Η Β’ ενότητα αποτελεί συνέχεια της Α΄ ενότητας που δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο φύλλο, με τίτλο: H αλληλέγγυα θέση
Από την Τροία την αρχαία Ιωνία και Αιολία ως τη Βιθυνία και τη Καππαδοκία του Βυζαντίου
Σε ότι αφορά τις αρχαιολογικές και ιστορικές υποθέσεις μεταξύ της χώρας μας και του γεωγραφικού χώρου της Τουρκίας, αυτές παραπέμπονται ακόμη και στα χρόνια του Ομήρου και την άλωση της Τροίας. Στη συνέχεια του χρόνου, οι αιώνες πέρασαν, και τα Τρωϊκά χρόνια διαδέχτηκαν τα Αρχαιοελληνικά. Ακολούθησαν τα Ελληνιστικά των διαδόχων του Μεγαλέξανδρου, τα Ρωμαϊκά του Μέγα Κωνσταντίνου για να φτάσουμε στα χρόνια των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, ως και την Άλωση της Βασιλεύουσας το 1453. Ολόκληρες αυτές τις δυο τουλάχιστον χιλιετίες, τόσο το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου όσο και οι περιοχές της Μικράς Ασίας, γνώρισαν μεγάλη ακμή και τα Ελληνικά φύλα που τις κατοικούσαν έζησαν περιόδους δόξας και πνευματικής ανάτασης. Καθ΄ όλα αυτά τα χρόνια, στη Μ. Ασία αναδείχτηκαν σπουδαίοι φιλόσοφοι και οι αντίστοιχες σχολές τους όπως ο Ηράκλειτος, ο Θαλής του Μιλήσιος, ο Αναξίμανδρος ο Αναξιμένης, ο Ηρόδοτος, ο Ζήνωνας, ο Στράβωνας και πολλοί άλλοι λιγότερο γνωστοί. Ακόμη από τότε αναγέρθηκαν πολλοί περικαλλείς αρχαίοι ναοί σε όλες τις σημαντικές πόλεις των χρόνων αυτών. Επίσης χτίστηκαν και πλήθος από θέατρα τόσο από τα αρχαία χρόνια όσο και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, πράγμα που φανερώνει τη μεγάλη άνθηση και των τεχνών. Στην περιοχή της Μικράς Ασίας απαριθμούνται τουλάχιστον 30 θέατρα, όπου τα μεγαλύτερα εξ αυτών είναι της Εφέσου των 25.000 θέσεων και της Περγάμου των 10.000 θέσεων. Όμως αναφέρονται και εκείνα, της Ιασσού, της Τερμησσού, της Μαγνησίας του Μαιάνδρου, της Μιλήτου, των Μύρων, του Σέλγους, της Σίδης, της Πέργης, των Αιοζανών, της Ιεράπολης, της Ασπένδου, των Ερυθρών, των Πατάρων, του Λητώου, του Καύνου, στα Άλινδα, της Νύσας, της Πριήνης, της Αλικαρνασσού, της Καδύανδας, των Πινάρων, της Αρύκανδας, της Αφροδοσιάδος, της Αλαβάνδας, της Σαλαγασσού, των Τράλεων. Αρκετούς αιώνες αργότερα κατά τα χριστιανικά χρόνια των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων χτίστηκαν εκατοντάδες μεγαλοπρεπείς ναοί που δυστυχώς οι περισσότεροι υπέκυψαν στην μήνιν των μετέπειτα κατακτητών, Αράβων και Οθωμανών.
