Συνεχίζοντας την αναφορά μας στις ιστορικές οικογένειες του Ρεθύμνου θα πρέπει να σταθούμε στην οικογένεια Κούνουπα.
Ο μέγας Κρητολόγος Γεώργιος Εκκεκάκης παρουσιάζοντας τα σημαντικότερα μέλη της οικογενείας μας αναφέρει κάποιον Αλκιβιάδη Κούνουπα που γεννήθηκε το 1849 αλλά αγνοούμε τη χρονολογία θανάτου του. Ήταν εγγράμματος αν κρίνουμε από το γεγονός ότι είχε εκλεγεί για ειρηνοδίκης το 1892. Η γυναίκα του Μαρία, το γένος Δρανδάκη, πέθανε πρόωρα το 1888 και η απώλειά της συγκίνησε βαθύτατα την τοπική κοινωνία. Κι ήταν φυσικό γιατί μέσα σ’ ένα χρόνο η οικογένεια Δρανδάκη έχασε τρία προσφιλή της πρόσωπα Ο χαμός της Μαρίας όμως άνοιξε μεγάλη πληγή στους οικείους της, γιατί ο θάνατος τη βρήκε ενώ ετοιμαζόταν να φέρει στον κόσμο το παιδί της. Κι αν κρίνουμε από τον προσδιορισμό «επίτοκος» που αναφέρει η σχετική νεκρολογία (εφημερίς « Αρκάδιον» 2-4-1888) η άτυχη κοπέλα θα πρέπει να πέθανε στη γέννα.
Από τον Εκκεκάκη επίσης μνημονεύονται κάποιος Αναγνώστης Κούνουπας που ενίσχυσε τους σεισμόπληκτους το 1854, ένας Κοσμάς Κούνουπας που πέθανε το 1885 και ήταν γραμματέας στο Επαρχείο Μυλοποτάμου το 1881, Αμαριώτικης καταγωγής αυτός, κι ένας ακόμα με το ίδιο όνομα και επώνυμο, που φέρεται να συμμετείχε στην επανάσταση του 1878. Σύμφωνα με τον Μιχάλη Τρούλη (Επιτροπεία αγωνιστών) η χήρα του Κοσμά, Χρυσάνθη πήρε βοήθημα από την Κρητική Πολιτεία το 1902. Ο ίδιος ιστορικός ερευνητής αναφέρει και τον Ματθαίο Κούνουπα ή Κουνουπάκη αγωνιστή από τον Άρδακτο που πήρε μέρος στις επαναστάσεις 1866 και 1878 ως βαθμοφόρος. Ήταν κι αυτός ταχύτατος στα πόδια και διετέλεσε σημαιοφόρος του οπλαρχηγού Γεωργίου Πρεβελάκη πατέρα του γυμνασιάρχη Μιχαήλ Πρεβελάκη.
Έναν Νικόλαο Κούνουπα μας γνωρίζει ο Χάρης Στρατιδάκης στη σπουδαία εργασία του «Η εκπαίδευση στο Ρέθυμνο κατά τον 19ο αιώνα». Ήταν, αναφέρει, δάσκαλος στο Ρέθυμνο και προ του 1860 μαθητής του Δωροθέου του Σχολάριου.
Στο βιβλίο του «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη» ο Γεώργιος Εκκεκάκης γράφει για κάποιον Νικόλαο Κούνουπα ιερέα και αγιογράφο. Εικόνες του, αναφέρει μεταξύ άλλων, υπάρχουν στη Μονή Μπαλή και σε διάφορα χωριά όπως στη Σκεπαστή και στο Ρουμελί όπου ήταν εφημέριος τουλάχιστον κατά το διάστημα 1882-86.
Ένας άλλος Κούνουπας, ο Κωνσταντίνος, γιος του Χαραλάμπους (1875-1912) άφησε εποχή ως ο πρώτος επαγγελματίας φωτογράφος του Ρεθύμνου. Στο θαυμάσιο ιστολόγιο « Ανώπολις και όχι μόνον» από το αρχείο Ανδρέα Χατζηπολάκη προβάλλονται θαυμάσιες φωτογραφίες. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι που προτιμούν τον Κούνουπα, να τους απαθανατίσει προέρχονται από την αστική τάξη, βεβαιώνει και το ταλέντο του που τον κατατάσσει στους σημαντικούς καλλιτέχνες φωτογράφους.
