Σε αυτό το άρθρο γίνεται αναφορά στον προϊστορικό Μινωικό πολιτισμό (ca 3200-1100 π.Χ.), γνωστό και ως πρώτο Ευρωπαϊκό πολιτισμό, στην Γεωμετρική ή Ομηρική περίοδος (ca 1100-750 π. Χ.) που ακολούθησε και στη συνέχεια στις Ιστορικές περιόδους (ca 750- 31 π. Χ.), δηλαδή την Αρχαϊκή (ca 750-480 π. Χ.), την Κλασσική (ca 480-323 π. Χ.) και την Ελληνιστική περίοδο (ca 323-31 π.Χ.).
Όπως έχει αναφερθεί επανειλημμένα, ο Μινωικός πολιτισμός ήταν ένα εκπληκτικό παράδοξο. Ήταν μια μεγάλη δύναμη, χωρίς στρατιωτική αριστοκρατία. Ήταν ένα παλάτι, που δεν ήταν βασιλική κατοικία και ο Βασιλιάς δεν δοξαζόταν. Ήταν μια θρησκεία χωρίς μεγαλείο, ενώ οι γυναίκες ήταν ελεύθερες και ίσες με τους άνδρες (Muge and Loucanicas, 2013). Ο Μινωικός πολιτισμός, αν και ανήκει στους χαμένους πολιτισμούς, δεν έπαψε ποτέ να προκαλεί το ενδιαφέρον ερευνητών και αρχαιολόγων, προκειμένου να ανακαλύψουν τί κρύβουν τα θαυμαστά, ακόμα και σήμερα, αρχαιολογικά ευρήματα, αφού σχεδόν ελλείπουν άλλες διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης.
Η γυναικεία παρουσία ήταν πολύ σημαντική στη Μινωική εποχή. Απέκτησε θεϊκές και κυρίαρχες ιδιότητες, µε τη γυναίκα να απολαμβάνει εξέχουσα θέση στη Μινωική κοινωνία (Roeder 1998). Επίσης, η ταύτιση της γυναίκας µε το γήινο στοιχείο και την ευλογία της ανθρώπινης αναπαραγωγής, καθώς και µε τις δυνάμεις αναπαραγωγής της φύσης αποτέλεσαν ουσιαστικό στήριγμα στη θεωρία της μητριαρχίας. Οι μελετητές του Μινωικού πολιτισμού θεωρούν ότι οι Μινωίτες έζησαν σε μητριαρχική και γυναικοκρατούμενη κοινωνία και το γυναικείο φύλο είχε εξέχουσα θέση στη διοίκηση των Μινωιτών. Αξιοσημείωτη είναι η έντονη παρουσία της γυναικείας μορφής στο εικονογραφικό πλαίσιο της Νεοανακτορικής εποχής (ca 1700-1450 π.Χ.), που υποδηλώνει πως η γυναικεία ύπαρξη κατείχε σημαντική θέση και ως λατρευτική παρουσία στο θρησκευτικό τυπικό του Μινωικού πολιτισμού (Εικ. 1) κατά την Παλαιοανακτορική αλλά και την Νεοανακτορική περίοδο (Nilsson, 1977).
Αντίθετα, στην αρχαία ιστορική Αθήνα η γυναίκα εξαρτιόταν από την οικογένειά της. Οι Αθηναίες έμεναν κλεισμένες στο σπίτι τον περισσότερο χρόνο της ζωής τους. Κατά κανόνα, παντρευόταν με προξενιό πριν από τα 15 έτη της ηλικίας της. Δεν είχε δικαίωμα, ούτε λόγο στην επιλογή του συζύγου. Ο γάμος ήταν είδος οικονομικής συναλλαγής, που ρύθμιζε ο πατέρας, ή ο άντρας προστάτης του σπιτιού. Υπήρχε ακόμα η έννοια της προίκας, κάπως διαφορετική από ό,τι την γνωρίζουμε σήμερα. Η «εγγύη», όπως ονομαζόταν, δινόταν από την οικογένεια της νύφης στο γαμπρό και καθοριζόταν υποχρεωτικά με συμβόλαιο πριν το γάμο. Όπως υποδηλώνει και η ονομασία, ήταν ένα είδος εγγύησης, δηλαδή δεν προοριζόταν για άμεση κατανάλωση. Επρόκειτο για ένα ποσό ή περιουσιακό στοιχείο που προοριζόταν μόνο για περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Αν για οποιοδήποτε λόγο ο γάμος λυνόταν, η «εγγύη» επέστρεφε στην οικογένεια της νύφης.
