Ο οίνος μια λέξη με πέντε γράμματα, αλλά πολύ σπουδαία σημασία για την οποία έχουν γραφεί εκατομμύρια λέξεων και η οποία έχει επηρεάσει σχεδόν όλους τους τομείς των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Αυτό που ενδιαφέρει είναι να αναδειχθεί η σημασία και η ιδιαίτερη σχέση του οίνου με τους αρχαίους Έλληνες, κάτι που αντανακλά σε μας τους απογόνους.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ της λέξης οίνος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και της λέξης κρασί που χρησιμοποιούμε σήμερα. Η σημερινή λέξη κρασί έχει τις ρίζες της στην πρακτική που ακολουθούσαν οι αρχαίοι Έλληνες της αραίωσης του οίνου με νερό πριν το καταναλώσουν, που τότε έλεγαν ότι έπιναν κεκραμένο οίνο. Η λέξη «κράσις» σημαίνει ανακάτεμα, ανάμειξη, συνδυασμός. Ο χρόνος, οι παραφθορές και οι αλλαγές στις σημασίες των λέξεων, κατέληξε στις μέρες μας κρασί και οίνος να σημαίνουν το ίδιο.
Η οινοποίηση κατά την αρχαιότητα διέφερε από την οινοποίηση των ημερών μας, τόσο στην μέθοδο, όσο και στο αποτέλεσμα.
Ιστορία
Η ζωή των αρχαίων Ελλήνων επηρεάστηκε και άλλαξε σημαντικά από την στιγμή που έγινε γνωστή η τεχνογνωσία της αμπελουργίας και της οινοποίησης με πιθανότερο σημείο γέννησής της την Ασία.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν πως οι πιθανοί είσοδοι του νέου φυτού ήταν η Θράκη ή η Β.Δ Μικρά Ασία και η πιο αρχαία επιβεβαιωμένη περίπτωση οινοποίησης στον Ελλαδικό χώρο είναι η Κρήτη. Εκεί στα νότια της Κρήτης, οι κάτοικοι του πρωτομινωικού οικισμού πατούσαν τα σταφύλια τους και αποθήκευαν τον χυμό τους με την προσθήκη ρητίνης σε δρύινα βαρέλια ή σε πήλινα αγγεία με προσθήκη καπνισμένων κομματιών δρυός.
Κατά τον εποικισμό των Ελλήνων στις διάφορες περιοχές της Μεσογείου, επεκτάθηκε η καλλιέργεια οίνου και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ξεκινώντας από την Σικελία και τα παράλια της νοτίου Ευρώπης.
Τα αποτελέσματα των αναλύσεων των οργανικών υπολειμμάτων που διασώθηκαν σε κομμάτια πιθαριών, έδειξαν ότι έγιναν όλα τα παραπάνω μεταξύ 1900 και 1700 π.Χ. Οι χημικές αναλύσεις οδήγησαν τους ερευνητές να δηλώσουν πως από την αποδεδειγμένη χρήση δρυός κατά την διάρκεια της οινοποίησης παραγόταν οίνος με γεύση και άρωμα που πλησίαζε σε αυτό του σκωτσέζικου ουίσκι. Ένα τέτοιο κρασί είναι αυτό που παράγεται στην Κρήτη και ονομάζεται ρουβάς.
Σχετικά με αμπελοκαλλιέργεια
Ως γνωστό η αμπελοκαλλιέργεια αρχίζει να είναι αποδοτική σε καρπό κατά τον έβδομο χρόνο, κάτι που σημαίνει πως ο αμπελοκαλλιεργητής θα πρέπει να επιβιώσει για έξη συνεχόμενα χρόνια χωρίς ουσιαστική παραγωγή. Το πρόβλημα αυτό επικρατούσε μέχρι τα μινωικά χρόνια, καθόσον μετά από εκείνη την περίοδο άρχισαν να οργανώνονται και να ιεραρχούνται κοινωνίες που μπορούσαν να υποστηρίζουν ένα τέτοιο αγροτικό εγχείρημα, που το αμπέλι να ήταν τον πρώτο καιρό μια παράλληλη καλλιέργεια μαζί με άλλα φυτά.
