Για λογαριασμό των Εκδόσεων «Κέδρος» κυκλοφόρησε πρόσφατα η τελευταία ποιητική συλλογή, με τον τίτλο «Γρίπος», του φίλου φιλολόγου Γιάννη Ανδρουλιδάκη, με μια ποίηση γεμάτη καθάρια και ολοζώντανα χρώματα, εξαγνισμένη από τον χρωστήρα τής βαθιάς και πολυδιάστατης σκέψης του, μια ποίηση περιγραφική – ημερολογιακή, που, συχνά, φαίνεται να αναδύεται βαθιά μέσα από χώρους ίδιους και πολύ προσωπικούς, από χώρους στους οποίους έζησε ο ποιητής, και βέβαια από την αγαπημένη γενέτειρά του, το Ροδάκινο Ρεθύμνου.
Ο τόπος, στις περιπτώσεις αυτές, αποτελεί πεδίο μιας αναζήτησης και μιας διερεύνησης του ποιητή, που άλλοτε τρυφερή και άλλοτε ερωτική έρχεται και τον αγκαλιάζει και τον γεμίζει «δείγματα» μιας αύρας που τον παίρνει και τον καθοδηγεί κι άλλοτε «δήγματα» που τον πονούν και που αφήνουν πληγές ανεπούλωτες. Εξαίρετο δείγμα το ακόλουθο:
Τι δεν έκανες καλά;
Τόσες απουσίες πια;
Κοντεύεις να ξεχάσεις.
Κυματιστή ντοπιολαλιά,
φθόγγοι του τσι και του λα
γέμιζαν τα στενά
και ιστορίες ξεπρόβαλλαν
απ’ τις θυρίδες των σκεβρωμένων σπιτιών.
Αυλές ασβεστωμένες
μοσχομύριζαν χαρά
κι ολόγιομα φεγγάρια
ράθυμα αναπαύονταν στις ταράτσες.
Νύχτες γαλήνιες
στη σκέπη των αστεριών
κι ανασαιμιές πρωινές
κάτω απ’ το βλέμμα της Αφροδίτης.
Άυλες φιγούρες στον τοίχο
του βοριά κουβεντιάζουν
και οι μνήμες θρηνούν.
Την ποίηση του Γιάννη Ανδρουλιδάκη βρίσκουμε, περαιτέρω, να χαρακτηρίζει έντονος φιλοσοφικός, ιστορικός, πολιτικός και κοινωνικός προβληματισμός, συμμετρία δομής, πλαστική και μουσική αρτιότητα, πρωτοτυπία του θέματος, ευρυθμία και χαρακτηριστική άνεση εργασίας πάνω στον ελεύθερο στίχο, με εκφραστική γλώσσα και εξαιρετική τεχνική, λεκτική ευκινησία και υποβλητική δύναμη των εικόνων, των μεταφορών, των λέξεων και των παρομοιώσεων:
Και πες μου εσύ
ποιος θα υποδεχτεί τους άλλους
που έρχονται από τον χαλασμό;
Τους ναυαγούς
που ξέρασε η φουσκονεριά
σ’ άγνωστους τόπους;
Τη μάνα
που με το νεκρό μωρό αγκαλιά
ταξίδεψε στ’ αμπάρι;
Ποιος τα ασυνόδευτα παιδιά
που μίσεψαν με μόνο εφόδιο
την ευχή του πατέρα;
Και τις γερόντισσες
που ’χαν για φυλαχτό στον κόρφο
μια χούφτα χώμα πατρικής γης;
Ποιος αν όχι εμείς,
που για τη Μικρά Ασία και την Κύπρο
ιστορούμε ακόμη;
Επιλεκτικός πάντα στα βιβλία του ο Γ. Ανδρουλιδάκης τους χαρίζει τίτλους πρωτότυπους και αινιγματικούς («Άπαρση» και «Βισταλόγκα» οι τίτλοι των προηγούμενων ποιητικών του εκδόσεων), με βαθύτερη, πάντοτε, σημασία (θαλασσινής – ναυτικής, συνήθως, ορολογίας), που χρήζουν, συνήθως, για τους πολλούς, κάποιας ειδικής ερμηνείας, την οποία φροντίζει να δίνει, κάθε φορά, ο ίδιος ο ποιητής. Όπως, λοιπόν, μας εξηγεί, «γρίπος», στην αρχαιότητα, σήμαινε το αλιευτικό δίχτυ, που συνειρμικά, θεωρώ ότι εκφράζει αυτήν την ανάγκη του Ποιητή να «περμαζέψει», να γραπώσει τα σκόρπια απομεινάρια της θύμησής του.
