξαιρετικά επιτυχημένο έργο σε δράσεις για την τουριστική και την επιχειρηματική ανάπτυξη του τόπου.
Η πρώτη ομαδική προσπάθεια τουριστικής ανάπτυξης
Όταν με τον Γιάννη Χαλκιαδάκη (ήταν και ξαδέλφια) έγινε η πρώτη κουβέντα για την πρώτη ομαδική προσπάθεια τουριστικής ανάπτυξης, ο Μανόλης Μπιρλιράκης πίστεψε στο υψηλό αυτό στόχο και μάλιστα προσφέρθηκε να μαζέψει και τους άλλους και να επιχειρήσουν όλοι μαζί το μεγάλο άλμα που έσωσε τον τόπο από τον μαρασμό.
Με την υπογραφή του πλάι στις άλλες των Γιάννη Χαλκιαδάκη και Κώστα Χαμαράκη αγοράστηκε το οικόπεδο στον Αδελιανό Κάμπο. Τρία χρόνια αργότερα, το τεχνικό γραφείο Λουκάκη – Κονταργύρη – Λαμπάκη εξέδιδε την άδεια για την ανέγερση του ξενοδοχείου του πρώτου για διακοπές στο Ρέθυμνο. Η εταιρεία El Greco αποτέλεσε το πρώτο, ίσως, συνεργατικό εγχείρημα μιας ομάδας φιλοπρόοδων Ρεθεμνιωτών, οι οποίοι ήταν σε θέση να οραματισθούν για τον τόπο τους μιαν ανάπτυξη πολύ διαφορετική από αυτήν που επέβαλλαν οι συνθήκες στα μέσα της δεκαετίας του ‘60.
Στα αρχικά μερίδια της εταιρείας εμφανίζονται τα ονόματα των: Μανώλη Γαβρά, Νίκου και Τάκη Δασκαλαντωνάκη, Στέλιου και Μάρκου Δημητρακάκη, Μανώλη Ζωνουδάκη, Μιχάλη Καλαϊτζιδάκη (Μπομπόλα), Ανδρέα Μπενάκη, Λευτέρη και Θεμιστοκλή Μυλωνάκη, Μανώλη και Νίκου Μπιρλιράκη, Μάρκου και Αντώνη Πολιουδάκη, Νίκου Σταγάκη, Στέλιου, Κώστα και Γιώργου Τσουρλάκη, Κωνσταντίνου Χαμαράκη και Γιάννη Χαλκιαδάκη.
Το 1974 πλέον -καθώς η έλευση της δικτατορίας είχε θέσει προσκόμματα στο πρωτοποριακό, για την εποχή του, σχέδιο, και είχε προκαλέσει σοβαρή καθυστέρηση στην υλοποίησή του- η πρώτη σύγχρονη ξενοδοχειακή μονάδα, 8 χιλ. έξω από την πόλη του Ρεθύμνου, πραγματοποιεί μια δοκιμαστική λειτουργία. Από την επόμενη χρονιά, το ξενοδοχείο El Greco υποδέχεται κανονικά τους πρώτους πελάτες του, λειτουργώντας σχεδόν ταυτόχρονα με το Ρίθυμνα των αδελφών Δασκαλαντωνάκη.
Η δυναμική τοποθέτηση του Ρεθύμνου στον τουριστικό χάρτη του νησιού (να σημειωθεί ότι η Ανατολική Κρήτη, με την Ελούντα, κυρίως, κατείχε ως τότε τα σκήπτρα στην τουριστική ανάπτυξη) ξεκινά από εδώ.
Μπιρλιράκης και Χαλκιαδάκης πολλές φορές μου μίλησαν για την ιστορική μέρα που εκεί στα γραφεία των «Ρ.Ν.» υπογράφτηκε η πρώτη κοινοπραξία παραγόντων του τόπου, που έβαλε τα θεμέλια της τουριστικής ανάπτυξης του νομού. Χάρη σ’ εκείνη την πρωτοβουλία, στο όραμα και στην επιμονή μιας ομάδας ανθρώπων και στην παρέμβαση και στήριξη από τα «Ρ.Ν.», οικοδομήθηκε ο μεγάλος οικονομικός πυλώνας για το Ρέθυμνο, ο τουρισμός.
Ο Πανίκος Χατζηκακού και η συνεργασία του με το Νίκο Δασκαλαντωνάκη
Στα παιδιά της Ανεζίνας (Μπριλιράκηδες, Δασκαλαντώνηδες, Χαλκιαδάκηδες, Θεοδωράκηδες κλπ.) ήρθε να προσφέρει τεχνογνωσία για περαιτέρω βαθμίδες ανάπτυξης ο Πανίκος Χατζηκακού, από τα τιμώμενα πρόσωπα του φετινού εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Τουρισμού.
Η κοινή καταγωγή μας έφερε κοντά με τον Πανίκο. Από το Λευκόνοικο ήταν και ο πατέρας μου.Ο Πανίκος είχε έρθει με το πρώτο κύμα της προσφυγιάς μετά την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο.Κι όπως ήταν φυσικό ήρθε σε επαφή με τους ανθρώπους αυτούς που έπαιρναν τόσο μεγάλα ρίσκα.Γιατί μπορεί να είχαν δημιουργηθεί εξαιρετικές υποδομές για να δεχθούν πελάτες αξιώσεων αλλά ποιες υπηρεσίες θα παρείχε το ντόπιο δυναμικό σ’ αυτούς.