Από τους σύγχρονους της μεγάλης οικογενείας η Ελεάννα Κούνουπα κόρη του Ανδρέα παρουσιάζει το ίδιο μεγάλο ταλέντο στο φακό που της έχει δώσει μέχρι σήμερα άπειρες διακρίσεις εθνικές και διεθνείς.
Ας σταθούμε όμως στον ιδρυτή του ιστορικού φαρμακείου Ιωάννη Κούνουπα που ήταν από τις μεγάλες πολυσήμαντες προσωπικότητες του Ρεθύμνου με πολυσχιδή δράση. Οι πηγές τον παρουσιάζουν ελεήμονα, φιλάνθρωπο, έξυπνο, δραστήριο, δημιουργικό, πνευματώδη, «ψυχή» κάθε πνευματικής και πολιτιστικής δράσης. Αν προσθέσουμε και πολύτιμη αξία του τόπου τότε έχουμε μια πλήρη εικόνα του Ιωάννη Κούνουπα, ιδρυτή του ιστορικού φαρμακευτικού οίκου, και πατέρα τόσο σημαντικών προσωπικοτήτων της πόλης μας, όπως τα αδέλφια Ανδρέας και Μανόλης Κούνουπας,που απέκτησαν με την σύζυγο του, Λέλα Καραπατάκη-Κούνουπα.
Ο κρίκος που συνέδεε το παρόν με το παρελθόν του τόπου
Ο Ιωάννης Κούνουπας όπως πολύ εύστοχα είχε γράψει ο επίσης μεγάλος και σημαντικός Σπύρος Τ. Λίτινας, ήταν ο κρίκος που συνέδεε το παρόν με το παρελθόν του τόπου.
Έζησε όμως μια περιπετειώδη ζωή τα πρώτα χρόνια του βίου του και μέσα από ποικίλες δοκιμασίες σε καιρούς δίσεκτους, σφυρηλατήθηκε ο θαυμάσιος χαρακτήρας του που τον καταξίωσε στη χορεία των Ρεθεμνιωτών που άφησαν έντονο το πέρασμά τους από τον τόπο αυτό.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, αλλά η καταγωγή του ήταν από τον Άρδακτο Αγίου Βασιλείου. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και ο Ιωάννης βίωσε από μικρός τη στέρηση και την ανέχεια όταν πέθανε ο πατέρας αφήνοντας ορφανά πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δύο αγόρια.
Η μάνα αντιμετώπισε τη μοίρα της με γενναιότητα και αξιοπρέπεια. Θα πρέπει να φανταστούμε τις συνθήκες της εποχής για να εκτιμήσουμε το θάρρος και την αποφασιστικότητα αυτής της γυναίκας.
Η επανάσταση του 1897, έφερε συμφορές στον άμαχο πληθυσμό. Δεν ήξερες αν θα ζούσες την επομένη, καθώς οι Τούρκοι απροειδοποίητα έμπαιναν στην πόλη για να σφάξουν, να ατιμάσουν, να καταστρέψουν, μήπως και κάνουν τους Ρωμιούς να μπούνε ξανά στον ζυγό.
Η γυναίκα ζούσε με τον εφιάλτη αυτό. Έπρεπε να προστατεύσει τα παιδιά της και κυρίως τα κορίτσια της. Βοήθεια δεν είχε από πουθενά. Έτσι πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα πήγαινε στην Αθήνα. Όσοι το άκουσαν, έκαναν το σταυρό τους. Που θα πήγαινε η βαριόμοιρη; Σίγουρα της σάλεψε από τις κακουχίες.
Η χήρα μάνα δεν άκουσε κανέναν. Και μια μέρα βρέθηκε στο πλοίο για τον Πειραιά. Με την πρώτη ματιά κατάλαβε πως κι άλλοι απελπισμένοι ήταν στη θέση της. Σαν τώρα που παρακολουθούμε, παθητικοί θεατές, το δράμα της προσφυγιάς, έτσι και τότε.
