Ναι, είμαι πάλι εδώ. Είμαι ο αληθινός, ο αναπότρεπτος γραφιάς ο δικός σας και είμαι πάλι εδώ. Ξέρω ότι με περιμένατε, ξέρω ότι αναζητούσατε με κάποια νοσταλγία (τι να έγινε άραγε αυτός), αναζητούσατε αυτό το κάτι προσωπικό που αναδύεται από την πέννα μου και που δεν βγαίνει από κανέναν άλλο γραφιά από τους πολλούς που διαθέτει αυτή η πόλη.
Σ’ ευχαριστώ λοιπόν για άλλη μια, εσένα που μπορείς να συλλαμβάνεις και να φυλακίζεις τους χτύπους της καρδιάς μου, που συντονίζεσαι στο μήκος κύματος από όπου αναδύεται η χροιά των γραπτών μου.
Καμιά αμφιβολία δεν υπάρχει πως ζούμε σε χρόνια δίσεκτα. Δυστυχία που έρπει σαν φίδι ύπουλο, κατάθλιψη, διχασμένα συναισθήματα, ασπρόμαυρα όνειρα, συμβόλαια θανάτου.
Όσο για μένα, κρατήστε αυτό: Ο ρεαλισμός της ιατρικής δεν κατάφερε να εμβολίσει το συναισθηματικό μου υπόβαθρο και να τιθασεύσει την ανάγκη μου να γράφω. Εσύ φίλε αναγνώστη θα συνεχίσεις να με διαβάζεις κι εγώ θα συνεχίσω να νοιώθω την ανάσα σου πάνω από το κείμενο και την εφημερίδα. Κάτι είναι κι αυτό, καθόλου ευκαταφρόνητο, καθόλου λίγο, μπράβο και στους δυο μας. Κι εδώ που φτάσαμε, μεγάλη δόξα.
– Ιστορίες του δρόμου. Το ζευγάρι περπατούσε στο πεζοδρόμιο του περιφερειακού δρόμου αργά κι ανάλαφρα. Λες και οι δύο ήθελαν να νοιώθουν την ηδονή του κάθε βήματός τους ως τα μέσα τους, ενώ ο φλοίσβος γέμιζε την ατμόσφαιρα με μυστικά.
Οι αργές κινήσεις πρόδιδαν τη θλίψη του σώματος και της ψυχής. Τα μάτια δίσταζαν. Τα χέρια του ενός ακουμπούσαν τα χέρια του άλλου φευγαλέα σαν φοβισμένα πουλιά. Το σούρουπο έμοιαζε με μαύρη κουρτίνα.
Εκείνος έψαχνε να βρει τα λόγια και τα ποιήματα. Εκείνη τα άρπαζε βιαστικά και τα έκρυβε στην τσέπη της. Η ευτυχία πετούσε πολύ κοντά, αλλά και πολύ μακριά τους.
Εκείνος έψαχνε τις στιγμές. Εκείνη άρπαζε τις στιγμές και τις έβαζε βαθιά μέσα της. Είχε ήδη συλλάβει το σχέδιο: Αργότερα, πολύ αργότερα όταν πια θα είχαν περάσει χρόνια και χρόνια, θα έβγαζε τις στιγμές από μέσα της και θα του τις έδειχνε λέγοντας:
– Θυμάσαι;