Ο κόσμος τότε ασχολείτο με την γεωργία – κτηνοτροφία.Σαν ιδέα βέβαια ήταν πολύ δελεαστική να αφήσουν τους ελαιώνες και να πιάσουν δουλειά στα ξενοδοχεία, που από τα φιλοδωρήματα εξασφάλιζαν ένα ακόμα μισθό. Αλλά με ποια κατάρτιση;
Με την άνεση που τον διέκρινε δημιούργησε τμήματα ταχύρρυθμης εκπαίδευσης. Μπορεί να μην είχαν πτυχία από τουριστικές σχολές οι πρώτοι εκείνοι μαθητές του Πανίκου. Εκείνος όμως τους έκανε σύντομα φωστήρες.Έτσι έγινε σύντομα συνείδηση η ανάγκη να γίνει σπουδή πάνω στο αντικείμενο. Και το ντόπιο τουριστικό δυναμικό άρχισε να εμπλουτίζεται με λαμπρές παρουσίες με γνώσεις και πλήρη κατάρτιση.
Αυτό που πιστεύω ότι βοήθησε σε κείνη την περίοδο να γίνουν σωστά βήματα προόδου ήταν η ειλικρινής διάθεση των πρώτων επιχειρηματιών τουρισμού να ακούνε και να είναι ανοικτοί σε προτάσεις. Δεν έζησα τον Τάκη Δασκαλαντωνάκη αλλά τον Νίκο. Είχε το γραφείο του στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων όταν ήταν έμπορος λαδιού.Αυτό που με συγκινούσε σ’ αυτόν ήταν το χαμόγελο ακόμα κι όταν ήθελε να κάνει παρατήρηση για κάτι και η παροιμιώδης πραότητά του. Αρετές που δεν τον εγκατέλειψαν ούτε και φθάνοντας τόσο ψηλά, με διεθνή αναγνώριση και άπειρες διακρίσεις. Αυτό διακρίνω κοιτάζοντας και τις φωτογραφίες από τις τόσο λαμπρές αυτές στιγμές στη ζωή του.
Άκουγε λοιπόν ο κ. Νίκος και με επιχειρηματολογία έπαιρνε θέση κάθε φορά. Δεν έχασε το χαμόγελό του όταν ο Πανίκος πρότεινε μια λύση για εξασφάλιση ποιοτικού τουρισμού. Μπορεί να διαπραγματεύτηκε τους όρους όπως έπραττε πάντα, όπως του υπαγόρευε το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, αλλά έδωσε πράσινο φως στον Πανίκο.
Και την επομένη χρονιά το ξενοδοχείο εξασφάλισε τέτοια πληρότητα, που η σεζόν παρατάθηκε και το χειμώνα με κείνα τα διεθνούς φήμης επιστημονικά συνέδρια που άφησαν εποχή.
Αυτό που μου είχε κάνει επίσης μεγάλη εντύπωση ήταν η «μπέσα» όλων αυτών και πέρα από τα συμβόλαια.
Όταν έγινε κάποια στιγμή πρόταση στον Πανίκο να αναλάβει υψηλή διευθυντική θέση στο «Ρίθυμνα» κι εκείνος είχε κλείσει με την Ελούντα, εξηγήθηκε και όπως είχε πει έγινε. Χωρίς να «ρίξει» κανέναν από τους εργοδότες του κυνηγώντας τα πολλά.
Αξέχαστα θα μου μείνουν τα εγκαίνια του ξενοδοχείου «El Greco». Για πρώτη φορά ερχόμουν σε επαφή με πλήθος προσωπικοτήτων από Αθήνα και Κρήτη.
Ήταν παρόντες και συνάδελφοι από όλο το νησί, πολλούς από τους οποίους, όπως τον Κωνσταντίνο Κλώνο, έβλεπα με δέος και θαυμασμό.
Η δεξίωση είχε καταλήξει σε γλέντι, όπου είχαν πάει στην άκρη οι θεσμικές ιδιότητες και όλοι ξεφάντωναν.
Όταν ήρθε η ώρα της αναχώρησης προσφέρθηκε ο μακαριστός ιδρυτής των «Ρεθεμνιώτικων Νέων», Γιάννης Χαλκιαδάκης, να με συνοδεύσει στο σπίτι μου. Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου. Ένοιωσα μεγάλη τιμή. Μπορεί να φαίνεται απλό και αυτονόητο, αλλά για τα δεδομένα της εποχής δείχνει το ήθος του ανθρώπου.
Εργαζόμουν σε ανταγωνιστική εφημερίδα. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να με απαλλάξει από το άγχος της επιστροφής. Και στη διαδρομή μου έλεγε πως είχε ένα προαίσθημα για την εξέλιξη αυτών των δραστηριοτήτων.
– Και να «βραχούμε» μου είπε (έτσι χαρακτήριζε πάντα την οικονομική ζημία) κάτι θα μείνει στο τόπο. Δεν νομίζεις;
Και νόμιζα και πίστευα και ο χρόνος δικαίωσε αυτή την εμπιστοσύνη σε όλα τα παιδιά της Ανεζίνας, που ευτύχησα να γνωρίσω κι εγώ. Ίσως γι’ αυτό δέθηκε τόσο πολύ με τους Ρεθεμνιώτες. Ήταν ανεκτίμητοι και σαν άτομα και σαν προσωπικότητες.