Αμέτρητο το ψυχομάνι στο πλοίο. Και ο καιρός καθόλου φιλικός.
Σαν έφτασαν στο προορισμό τους, μια κραυγή ξέσπασμα, βγήκε από το βασανισμένο στήθος της, που πλάνταζε από την αγωνία για το μέλλον της ίδιας και των παιδιών της.
Αμέσως μετά κατάλαβε πως δεν έχει το δικαίωμα να λυγίσει. Μόνη της έπαιρνε κουράγιο κι έδινε και στα παιδιά της.
Με χίλια βάσανα και μεγάλη εκμετάλλευση έφθασε η γυναίκα στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε πρόχειρα σε ένα κατάλυμα στα Εξάρχεια. Ένιωθαν όλοι χαρούμενοι που βρήκαν μια στέγη, αλλά γρήγορα ήρθε κι άλλος κεραυνός να τους αναστατώσει. Αρρώστησε η μικρή αδελφή. Καινούργιος Γολγοθάς για τη μάνα. Και όλα αυτά στάλαζαν εμπειρίες έστω κι οδυνηρές στη συνείδηση του νεαρού Ιωάννη.
Οι δύο μεγάλες αδελφές δεν άργησαν να βολευτούν σε ένα μοδιστράδικο. Μείνανε τ’ αγόρια άπραγα αλλά και που να βρούνε δουλειά; Οι τόσοι πρόσφυγες είχαν κλείσει όλα τα περιθώρια για τους νεότερους και δεν υπήρχε καν προοπτική να φέρει ανάπτυξη ο καιρός. Μια γνωστή συμβούλεψε τη μάνα να στείλει τα αγόρια της στην ξενιτιά. Δεν υπήρχε κι άλλος δρόμος. Τι να κάνει η έρμη; Έσφιξε την καρδιά της. Έστειλε τον έναν στην Αμερική και τον Ιωάννη στην Αίγυπτο. Εκεί σίγουρα θα βρίσκανε δουλειά. Θα βοηθούσαν μάνα κι αδελφές που έμειναν πίσω.
Έτσι βρέθηκε ο Ιωάννης Κούνουπας σε μια κοινωνία που έσφυζε από πλούτο αλλά και πνευματική ζωή. Προορισμός του ένα πλούσιο κρητικό σπίτι που θα πήγαινε συστημένος. Οι πρώτες εικόνες που αντίκρισε ο Ιωάννης στο Κάιρο, σαν να είχαν βγει από κάποιο παραμύθι. Δεν χόρταινε να κοιτάζει γύρω του παράξενους ανθρώπους με ακόμα πιο παράξενο ντύσιμο.
Μερικές φορές τρόμαξε με κάποιες περίεργες φάτσες που πλησίαζαν απειλητικά. Με τρόπο έπιανε το πουγκί που του είχε ράψει στα ρούχα η μάνα του. Κι έπαιρνε ανάσα ανακούφισης. Ευτυχώς δεν υπήρξε κάτι δυσάρεστο μέχρι που βρήκε το αρχοντόσπιτο που περίμενε πως θα τον δεχτεί. Η απογοήτευση δεν άργησε να του «κόψει τα φτερά».
Η πρώτη επαφή με την οικοδέσποινα δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντική παρά το γεγονός ότι ο μικρός με ευγένεια εξήγησε ποιος είναι και τι ζητά.
Η περιφρόνηση στο βλέμμα της μεγαλοκυρίας ήταν χαστούκι για την περηφάνια του Κρητικόπουλου. Γύρισε χωρίς να σκεφτεί τίποτα και χάθηκε στους άγνωστους δρόμους. Δεν ήταν ζητιάνος για να ανέχεται τόσο εχθρική και αλαζονική συμπεριφορά. Η πείνα θέριζε τα σωθικά του. Αλλά η περηφάνια του δεν τον εγκατέλειψε ακόμα κι όταν ένας φιλεύσπλαχνος άνθρωπος προσφέρθηκε να του δώσει κάτι να φάει, όταν περνώντας από μια μπυραρία η μυρωδιά από τους μεζέδες του έφερε λιγοθυμιά.