Οι σημερινές τάσεις στη Τουρκία
Σήμερα πια στη σύγχρονη Τουρκία διαφαίνεται η βούληση για ένα νέο περισσότερο φιλελεύθερο άνοιγμά της απέναντι στους πολιτισμούς που ήκμασαν στη γεωγραφική της περιοχή, μα και πιο πολύ στον Αρχαιοελληνικό και Βυζαντινό πολιτισμό. Δηλαδή πολιτισμούς που σχετίζονται άμεσα ή και ταυτίζονται με την Ελλάδα. Ενδείξεις για αυτά αναφέρονται σε δημοσιεύματα στη σημερινή Τουρκία για ανάδειξη αρχαιολογικών και ιστορικών χώρων που ανήκουν σε άλλους πολιτισμούς. Ένα τέτοιο παράδειγμα βρίσκουμε από τη καμπάνια για τουριστικούς λόγους ανάδειξης της περιοχής του Αφιον καραχισαρ, που είναι η Βυζαντινή πόλη της Νικόπολης. Μάλιστα, δημοσίευμα του τουρκικού κρατικού πρακτορείου Anadolu, το μεσημέρι της Τρίτης 4 Ιουνίου, θέλοντας να προωθήσει το Αφιονκαραχισάρ για τουριστικούς σκοπούς, χρησιμοποιεί εκφράσεις που αφήνουν να εννοηθεί ότι η Ανατολία (η Μικρά Ασία κατά τους Έλληνες) έχει ένα ιδιαίτερο άρωμα και δικό της πολιτισμό τον οποίο προβάλει η σύγχρονη Τουρκία. Το δημοσίευμα προβάλει σαν τίτλο: «Από τους αρχαίους Φρύγες στα σύγχρονα φεστιβάλ: Το Αφιονκαραχισάρ της Τουρκίας αποκαλύπτει πολύπλευρες δυνατότητες τουρισμού». Μάλιστα Τούρκος αξιωματούχος εκφράζει την εκδοχή ότι η Ανατολία (και κατ’ επέκταση η σύγχρονη Τουρκία) είναι το σταυροδρόμι των πολιτισμών ανά τους αιώνες, επισημαίνοντας μάλιστα τρεις περιοχές που πληρούν αυτό το χαρακτηριστικό: Το Αφιονκαραχισάρ, η Αλεξανδρέττα (Χατάι) και το Γκαζιαντέπ (Αντιόχεια του Ταύρου). Και οι τρεις αυτές περιοχές συνδέονται ή και ταυτίζονται με τον Αρχαιοελληνικό πολιτισμό.
Η καλλιέργεια της ευκαιρίας για τις «Συμφωνίες του Ομήρου»
Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα εκτιμούμε πως παρουσιάζεται μια μοναδική ευκαιρία και για τις δύο χώρες, να υπάρξουν πρωτοβουλίες για μια δυναμική πολιτιστική προσέγγιση. Κατά τις κοινές εκτιμήσεις και στη Τουρκία πια αναφαίνονται δείγματα καλής θέλησης και ευθυγράμμισης με την πραγματικότητα που έως πριν δεν υπήρχαν. Εκτιμούμε λοιπόν πως οι δύο χώρες θα μπορούσαν να υπογράψουν κορυφαίο μνημόνιο συνεργασίας στον τομέα του Πολιτισμού που βέβαια θα μπορούσαν να συσχετισθεί και με τα θέματα παιδείας αλλά και τουρισμού. Κατ΄ αυτό, η μεν Τουρκία θα δηλώσει πως αναγνωρίζει την ιστορική πατρότητα των αρχαιολογικών και ιστορικών χώρων που σχετίζονται με τον Αρχαιοελληνικό και Βυζαντινό πολιτισμό και ότι αποδέχεται τη συνδρομή των Ελλήνων Πανεπιστημιακών ειδικών για την ανάδειξή τους. Αντίστοιχα η Ελλάδα θα δηλώσει πως αποδεχόμενη τις διεθνείς συνθήκες, αναγνωρίζει πλήρως και αδιαλείπτως το δικαίωμα διαχείρισης των αρχαιολογικών και ιστορικών μνημείων που βρίσκονται στην επικράτεια της γείτονος Τουρκίας και ότι προτίθεται να συνδράμει βάσει συγκεκριμένων πρωτοκόλλων συνεργασίας τόσο μεταξύ των υπηρεσιών πολιτισμού, όσο και Πανεπιστημιακών ιδρυμάτων για την ανάδειξή τους. Συγχρόνως η Ελλάδα θα συμπληρώσει ότι παρομοίως αναγνωρίζει την ιστορική πατρότητα παρόμοιων ιστορικών μνημείων της Οθωμανικής περιόδου που βρίσκονται στην επικράτειά της και ότι αποδέχεται τη συνδρομή των ειδικών Τούρκων επιστημόνων για τη μελέτη και την ανάδειξή τους. Έτσι θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μια κορυφαία πράξη διακρατικής διαχείρισης θεμάτων πολιτισμού, που θα μπορούσαν να ονομαστούν ως «οι συμφωνίες του Ομήρου».