Υπάρχουν γραπτές αποδείξεις για αρχαίους αμπελώνες εγκατασπαρμένων σε διάφορα σημεία της Ελλάδος. Το πιο σημαντικό σημείο είναι πως σε όλες τις περιπτώσεις που έχουν εντοπιστεί, είναι ο τρόπος της φύτευσης των αμπελιών με τάφρους, με κάποιες αποκλίσεις ως προς τις διαστάσεις των, μήκος, πλάτος, κάτι που οφειλόταν σε εδαφολογικούς λόγους, σύσταση του εδάφους και τοπικές κλιματικές ιδιομορφίες.
Ο αρχαίος παραγωγός καλλιεργητής, έπρεπε να λαμβάνει υπόψη κατά την φύτευση της αμπέλου κάποιους παράγοντες, όπως την ποικιλία της αμπέλου, τον χρόνο φύτευσης, τον προσανατολισμό, τον αερισμό, το υψόμετρο, την εδαφολογική σύσταση, τις κλιματολογικές συνθήκες, κάτι που απασχολεί και τον σημερινό αμπελοκαλλιεργητή.
Τα εργαλεία της αμπελοκαλλιέργειας εκείνη την εποχή, ήταν τα παραδοσιακά εργαλεία της προβιομηχανικής εποχής, όπως το δικέλλι για το σκάλισμα και μικρά κοπτικά εργαλεία για το κλάδεμα.
Όταν τα σταφύλια ήταν ώριμα, τα έκοβαν και τα άπλωναν σε ένα διαμορφωμένο χώρο το «θειλόπεδον» του κτήματος, όπως ονόμαζαν, όπου και λιάζονταν από τον ήλιο για μια περίοδο 7-10 ημερών. Αυτό εφαρμοζόταν, γιατί σπάνια οι αρχαίοι Έλληνες πατούσαν τα σταφύλια φρέσκα.
Στη συνέχεια τα σταφύλια φρέσκα ή λιασμένα τα έριχναν κατ’ ευθεία στο πατητήρι, προκειμένου να αρχίσει το πάτημα από τους ληνοβάτες, όπως τους έλεγαν, αφού απομάκρυναν το δυνατό συντομότερο τα κοτσάνια με την χρήση πλεγμάτων.
Το πάτημα των σταφυλιών όπως και σήμερα, είχε την μορφή γιορτής. Το συγκεντρωμένο γλεύκος από την αρχική διαδικασία, τοποθετείτο μέσα σε πίθους θαμμένους στο έδαφος, για να διατηρείται σε χαμηλή θερμοκρασία. Καμιά φορά γύρω από τους πίθους το χώμα ήταν βρεγμένο για να επιτυγχάνεται χαμηλή θερμοκρασία που βοηθά την ζύμωση και την οινοποίηση του γλεύκους. Ο επιπλέον λόγος αυτός της οινοποίησης του γλεύκους μέσα σε πιθάρια θαμμένα στο χώμα, ήταν και η απομόνωση από τον αέρα που επηρεάζει αυτή την διαδικασία.
Στην συνέχεια εφάρμοζαν διάφορες τεχνικές για να αποτρέψουν τον οίνο να μετατραπεί σε ξύδι. Ακόμη καμιά φορά προέβαιναν και σε αρωματισμό του, με διάφορα αρωματικά φυτά και ρητίνες.
Σχετικά με τα χρώματα οι Έλληνες ξεχώριζαν τον οίνο σε τέσσερεις κατηγορίες, λευκός, κιρρός, ερυθρός και μέλανας.
Από όλους τους αρχαίους οίνους, αυτός για τον οποίο έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες, είναι αυτός της Θάσου, ο «θάσιος» οίνος, όπως λεγόταν.
Οι Έλληνες ερωτεύθηκαν τόσο τον οίνο, που ο Θεός Διόνυσος προστάτης των πάντων γύρω από την άμπελο, δεν ήταν μία απλή θεότητα, αλλά ανήκε στο δωδεκάθεο, η δε κατανάλωση οίνου ήταν ένδειξη πολιτισμού.
Πηγές – Εγκυκλ. BRITANNICA – ΟΨΟΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Ανδρέα Χάρου