Ο άνθρωπος εκείνος, που αποδείχτηκε καλός του άγγελος, του έδωσε και μια διεύθυνση για ένα φαρμακείο που ζητούσε υπάλληλο. Ο Ιωάννης δεν έχασε καιρό, σύντομα βρέθηκε κοντά σ’ ένα μυστήριο άνθρωπο που από την πρώτη στιγμή φαίνεται να συμπάθησε το 15χρονο προσφυγάκι. Το ίδιο και η γυναίκα του φαρμακοποιού.
Ο Ιωάννης έδειξε αμέσως τις ικανότητές του. Μέσα σε χρόνο ρεκόρ έκανε όσες δουλειές του ανέθεταν κι ακόμα περισσότερες. Έγινε η «μασκότ» του φαρμακείου. Οι θαυμαστές της αξιοσύνης του πλήθαιναν καθημερινά.
Ο μικρός είχε εξασφαλίσει τα απαραίτητα αλλά ο φαρμακοποιός δεν ήταν και ιδιαίτερα ανοιχτοχέρης. Μόνο όταν ο Ιωάννης αρρώστησε βαριά κι ο άλλος κατάλαβε πως θα χάσει ένα τόσο καλό και προκομμένο βοηθό άνοιξε το πορτοφόλι του για να τον σώσει. Και τα κατάφερε.
Ο Ιωάννης συνέχισε να εργάζεται με ζήλο και από τα χρήματα που έπαιρνε αμοιβή δεν ξόδευε τίποτα. Η σκέψη της μάνας του τον απασχολούσε και η τύχη των κοριτσιών.
Όταν πια έκρινε πως είχε κάνει ένα κομπόδεμα δήλωσε ότι θα φύγει. Τρελάθηκε το ζευγάρι, τον ένιωθε πια παιδί του και δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Πέντε χρόνια έβλεπαν με τα μάτια του, ανάσαναν με την ανάσα του. Τον ήθελαν κοντά τους κι όλα θα ήταν δικά του. Η νοσταλγία όμως είχε αρχίσει να βασανίζει τον Ιωάννη, και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Εκτός από χρήματα κουβαλούσε πλέον και μια τεράστια εμπειρία θητεύοντας κοντά σ’ έναν άνθρωπο που του έμαθε τόσα πολλά.
Μια σύντροφος μοναδική
Πέρασαν οι κακές μέρες, ο Ιωάννης βρέθηκε στο Ρέθυμνο και ευτύχισε να ενώσει τη ζωή του με μια πανέμορφη Χανιώτισσα δασκάλα τη Λέλα Καραπατάκη για την οποία έχουμε κάνει κατά καιρούς εκτενή αφιερώματα. Μέσα στα κοινά σημεία που τους είχαν καταξιώσει στη συνείδηση των Ρεθεμνιωτών και η έντονη φιλανθρωπική τους δράση.
Ο αξέχαστος Αλέκος Παπαδάκις, αδελφός του Κωστή, του Μιχαήλ και της Μαρίας (Χουρδάκη) μου είχε αναφέρει κάποτε σε ένα γράμμα του ότι ο Ιωάννης Κούνουπας κάθε Σάββατο έδινε μια μεγάλη παραγγελία στα χασάπικα και τα δέματα με κρέας που του ετοίμαζαν τα μοίραζε διακριτικά σε άπορες οικογένειες της Σοχώρας. Ήταν πάντα κοντά στους πάσχοντες χωρίς να προβάλει τη δράση του αυτή.
Πόσοι και πόσοι δεν κατέφευγαν στο φαρμακείο του να πουν τον πόνο τους και να φύγουν με τα απαραίτητα… Έστελνε όμως και ο Θεός στον γενναιόδωρο Ρεθεμνιώτη που ποτέ δεν στερήθηκε κατά θεία οικονομία.
Μα η ζωή χρειαζόταν κι ένα «ευ» για να γίνεται καλύτερη. Κι αυτό το ήξερε ο Ιωάννης Κούνουπας και το εφάρμοζε. Η παρέα του, άνθρωποι με την ίδια διάθεση να «κλέβουν μια του χάρου», έδιναν ζωή στην πόλη. Με δικές τους πρωτοβουλίες οι Απόκριες αποκτούσαν μια άλλη ομορφιά.