«Οι συμφωνίες του Ομήρου» στο Αιγαίο, με τη βαρύτητα «Των συμφωνιών του Αβραάμ» στη Μέση Ανατολή!
Είναι γνωστό πως οι Αραβοϊσραηλινές διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην υπογραφή των «Συμφωνιών του Αβραάμ» στις 15 Σεπτεμβρίου 2020, στέφθηκαν με επιτυχία όταν το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) και το Μπαχρέιν υπέγραψαν τις Συμφωνίες αυτές στο Λευκό Οίκο, στην Ουάσιγκτον. Ακολούθησε το Μαρόκο τον Δεκέμβριο 2020. Με βάση τις συμφωνίες, προχώρησε η συνεργασία των χωρών αυτών σε μια σειρά από θέματα, όπως ενέργειας, περιβαλλοντικά, τουρισμού, εμπορίου αλλά και πολιτισμού. Δυστυχώς οι συμφωνίες αυτές, δεν κατέστι δυνατόν να υπογραφούν και από άλλες αραβικές χώρες που πιθανόν αυτό να αποτελούσαν ένα ισχυρό ανάχωμα για τη νέα ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή. Εκτιμούμε λοιπόν πως κατά μια νοερή αντιστοιχία, οι «Συμφωνίες του Ομήρου» θα μπορούσαν να αποτελέσουν το έναυσμα για μια πολύ ισχυρή προσέγγιση μεταξύ των δύο λαών. Των Ελλήνων και των Τούρκων.
Για ένα οδικό χάρτη και με «μέτρα οικοδόμισης εμπιστοσύνης»
Είναι αλήθεια πως στην περίπτωση των «Συμφωνιών του Ομήρου», υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά από εκείνων των «Συμφωνιών του Αβραάμ». Απουσιάζει ο διαμεσολαβιτικός παράγοντας, δηλαδή οι ΗΠΑ, καθότι στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, δεν διακυβεύονται Αμερικάνικα συμφέροντα και οπότε δεν υπάρχει και το ανάλογο Αμερικάνικο ενδιαφέρον. Αυτό βέβαια σημαίνει, ότι η πρωτοβουλία των διαπραγματεύσεων θα πρέπει να αναληφθεί από τις δύο χώρες που άμεσα ενδιαφέρει και αυτό πολλαπλασιάζει την ευθύνη τους. Σίγουρα θα εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των «μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης» ανάμεσα στις δύο χώρες που εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα της τάξης του ενός έτους τουλάχιστον έχει εγκαινιαστεί μέχρι σήμερα με επιτυχία. Η πρωτοβουλία μπορεί να ξεκινήσει έπειτα από διμερείς συζητήσεις κάποιων φορέων αντιπροσωπευτικά, όπως τα υπουργεία πολιτισμού ή εξωτερικών αλλά και από κάποια Πανεπιστήμια επίσης αντιπροσωπευτικά, που όμως μέσω «κρυφής διπλωματικής οδού» θα τελούν της βούλησης και των δύο ανώτατων αρχόντων και των δύο χωρών. Θα είναι μια απόφαση, και ίσως και η μοναδική ως σήμερα,όπου θα μπορούσαν να συμφωνήσουν τα δύο μέρη!. Για τον συντονισμό της ισχύος των «Συμφωνιών», θα μπορέσει να ιδρυθεί ένα «Ειδικό διμερές Συμβούλιο» με ενεργή κοινή γραμματεία, στο οποίο θα συμμετέχουν ισότιμα και οι δύο χώρες σε επίπεδο πολιτιστικών τεχνοκρατών. Ως έδρα του Συμβουλίου θα μπορέσει να ορισθεί η Αθήνα κατ΄ αρχήν, και με μεταβατική έδρα την Κωνσταντινούπολη για την πρώτη τριετία. Ανά τριετία η έδρα και η μεταβατική έδρα θα μετακινείται στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα αντίστοιχα. Το «Συμβούλιο» αυτό, θα επιβλέπει και θα επιτηρεί συγχρόνως, και τα «μείζονος σημασίας κοινά θέματα πολιτισμού ένθεν και ένθεν του Αρχιπελάγους»! Εκτιμούμε ότι η κίνηση αυτή, θα ήταν και μια μέγιστη διπλωματική επιτυχία, στα πλαίσια των στενότερων σχέσεων των δύο χωρών!