Οι σημαντικοί και σπουδαίοι φιλόσοφοι της εποχής, όπως ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Πυθαγόρας, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και άλλοι, ελάχιστα ασχολήθηκαν με το γυναικείο φύλο. Ο Αριστοτέλης τις αποκαλούσε χαρακτηριστικά «οικουρήματα», δηλαδή αντικείμενα του οίκου. Ειδικά, όσες προέρχονταν από ανώτερες κοινωνικές τάξεις, έβγαιναν σπάνια σε δημόσιους χώρους. Ακόμα και στην Αγορά κατέβαιναν με τη συνοδεία δούλας. Στο σπίτι ασχολούνταν με τον καλλωπισμό τους, περνούσαν χρόνο στα λουτρά, έγνεθαν και όσες δεν είχαν στη δούλεψή τους τροφούς, μεγάλωναν τα παιδιά τους. Πολιτικά και κληρονομικά δικαιώματα δεν είχαν. Σε κάθε δικαιοπραξία εκπροσωπούνταν από τον κηδεμόνα τους, δηλαδή το σύζυγο ή τον πατέρα τους. Τα επαγγέλματα που δικαιούνταν να ασκήσουν ήταν ελάχιστα. Ιέρειες, μαίες και τροφοί ήταν τα πιο συνηθισμένα, με το τελευταίο να είναι το συχνότερο επάγγελμα, που ασκούσαν οι γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα.
Σχετικά με τις Μινωικές θεότητες, πρέπει να τονιστεί ότι η Μινωική θρησκεία ήταν ολιγοπρόσωπη και βασιζόταν στον κύκλο της βλάστησης. Η «Μεγάλη Μητέρα Θεά», η θεά της γονιμότητας, προσωποποιούσε την αρχέγονη λατρεία της φύσης, ενώ ο «Νεαρός Θεός» προσωποποιούσε τον κύκλο της βλάστησης, που γεννιέται, πεθαίνει και ανασταίνεται κάθε χρόνο (Σφακιανάκη, 2010). Η θεά της γονιμότητας είχε για σύμβολό της τον ταύρο, ενώ άλλες πολύ γνωστές Μινωικές θεότητες ήταν η Δικτύννα, η Βριτόμαρτυς και η θεά των όφεων (Εικ. 2).
Σε αντίθεση με τις Αθηναίες, οι Σπαρτιάτισσες αποτελούσαν ένα δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας. Είχαν πολιτικά δικαιώματα και μπορούσαν να κληρονομήσουν γη. Καθώς τα αγόρια από μικρά έπρεπε να επικεντρωθούν στη στρατιωτική τους εκπαίδευση, η πολιτεία φρόντιζε ιδιαίτερα για την πνευματική εκπαίδευση των κοριτσιών. Οι νεαρές Σπαρτιάτισσες δεν ήταν κλεισμένες στο σπίτι, ούτε προορίζονταν να έχουν έναν παθητικό ρόλο εντός του σπιτιού. Από μικρές, γυμνάζονταν όπως τα αγόρια και σκληραγωγούνταν. Η διαπαιδαγώγησή τους θεωρούνταν καίριας σημασίας, αφού ήταν οι μελλοντικές «ανδροπλάστρες», δηλαδή ήταν εκείνες που θα ανάτρεφαν εύρωστους και θαρραλέους άντρες. Δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στον καλλωπισμό τους. Ντύνονταν απλά, χωρίς πολυτέλειες. Οι ανύπαντρες φορούσαν συνήθως έναν σχιστό χιτώνα για να αναδεικνύεται το γυμνασμένο τους κορμί. Όταν παντρευόταν, τον αντικαθιστούσαν με χιτώνα χωρίς σχίσιμο. Οι Σπαρτιάτισσες ντύνονταν πολύ πιο λιτά από τις Αθηναίες και φρόντιζαν να έχουν γυμνασμένο σώμα. Τέλος, η Σπάρτη ήταν μία από τις ελάχιστες πόλεις κράτη, που η πορνεία και ο θεσμός της εταίρας δεν άκμασαν.