Η σάτιρα κυλούσε στις φλέβες του Ρεθεμνιώτη φαρμακοποιού και διασκέδαζε τους πάντες με το αστείρευτο κέφι του. Στο περίφημο κομιτάτο που έγινε και προπομπός του Καρναβαλιού όπως το ξέρουμε, πρώτος και καλύτερος ήταν ο Κούνουπας. Κι όμως ποτέ δεν ξέφυγε από τα όρια της ευπρέπειας. Ήταν υπόδειγμα συζύγου και πατέρα. Αγαπούσε τους φίλους του κι εκείνοι το ανταπέδιδαν.
Ο γιος του, εκλεκτός λογοτέχνης Μανόλης Κούνουπας, αναφέρει την περίπτωση με τον Ευκλείδη τον περίφημο γιατρό της προσφυγιάς, που όταν κατάφερε να εξοικονομήσει ένα καρβέλι επί Κατοχής, με τον φίλο του φαρμακοποιό έσπευσε να το μοιραστεί.
Αξιαγάπητος και αξιοσέβαστος ήταν ο Ιωάννης Κούνουπας μέχρι τα βαθειά του γεράματα.Αυτό που επίσης του πιστώνει ο χρονογράφος του ήταν η τελειομανία που τον χαρακτήριζε.
Κάποιες Απόκριες αποφάσισε να ντυθεί… «Βενιζέλος» κι έκανε τις κυρίες που είχε καλέσει για συμβούλιο η γυναίκα του ως πρόεδρος να τον μπερδέψουν με τον Εθνάρχη όταν τον αντίκρισαν ξαφνικά και απροειδοποίητα να μπαίνει στο σαλόνι και να σηκωθούν για να του υποβάλουν τα σέβη τους.Και Βενιζέλος ήθελε να ντυθεί από υπερβολική αγάπη στον Ελευθέριο, του οποίου ήταν φανατικός και αφοσιωμένος οπαδός. Αισθήματα που ο μεγάλος πολιτικός εκτιμούσε και ανταπέδιδε σε αγάπη και σεβασμό.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Αθήνα. Ερχόταν όμως στο Ρέθυμνο γιατί μακριά του δεν ανάσανε. Εδώ τον βρήκε ο θάνατος. Ήταν το 1964 και η κηδεία του έγινε με πάνδημη συμμετοχή. Ακόμα και η Δημοτική Φιλαρμονική απέδωσε τιμές. Γιατί ο Ιωάννης Κούνουπας πρόσφερε στον τόπο, κι αυτό δεν το λησμόνησε ποτέ κανείς. Πόσο μάλλον και οι τόσοι ευεργετηθέντες από αυτόν.
Ανδρέας Κούνουπας
Γιος του Ιωάννη και της Λέλας Κούνουπα ήταν ο Ανδρέας ένας από τις εμβληματικές μορφές του Ρεθύμνου Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στις 4 Φεβρουαρίου 1921. Εκτός από την έφεσή του στα γράμματα τον διέκρινε και ένα σπάνιο ταλέντο στη ζωγραφική που πρώτη εντόπισε και υποστήριξη η μητέρα του. Ο συμπολίτης φαρμακοποιός δεν χρειάστηκε να πάρει μαθήματα. Αυτοδίδακτος άφησε το ταλέντο του να εκφράσει όλο τον πλούτο των ιδεών του και τη λατρεία του στη φύση. Ιδιαίτερα η κρητική φύση μιλάει στα έργα του. Θα είναι εικόνες που αποτυπώθηκαν στο υποσυνείδητο όταν ο Ανδρέας πολεμούσε στα χρυσά του νιάτα τον φασισμό, αναλαμβάνοντας επικίνδυνες αποστολές και οργώνοντας την ύπαιθρο με τους άλλους συναγωνιστές του. Για να μην σβήσει η σπίθα της αντίστασης. Και να έρθει το συντομότερο η λευτεριά.