Στα ποιήματά του αυτά, την ποίησή του ο ποιητής αξιοποιεί με ξεχωριστή μαεστρία και ‘πιδεξιοσύνη, με στοιχεία που δανείζεται από τα αποθεματικά μιας εξαιρετικά πλούσιας και λιπαράς γενικής παιδείας και κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής εμπειρίας κι ευαισθησίας, που, ευστόχως, εξακτινώνεται μέχρι τα βάθη τής ευρωπαϊκής και ιδιαίτερα τής ελληνικής διανόησης, χρησιμοποιώντας επιτυχώς άλλοτε τα δεκανίκια τής ιστορίας και της μυθολογίας και άλλοτε της θεολογίας, της φιλοσοφίας και της φιλολογίας.
Είναι γεγονός ότι όποιος διαθέτει υψηλή ποιητική αισθητική και συγκίνηση, χωρίς, όμως, διανοητικότητα, δεν φτάνει ποτέ ως την πλήρη έκφραση, τουλάχιστον στην έκφραση που έχει αντικειμενική υπόσταση και που είναι, γι’ αυτό, και μεταδοτή στους άλλους. Και ναι μεν η ποίηση στηρίζεται κατ’ εξοχήν πάνω στη συγκίνηση και το συναίσθημα, όμως πρέπει πάντα ο ποιητής να διαθέτει και ένα ποσοστό διανοητικότητας. Και αυτό το επιτυγχάνει, πιστεύω, στον απόλυτο βαθμό η ποίηση τού φίλου Γιάννη Ανδρουλιδάκη και μάλιστα στο παρακάτω ποίημά του, που μου θυμίζει, πάντως, έμμετρη ελληνική «ταξιδιωτική» εντύπωση:
Πάρε πτυχή απ’ το πέπλο
της κλεμμένης Καρυάτιδας
και από τον ναό του Επικούρου
κίονα.
Τόνους του μπλε
απ’ τους τάφους της Βεργίνας
και από την Ολυμπία
πλέθρα σταδίου δρόμου.
Θρόισμα φηγού
απ’ της Δωδώνης το μαντείο
και απ’ τον χορό των Κουρητών στην Ίδη
ζάλα.
Το βλέμμα του Ηνίοχου
το σίγουρο.
Βυζαντινούς ψαλμούς απ’ τον Μυστρά
κι απ’ τα Μετέωρα
ύμνους.
Μικρασιάτικο αναστεναγμό
και θρήνο Κύπριας μάνας.
Δόξα απ’ τον Γοργοπόταμο,
καημό της Μακρονήσου,
Πάρε και βγες στο φως!
Με σιγουριά πορέψου.
Τις προφητείες για τους άλλους
άσ’ τες.
Ενώ κάποια άλλα ποιήματά του υμνούν «ταξιδιωτικά» ευρωπαϊκές εμπειρίες και ομορφιές:
Μια νότα
να δανειστώ
απ’ τα τρούλλι του Alberobello
και μια δίεση
απ’ τις μπούκλες του μαύρου αγγέλου
στο Παλέρμο.
Ένα μινόρε
απ’ της Ομόνοιας τον ναό
στο Αgrigento
κι ένα κλειδί του sol
απ’ την οβάλ πλατεία
των Συρακουσών.
Την αρμονία της γύμνιας
απ’ τους πολεμιστές του Riace
κι έναν δωρισμό
απ’ τα γκρεκάνικα του Salento.
Kι αφήστε με
την ομορφιά να υμνήσω.
Η ποίηση του Γιάννη Ανδρουλιδάκη αποπνέει περισσότερο άρωμα ευαισθησίας, ανθρωπιάς, ανάμνησης και αγάπης, που επεκτείνεται, περαιτέρω, σ’ ένα τρυφερό σφιχταγκάλιασμα με τον γενέθλιό του τόπο, το χωριό του, τους ανθρώπους του και τους ανθρώπους του κόσμου, τα παγκόσμια γεγονότα. Ποιήματα ώριμα, βαθιάς εξομολογητικής διάθεσης, θύμησες που έρχονται να ξεθάψουν από τη λήθη του παρελθόντος, νοσταλγικές μνήμες και περιπλανήσεις.
Λεπτός άνθρωπος ο ποιητής δέχεται την έμπνευση τόσο από τον εσωτερικό του κόσμο όσο και από τη γύρω του πραγματικότητα. Η ποίησή του φίλου Γιάννη Ανδρουλιδάκη, συμπερασματικά, θέλγει και συγκινεί βαθιά την ψυχή, διατηρώντας σε πολύ υψηλά επίπεδα την ποιητική θερμοκρασία και διάθεση τού αναγνώστη της. Του απευθύνω, στην όμορφη Καλαμάτα, τα θερμά μου συγχαρητήρια και του εύχομαι συνεχώς να ανεβαίνει στον γόνιμο και καρποφόρο δρόμο των ποιητικών του αναζητήσεων.
www.ret-anadromes.blogspot.com
* Ο Κωστής Ηλ. Παπαδάκης είναι φιλόλογος – θεολόγος