Σε αντίθεση με την Σπάρτη, στην Αθήνα η πορνεία άκμασε. Μάλιστα, οι εκδιδόμενες γυναίκες ταξινομούνταν σε διάφορες κατηγορίες. Τελευταίες στην κλίμακα κατατάσσονταν οι πόρνες. Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «πέρνημι» που σημαίνει «πουλώ». Οι πόρνες, που στην πλειοψηφία τους ήταν βάρβαρες δούλες, ανήκαν σε προαγωγούς που κρατούσαν τμήμα των εσόδων τους. Ήταν μία νόμιμη και φανερή επαγγελματική δραστηριότητα. Μια βαθμίδα παραπάνω, βρίσκονταν οι πόρνες, που είχαν κερδίσει την ελευθερία τους και δούλευαν ανεξάρτητα. Και στην κορυφή της λίστας ήταν οι εταίρες. Επρόκειτο για γυναίκες δυσεύρετες, που είχαν ένα ανώτερο επίπεδο μόρφωσης. Σε αντίθεση με τις απλές πόρνες, οι εταίρες προσλαμβάνονταν προκειμένου να είναι στο πλευρό πλούσιων Αθηναίων και να τους συνοδεύουν σε συμπόσια. Πολλές προέρχονταν από ανώτερα κοινωνικά στρώματα και γι’ αυτό είχαν μια βαθύτερη πνευματική καλλιέργεια. Αμείβονταν αδρά και συνήθως η σχέση με τους πελάτες ήταν μακροχρόνια και προσωπική.
Η μητριαρχία ήταν πάντα ενδιαφέρον θέμα για τους ερευνητές της προϊστορικής περιόδου. Χρειάστηκε να περάσουν αιώνες έως τη δεκαετία του 1970, που η μητριαρχία εμφανίστηκε δυναμικά στο προσκήνιο μέσα από το γυναικείο κίνημα οργανώνοντας σεμινάρια και δημοσιεύσεις. Ένας από τους στόχους του γυναικείου κινήματος υπήρξε και η αναγνώριση της μητριαρχίας ως ιστορικό δεδομένο των προϊστορικών κοινωνιών (Carol, 1979).
Πιθανότατα οι Κρητικοί, μαζί με την υψηλή γονιδιακή ομολογία με τους Μινωίτες, κληρονομήσαμε σε μεγάλο βαθμό και τη Μινωική μητριαρχία. Ας ευχηθούμε με την πάροδο του χρόνου να βαίνει αυξανόμενη.
Βιβλιογραφία
Budin, S. L. And Turfa, J. M. (Εds.). (2016). Women in Antiquity. doi:10.4324/9781315621425. ISBN 9781315621425.
Carol, L. (1979). Matriarchy study group papers. FR, 2, σ. 74-81.
Μαρινάτος, Σπ. (1974). Ανασκαφαί Θήρας VI (1972), Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα.
Muge, A. and Loucanicas, M. (2013). Periplus: Minoan Cretan thalassocracy, https://peripluscd.wordpress.com/tag/minoan-art/.
Nilsson, Μ. (1977). Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας. Mεταφρ. ∆. Σταθόπουλου, Αθήνα 1977, σ. 23
Roeder Β. (1998). Η απατηλή οικειοποίηση του παρελθόντος ενάντια στην πατριαρχική τύφλωση. ΑΤ, 67, σ. 6-24, σ. 6-12.
Σακελλαράκης. Γ. (2012). Σκέψεις για τη Μινωική θαλασσοκρατία. Ομιλία, Πανόραμα ιδεών της Bικελαίας Βιβλιοθήκης, Ηράκλειο.
Σφακιανάκη, Κ. Χ. (2010). Η Μινωική θρησκεία κατά την Νεοανακτορική περίοδο» (1700- 1450 π.Χ.). ∆ιπλωματική εργασία, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, Θεολογική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη.
*Ο Ανδρέας Ν. Αγγελάκης είναι επίτιμο μέλος και Διακεκριμένο Fellow της Παγκόσμιας Εταιρείας Νερού (IWA)