Μα πορεία ευθύνης που έχει καταγραφεί στην τοπική ιστορία, αλλά ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να την εξαργυρώσει με αξιώματα.
Συνάμα και σεμνός καλλιτέχνης δεν μας επέτρεψε για χρόνια να δούμε τις εξελίξεις του στον τομέα που υπηρετεί με τόσο πάθος, τη ζωγραφική.
Μέσα από τα πύρινα άρθρα του ο Ανδρέας Κούνουπας επαναλάμβανε το χρέος κάθε ανθρώπου να πολεμά τα άνομα συμφέροντα που κάνουν δυστυχισμένους τους λαούς. Και με τον τρόπο ζωής του μας έπειθε πως η χαρά της ζωής και η δημιουργία δεν έχουν ημερομηνία λήξης.
Ποτέ δεν ξέχασε το ραντεβού με τις κάλπες ακόμα και στα βαθειά του γεράματα.
Δεν παρέλειπε να κάνει τον σύντομο μεσημβρινό του περίπατο, να ψωνίσει από το φούρνο της γειτονιάς και να «φιλέψει» τους ανθρώπους που τον εξυπηρετούσαν με τα εύστοχα τετράστιχά του αρκετά από τα οποία οι φίλοι του τα αναρτούσαν σαν πολύτιμα ενθύμια.
Ο Ανδρέας Κούνουπας, ήταν από τους ελάχιστους Ρεθεμνιώτες που μπορεί κάθε πτυχή της επίγειας δράσης του να καλύψει ολόκληρο κεφάλαιο. Είχε πρωτεύουσα θέση στην επιστημονική κοινότητα συνεχίζοντας μια οικογενειακή παράδοση. Κρατούσε μια δική του σελίδα στο μεγάλο κεφάλαιο της εθνικής αντίστασης κατά των ναζί που δεν πρόβαλε ποτέ. Είχε σαφέστατο πολιτικό λόγο και τον ανέπτυσσε σε άρθρα του που δημοσίευε μέχρι τα βαθειά του γεράματα στον τοπικό τύπο. Είχε μια μοναδική άνεση στην στιχουργική με βασικά χαρακτηριστικά πότε σατιρική διάθεση και πότε καθαρά ποιητική. Η επαγγελματική του καριέρα ήταν απόλυτα επιτυχής, επειδή ο Ανδρέας Κούνουπας είχε το πάθος της τελειομανίας. Έτσι κατάφερε τις επιστημονικές του γνώσεις να εναρμονίσει με τη λαϊκή ιατρική. Μπορούσε να σου δώσει διάλεξη για κάθε ιαματικό βότανο και σε ποιες κατηγορίες φαρμάκων θα το συναντήσεις. Ήταν μια κινητή εγκυκλοπαίδεια. Και με την ίδια άνεση γύριζε την κουβέντα σε πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα. Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν μια απέραντη σεμνότητα. Κι όταν ανακάλυπτες κι άλλη πτυχή του χαρακτήρα του εκείνος περιοριζόταν να σκύψει το κεφάλι με τη συστολή εφήβου. Προσπαθούσε να σε πείσει ότι δεν έκανε τίποτα σπουδαίο. Απλά το καθήκον του. Και ποτέ δεν τον άκουσες να σχολιάζει επικριτικά τους εραστές της προβολής που έκαναν την «τρίχα τριχιά» για να φανούν σπουδαίοι. Είχε κατανόηση για το καθετί, σημαντικό και ασήμαντο. Με το ίδιο πάθος που αγωνιζόταν μια ζωή για την ειρήνη, τον έβλεπες να ασχολείται με τα μικρά και καθημερινά. Ενώ είχε τόσο σημαντικά καθήκοντα, θα έκλεβε ώρα για να μας γράψει τις φιγούρες από καντρίλιες που μας χρειαζόταν για την αναβίωση παλιών καρναβαλιών.
Κι έμεινε να κράτα επάξια μια θέση ανάμεσα στους Ρεθεμνιώτες που άφησαν έντονο το αποτύπωμά τους στον τόπο
Το αφιέρωμά μας στην οικογένεια Κούνουπα, συνεχίζεται …